Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, το Νοέμβριο του 1983, αιφνιδίασε ως προς το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που επιλέγηκε, παρόλο που υπήρχαν πολλές σχετικές ενδείξεις. Ωστόσο, ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς η τουρκική πλευρά οδηγούσε τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους αφορούσε, άλλωστε, τους σχεδιασμούς της Άγκυρας και τις στρατηγικές της επιδιώξεις: Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ανακήρυξη χωριστού τουρκοκυπριακού «κράτους», αποτελούσε διαχρονικά το στρατηγικό στόχο της Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό. Τούτο διαφάνηκε από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ανακήρυξη
Στις 14 Νοεμβρίου 1983, ο Ραούφ Ντενκτάς κάλεσε όλους τους «βουλευτές» της «νομοθετικής συνέλευσης» σε δείπνο. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο τότε πανίσχυρος κατοχικός ηγέτης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει στην ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους. Τούτο έγινε γύρω στα μεσάνυκτα, πριν από την ολοκλήρωση του δείπνου. Όλες οι κινήσεις πραγματοποιήθηκαν με άκρα μυστικότητα και σε κλίμα συνωμοτικό. Οι επικοινωνίες δεν λειτουργούσαν. Το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας είχε κλείσει, το παράνομο αεροδρόμιο δεν λειτουργούσε. Η Άγκυρα διά του Ντενκτάς είχε καταστήσει σαφές πως για όλα τα τουρκοκυπριακά κόμματα η υποστήριξη της αποσχιστικής ενέργειας ήταν μονόδρομος. Όποιος δεν ακολουθούσε θα είχε επιπτώσεις. Με ό,τι αυτό θα σήμαινε. Τόσο το Ρεπουπλικανικό Τουρκικό Κόμμα όσο και το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να στηρίξουν την απόφαση. Η απόφαση, λοιπόν, για την ανακήρυξη έγινε με τη σύμφωνη γνώμη όλων, παρά τις όποιες υποτονικές διαφωνίες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ραούφ Ντενκτάς, στην ομιλία του στις 15 Νοεμβρίου στη συνεδρία της «νομοθετικής συνέλευσης», ανέφερε ότι «κάποιοι σήμερα ψήφισαν με το χέρι τους αλλά όχι με την καρδιά τους». Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η ψευδοβουλή «αποφάσιζε» αυτό που είχε προαποφασισθεί από το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας, και αποτελούσε πάγιο τουρκικό στόχο για το Κυπριακό από το 1963.
Ο «Πρόεδρος» της «Συνέλευσης», Νετζάτ Κονούκ, είχε αναφέρει πριν από την ανακοίνωση της απόφασης: «Είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε τη βόρεια Κύπρο ως ανεξάρτητη και αδέσμευτη περιοχή με τρόπο που να υπηρετεί την ειρήνη και ευημερία στον Κόσμο, τη Μεσόγειο και τη γύρω περιοχή. Κάτω από το φως των πραγματικοτήτων και δυσκολιών των πιο πάνω πεποιθήσεων, ως μεταφραστές της αναπότρεπτης και νόμιμης επιθυμίας και βούλησης του τουρκοκυπριακού λαού, ανακηρύσσουμε μπροστά από την ιστορία και όλη την ανθρωπότητα την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους. Η πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία. Παρακαλώ όπως ψηφίσετε όρθιοι αυτή την ιστορική απόφαση. Αποδοχή: Όλοι: Απορρίπτουν: Καμιά αρνητική ψήφος. Αποχές: Δεν υπάρχουν. Η απόφαση λήφθηκε ομόφωνα. Αξιότιμοι φίλοι… Ο ενθουσιασμός μας είναι μεγάλος. Η πορεία που αρχίσαμε είναι μια ευτυχισμένη πορεία όπως αρμόζει στην ανθρωπότητα. Είναι μια πορεία η οποία περιμένει από εμάς μεγάλη αυταπάρνηση. Σε αυτή τη μεγάλη εγχείρηση εσείς είστε οι γιατροί… Εσείς είστε οι εκπρόσωποι του ηρωικού λαού που μπορείτε να τον ενώσετε σε μια τέτοια στιγμή. Σας εκφράζω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες. Αυτή την ιστορική μέρα θέλουμε να πιστεύουμε ότι η μητέρα πατρίδα κοιτάζοντας αυτό το τοπίο, αυτόν τον ενθουσιασμό, θα εκτιμήσει ότι αυτό το βήμα είναι αναπόφευκτο. Εξ ονόματος ολόκληρου του λαού μας προσδοκούμε από τη μητέρα πατρίδα κατανόηση, στήριξη και αναγνώριση. Ευχόμαστε με τη στήριξή της να ανοίξουν οι δρόμοι προς τη συμφιλίωση και την ειρήνη. Δίνουμε και πάλι την ειλικρινή μας υπόσχεση στον κόσμο και ιδίως στην μητέρα πατρίδα ότι σε αυτή την πορεία θα πράξουμε όλα όσα απαιτούνται. Αυτή την ευτυχισμένη μέρα συγχαίρω και πάλι ειλικρινώς όλους σας και εύχομαι να είναι καλορίζικη και ευοίωνη για τον λαό μας» (ΡΙΚ, εκπομπή «Ανοικτοί Φάκελοι», 8.11.2008).
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Ντενκτάς, ο οποίος ανέφερε ότι «για να αφήσετε ένα καλύτερο μέλλον σε αυτούς που θα έρθουν μετά από εσάς πρέπει να είστε ψυχολογικά έτοιμοι για κάθε αυτοθυσία. Πόσο ευτυχής που μπορώ να λέω ότι είμαι Τούρκος. Πόσο ευτυχής για την Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου…» (ΡΙΚ, εκπομπή «Ανοικτοί Φάκελοι», 8.11.2008).
Η παράνομη ανακήρυξη έγινε σε πλήρη συντονισμό και με την επίσημη έγκριση του στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας. Η Τουρκία διένυε μεταβατική περίοδο από τη δικτατορία του Εβρέν στον ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό. Ο Τουργκούτ Οζάλ είχε εκλεγεί πρωθυπουργός και στις 13 Δεκεμβρίου θα ορκιζόταν. Η χρονική περίοδος εξυπηρετούσε την Άγκυρα, που θα «φόρτωνε», για τα μάτια των ξένων, στον Ντενκτάς την απόφαση, ενώ εσωτερικά θα έκανε διαχείριση προώθησης της απόφασης.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Τούρκου δημοσιογράφου Ερντάλ Γκιουβέν, με τίτλο «Η Κύπρος του Ταλάτ» που κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2009, αναφέρθηκε ότι ο πρώην ηγέτης του κατοχικού καθεστώτος, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, την ημέρα της ανακήρυξης του ψευδοκράτους είχε κλάψει, μια αποκάλυψη που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στα κατεχόμενα. Οι τότε ηγέτες των κομμάτων της τουρκοκυπριακής Αριστεράς είχαν δηλώσει πως εξαναγκάστηκαν να στηρίξουν την απόφαση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Ισχυρίστηκαν δε πως στα συλλογικά όργανα των κομμάτων τους οι συζητήσεις κράτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες και πως οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν κατά πλειοψηφία.
Οι αντιδράσεις
Ο Πρόεδρος Κυπριανού με δήλωσή του στις 15 Νοεμβρίου 1983 ανέφερε ότι «αυτή η ενέργεια όχι μόνο περιπλέκει περαιτέρω το κυπριακό πρόβλημα, αλλά καθιστά φανερό ότι στόχος της τουρκικής πλευράς ήταν πάντοτε η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων και η καλλιέργεια συνθηκών με σκοπό την απόσχιση της κατεχόμενης περιοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία». Την ίδια στιγμή, όπως ορθά υποστηρίχθηκε, η λεγόμενη ανακήρυξη ανεξαρτησίας στο κατεχόμενο τμήμα το νησιού -μια ενέργεια η οποία δεν θα ήταν ποτέ εφικτή αν δεν υπήρχαν εκεί τα τουρκικά στρατεύματα – είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία, μαζί με τη Βρετανία και την Ελλάδα, είχαν αναλάβει να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία του νησιού. «Η αυθαίρετη αυτή ενέργεια όχι μόνο παραβιάζει την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου αλλά, επιπλέον, έρχεται σε αντίθεση με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και το διεθνές δίκαιο και αναπόφευκτα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Κύπρου. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών τόνισε σε δήλωσή του ότι αυτή η ενέργεια είναι «αντίθετη προς τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο και σε αντίφαση με τις συμφωνίες κορυφής του 1977 και 1979». Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις της Κύπρου, Ελλάδας και Βρετανίας ζήτησαν από κοινού έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να εξετάσει την κατάσταση.
Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης άρχισε ένα οργιώδες διπλωματικό παρασκήνιο. Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Ιακώβου, λίγο πριν αναχωρήσει για την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, είχε καλέσει τους πρέσβεις των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα, Γκόμπι, και τους ζήτησε να αποδοκιμάσουν την αποσχιστική ενέργεια του Ντενκτάς και της Άγκυρας. Παράλληλα διαβήματα έκανε και ο Υπουργός Προεδρίας, Ντίνος Μιχαηλίδης. Ο Ιακώβου ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, στην έδρα του ΟΗΕ για να καταθέσει προσφυγή, ενώ ο Κυπριανού με τον πρέσβη της Ελλάδας Χρ. Ζαχαράκι μετέβησαν στην Αθήνα για διαβουλεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Η Λευκωσία ζήτησε χωριστή ελληνική προσφυγή, που όμως δεν κρίθηκε αναγκαία από την Αθήνα. Σύμφωνα με τον πρέσβη Ζαχαράκι, στη σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, «αποκάλυψε, υπό άκρα μυστικότητα, προς αποφυγή προκλήσεως πανικού, τη λήψη και ορισμένων μέτρων, όπως η ετοιμότητα 20 αεροσκαφών στα Δωδεκάνησα για αποστολή στην Κύπρο, η παρουσία δυο υποβρυχίων μεταξύ Κύπρου και Μ. Ασίας, η μερική επιστράτευση προς ενίσχυση κυρίως των τεθωρακισμένων, και ορισμένες κινήσεις στον Έβρο, «για να τις δουν οι Τούρκοι»! Όλα αυτά συνιστούν «μετρημένη αντίδραση», που, ίσως, καταστήσει σαφές, χωρίς απειλές, ότι το ψευδοκράτος πρέπει να ανακληθεί. (…) Εξάλλου, αμφότεροι οι ηγέτες καυτηρίασαν την «ουδέτερη στάση» της ΕΣΣΔ -ο Φλωράκης παραδέχθηκε χθες στον Πρωθυπουργό ότι είναι δυστυχής- η οποία καθίσταται τοσούτω μάλλον αποθαρρυντική εν όψει της συζητήσεως στο Σ.Α.. (…) Ο Κυπριανού εξέφρασε ζωηρές ανησυχίες για το ατελέσφορο και επικίνδυνο της στρατιωτικής επιλογής. Αντιθέτως, κρίθηκε προσφορότερο να μελετηθεί το «ρισκαρισμένο», κατά τον Πρωθυπουργό, μέτρο της διακοπής των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που θα προκαλέσει προβλήματα στο ΝΑΤΟ» (Ζαχαράκις, Άκρως Απόρρητο, ό.π., σσ. 228-229).
Ως προς το κλίμα ανησυχίας που επικρατούσε για τη στάση της Άγκυρας μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, χαρακτηριστική είναι και η συζήτηση που είχαν οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου, το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου. Ο Καραμανλής είχε αναφέρει στον Παπανδρέου ότι «θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως πολύ σοβαρή και ανησυχητική και διότι αυτή είναι η χειρότερη λύση του Κυπριακού, αλλά και λόγω των επιπτώσεων αυτής της εξελίξεως στις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία. Εάν η Τουρκία είχε εγκρίνει εκ των προτέρων την ενέργεια του Ντενκτάς (και αυτό πρέπει οπωσδήποτε να το διερευνήσει η Κυβέρνηση) τούτο θα σημαίνει ότι η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να ρυθμίσει δυναμικά τα προβλήματά της με την Ελλάδα» ( Σβολόπουλος Κωνσταντίνος (γεν. επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τόμος 12, Αθήνα 1997, σελ. 338 ).
Στις 18 Νοεμβρίου του 1983 το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 541, το οποίο προτάθηκε από τη Βρετανία και αποδοκιμάζει, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη, με την οποία επιχειρείται η απόσχιση τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη θεωρεί νομικά άκυρη και ζητεί την ανάκλησή της. Ταυτόχρονα, ζητεί επείγουσα και αποτελεσματική εφαρμογή των ψηφισμάτων 365 (1974) και 367 (1975) και καλεί όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Το ψήφισμα υιοθετήθηκε με 13 ψήφους υπέρ (συμπεριλαμβανομένων των ψήφων των πέντε Μονίμων Μελών) με μία ψήφο εναντίον (Πακιστάν) και μία αποχή (Ιορδανία). Σημειώνεται ότι το πρώτο προσχέδιο που ετοιμάσθηκε από τους Βρετανούς προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Γ. Ιακώβου. Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών έδωσε στους Βρετανούς ένα προσχέδιο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος βρισκόμενος στο αεροπλάνο καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ. Η βρετανική πλευρά, αν και στην αρχή θεώρησε «πολύ προχωρημένο το κείμενο, υποστηρίζοντας ότι θα ασκούσαν βέτο οι ΗΠΑ», στη συνέχεια υπαναχώρησε. Προηγήθηκε καυγάς του Γιώργου Ιακώβου με το Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Βρετανίας. Στη Νέα Υόρκη για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για το ψήφισμα είχαν μεταβεί και οι αρχηγοί των κομμάτων (Εζεκίας Παπαϊωάννου ΑΚΕΛ, Γλαύκος Κληρίδης ΔΗΣΥ, Βάσος Λυσσαρίδης ΕΔΕΚ και εκ μέρους του ΔΗΚΟ ο Αλέξης Γαλανός). Στη Λευκωσία υπήρξαν κινητοποιήσεις με κορυφαία στιγμή το παγκομματικό συλλαλητήριο, στις 22 Νοεμβρίου, με ομιλητή τον τότε Πρόεδρο της Βουλής, Γεώργιο Λαδά.
Το ψευδοκράτος αναγνωρίστηκε, όπως αναμενόταν, από την Τουρκία, η οποία αρχικά δήλωνε ότι δεν γνώριζε εκ των προτέρων τις αποφάσεις Ντενκτάς. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Τουρκμέν, ανέφερε πως η χώρα του αναγνώρισε το τουρκοκυπριακό «κράτος», καθώς αξιολόγησε τις δηλώσεις Ντενκτάς ότι αποσκοπεί στη λύση του Κυπριακού. Για μερικές ώρες είχε αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και το Μπαγκλαντές. Η έντονη παρέμβαση της Λευκωσίας προς την Ουάσινγκτον, οδήγησε τους Αμερικανούς να ζητήσουν από τη χώρα αυτή να ανακαλέσει την απόφασή της, όπως και έγινε.
Από το 1983 και εντεύθεν, η παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους δεν έχει ανακληθεί. Λειτουργεί με την οικονομική, πολιτική και οικονομική στήριξη της Τουρκίας, η οποία έχει και τον πλήρη έλεγχό του. Είναι σαφές πως στόχος της Άγκυρας παραμένει διά της αναβάθμισης του ψευδοκράτους η αναγνώρισή του, και η παράλληλη υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις συνομιλίες για το Κυπριακό η τουρκοκυπριακή πλευρά ξεκινά από την αφετηρία ότι υπάρχουν «δυο οντότητες, δυο κράτη, που θα προχωρήσουν στη σύσταση ενός νέου συνεταιρισμού». Το 1983 η Άγκυρα προχώρησε στη συγκεκριμένη ενέργεια, γνωρίζοντας ότι το παράνομο εκείνο μόρφωμα δεν θα τύγχανε διεθνούς αναγνώρισης. Επένδυσε, ωστόσο, σε εκείνη την κίνηση, έχοντας διαμορφώσει ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.