Προκειμένου να καταλάβουµε τα όσα οδυνηρά συνέβησαν µεσούσης της Επανάστασης, θα πρέπει να πάρουµε τα γεγονότα µε τη σειρά. Με το ξέσπασµα του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα κατά του τουρκικού ζυγού αναδείχθηκαν ευθύς εξαρχής δύο µεγάλες οµάδες, που λειτουργούσαν, ας πούµε, ως παρατάξεις:
.Η µία ήταν οι οικονοµικά ευκατάστατοι πρόκριτοι, που αποκαλούνταν επίσης και προύχοντες ή κοτζαµπάσηδες. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν επικεφαλής των ελληνικών χριστιανικών κοινοτήτων και τις εκπροσωπούσαν έναντι της οθωµανικής εξουσίας, αποτελώντας µια πρώιµη µορφή των µετέπειτα δηµάρχων.
• Η άλλη ήταν οι στρατιωτικοί, που από την πρώτη στιγµή βρέθηκαν στο πεδίο της µάχης για την απελευθέρωση του έθνους. Επικεφαλής ήταν οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, ∆ηµήτριος Ξηρός (Πανουργιάς) και άλλοι, που δεν τα πήγαιναν κατ’ ανάγκην πάντα καλά µεταξύ τους.
• Υπάρχει και µια µικρότερη οµάδα, οι ισχυροί καραβοκύρηδες των νησιών (Υδρας, Σπετσών, Ψαρών και Κάσου), που µε τον στόλο τους διεξήγαν εµπορικές συναλλαγές τα προηγούµενα χρόνια και τώρα διέθεταν τα πλοία τους για την πατρίδα, έχοντας όµως πολλοί από αυτούς στο πίσω µέρος του µυαλού τους ως στόχο να αποκοµίσουν µεταγενέστερα οικονοµικά οφέλη.
" Έρχομαι και σε διόχνω"
Η δεύτερη Συνέλευση του έθνους εκλέγει πρόεδρο του Εκτελεστικού τον 58χρονο οπλαρχηγό Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη µε αντιπρόεδρο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενώ πρόεδρος του Βουλευτικού ορίζεται ο 32χρονος αγγλόφιλος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, για τον οποίο ο Γέρος του Μοριά θα πει µέσα στην αίθουσα: «Σου λέω να µην κάτσεις πρόεδρος, γιατί έρχοµαι και σε διώχνω µε τις λεµονόκουπες και µε τη βελάδα (σ.σ. επίσηµο µαύρο σακάκι) που ήρθες». Ο Γέρος του Μοριά υποβάλλει την παραίτησή του από το αξίωµα που κατείχε, αλλά δεν γίνεται δεκτή.
Από το Κρανίδι η «κυβέρνηση» των πολιτικών κηρύσσει παράνοµο το Εκτελεστικό στο οποίο είχαν τεθεί επικεφαλής οι στρατιωτικοί και διορίζει νέο, µε επικεφαλής τον Υδραίο µεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και µέλη τούς Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐµη. Η µια κυβέρνηση κατηγορεί την άλλη ως παράνοµη.
Σε Αρκαδία και Αργολίδα
Η ρήξη των παραδοσιακών µε τους νέους φορείς της εξουσίας, ήτοι των πολιτικών µε τους στρατιωτικούς του Μοριά, κορυφώνεται το διάστηµα από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1824, όπου καταγράφονται εµφύλιες πολεµικές συγκρούσεις σε Αρκαδία και Αργολίδα. Οι πολιτικοί αποκτούν εξαρχής πλεονέκτηµα, καθώς στις τάξεις τους βρίσκονται, µεταξύ άλλων, οι νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχοι, οι περισσότεροι Ρουµελιώτες οπλαρχηγοί (δεν θα πρέπει να µπερδευόµαστε, οι αγωνιστές της Στερεάς πηγαίνουν µε τους πολιτικούς), το µεγαλύτερο µέρος των Πελοποννήσιων γαιοκτηµόνων και οι περισσότεροι φιλέλληνες και Ελληνες του εξωτερικού. Ο Μαυροκορδάτος δηλαδή έχει µαζί του κάποια από τα εµβληµατικότερα ονόµατα του Αγώνα, όπως είναι ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Γεώργιος Κουντουριώτης και ο Αναγνωσταράς.
Στον αντίποδα, οι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου έχουν µεν ικανούς αγωνιστές όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γιος του, Πάνος, και ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, αλλά είναι σαφώς ευάριθµοι και µε λιγότερο οπλισµό.