Βρισκόμαστε στον Φεβρουάριο του 1821 και μια σειρά από λόγοι πιέζουν ασφυκτικά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας και επικεφαλής των προετοιμασιών της Επανάστασης, να επιλέξει άμεσα τον οριστικό τόπο και χρόνο έναρξης του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία.
Από τον Μάιο του 1820, ο εμφύλιος πόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον Σουλτάνο Μαχμουτ Β’ και τον Αλή Πασά, απασχολώντας μεγάλο όγκο δυνάμεων των Οθωμανών, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τους Έλληνες που δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Από την άλλη πλευρά είτε εξαιτίας απρόσεκτων κινήσεων της γενικευμένης πια στρατολόγησης μελών στη Φιλική Εταιρεία είτε μέσω προδοτικών ενεργειών, όπως αυτή του προδότη Ασημάκη Θεοδώρου, ο οποίος κατέδωσε στους Τούρκους την δράση των Κωνσταντινουπολιτών Φιλικών, το μυστικό της προετοιμασίας των Ελλήνων για επανάσταση δεν είναι πια και τόσο μυστικό.
Γράφει ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», της 10ης και 11ης Μαΐου 1930:
«Οι ενέργειες άρχισαν να κοινολογούνται. Στον αέρα πύκνωναν τα σύγνεφα. Ένας Πελοποννήσιος, Ασημάκης Θεοδώρου, είχε πάει από την Αίγυπτο στην Πόλι και πρόδωσε στους Τούρκους τη φιλική εταιρεία. Τα όργανα του σουλτάνου ξύπνησαν, άρχισαν ν’ αγρυπνούν»
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προσπάθησε μάταια να εξασφαλίσει τη συμμαχία των Σέρβων και των Μαυροβούνιων επιπλέον δεν στέφθηκαν με επιτυχία τα σχέδια του για οργάνωση εξεγέρσεων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ενώ το σχέδιο για ανατροπή του Σουλτάνου και πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στον ναύσταθμο του Βοσπόρου, δεν φάνηκε να προχωρά.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη δυσπιστία των προκρίτων της Πελοποννήσου να συμμετάσχουν στον Αγώνα και την πίεση χρόνου για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, καθιστούσαν, ολοένα και επικρατέστερο το σενάριο η ελληνική επανάσταση να ξεκινήσει από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
«Την απόφασι του αρχηγού να κινηθή αμέσως στης ηγεμονίες δυνάμωσε η ελπίδα, ότι άμα εισβάλη αυτός θ’ αποφασίσουν οι εταίροι να επαναστατήσουν στην Κωνσταντινούπολι και οι αρχιερείς κι οι πρόκριτοι του Μωρηά θα εμψυχωθούν και θα ριχτούν στον αγώνα. Ίσως ν’ άφηνε τους δισταγμούς του κι ο Οβρένοβιτς (σ.σ. Ηγεμόνας της Σερβίας). Αλλά τον πιέζει τώρα και η παραλύσια των φιλικών στης ηγεμονίες, ο τρόπος της στρατολογίας κι ή άλλη των ανεπιτήδεια ενέργεια.
»Ο Ρίζος Νερουλός του γράφει τρομαγμένος: «Το άτακτον κίνημα της καταγραφής γίνεται ημέρα τη ημέρα ατακτότερον, έφθασεν εις σημείον να μάθουν το μυστήριον της φιλικής εταιρείας και αυτά τα μικρά παιδιά. Δεν άφησαν μήτε φούρναρη, μήτε μπακάλη που να μην τον κατέγραψαν. Το μυστικόν της αδελφότητος έγινε γνωστόν εις όλους τους εντοπίους».
Ο Βλαχογιάννης για την 16η Φεβρουαρίου
Έτσι φτάνουμε στις 16 Φεβρουαρίου 1821, πριν από ακριβώς 200 χρόνια, στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας (σημερινό Κισινάου της Μολδαβίας) όταν και λαμβάνεται η οριστική απόφαση για την έναρξη της επανάστασης.
Το αναγνωστικό της Έκτης Δημοτικού του 1952, περιέχει το κείμενο του εμβληματικού ιστοριοδίφη και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη, που περιγράφει την ιστορική αυτή στιγμή.
ΤΩΝ Ὑψηλάντηδων τ’ ἀρχοντικό, στὸ Κισνόβι τῆς
Ρωσίας, δεκάξη τοῦ Φλεβάρη 1821.
Γύρω στὸ τραπέζι, ἀπ’ τὰ πέντε ἀδέρφια οἱ τέσσερες,
Ἀλέξανδρος, Δημήτρης, Νικόλας καὶ Γιώργης· κι ἀντικρύ
τους οἱ δυὸ γραμματικοί, Λασσάνης καὶ Τυπάλδος, γράφουν
τὴν προκήρυξη.
Ἡ ἀπόφαση πιὰ ἡ τρανὴ εἶναι παρμένη.
Μένει νὰ δοθῆ τὸ σύνθημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶν
Ἑλλήνων τὸ σάλπισμα ν’ ἀντιλαλήση κι ἀπὸ τὰ θεμέλια
της νὰ σείση τὴν Τουρκιά.
Μέσα στὴν ἐπίσημη σιωπή, τοῦ Ἀλέξανδρου ἡ φωνὴ
ἀργὴ καὶ γαλήνια χύνεται τριγύρω:
―Ναί, ἀδέρφια, λέει, ὅλα τὰ προσφέρομε θυσία
πατριωτική, καὶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια, ποὺ ἡ Ὀθωμανικὴ
Κυβέρνηση, κατὰ τὴ συνθήκη, θὰ μᾶς πληρώση τὸν
ἐρχόμενο Μάη.
Δὲν μποροῦμε νὰ περιμένωμε! Ἡ ἑταιρία ἀνακαλύφτηκε!
Ἂς προσφέρωμε καὶ τὰ κτήματά μας στὴ Βλαχία· ἀξίζουν ἕξη ἑκατομμύρια. Καὶ τοὺς μισθοὺς ποὺ
παίρνομε ἀπὸ τὴ Ρωσία.
Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θὰ ἐκτελέσωμε τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθανε ἀπ’ αὐτά.
Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα. ∆ιάβασε, Λασσάνη, τὴν προκήρυξη.
∆ιαβάστηκε ἡ προκήρυξη καὶ γίνηκε δεχτὴ μὲ μιὰ καρδιά.
―Εἶναι καὶ κάποια ἄλλη θυσία, εἶπε ὁ μονόχερος
Ἀλέξανδρος.
Σηκώθηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο, πέρασε ἀπ’ ἄλλον καὶ
μπῆκε ἴσια στῆς μητέρας του.
Τὴ βρῆκε μὲ τὸ πιὸ μικρὸ ἀδέρφι, τὸ Γρηγόρη,
δεκατεσσάρων χρονῶν ἀγόρι, καθισμένο στὸ πλάϊ της.
Ἀφοῦ προσκύνησε τὰ πολυσέβαστα γεράματα τῆς μάνας,
τῆς τρανῆς Ἀρχόντισσας, τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔσυρε
σιγὰ στὸ θἀλαμο, ποὺ βρίσκονταν τ’ ἀδέρφια του.
―Μητέρα, εἶπε, ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας μπορεῖ ν’
ἀπαιτήση καὶ τὴ θυσία τοῦ κτήματος ποὺ ἔχομε στὴν
Κοζνίτσα.
Μᾶς δίνει πενήντα τέσσερες χιλιάδες ρούβλια τὸ χρόνο.
Χαρίζεις αὐτὸ τὸ κτῆμα, μητέρα, στὴν Πατρίδα;
Ἡ Ἀρχόντισσα Ὑψѱηλάντισσα ἀναδάκρυσε γλυκά.
―Παιδιά μου, εἶπε, ἐγὼ χαρίζω ἐσᾶς, τὰ φίλτατά μου,
καὶ θὰ λυπηθῶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια ρούβλια;
Μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἦταν κι ἡ προκήρυξη
τελειωμένη.
Ὑπόγραψε κι ὁ γιός :
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης