Πάνω από εκατό χρόνια πριν, δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, στερεοφωνικά, ή τηλεοπτικά παιχνίδια, δεν υπήρχαν χρήματα για ακριβά παιχνίδια και οι γονείς μας ήταν πολύ απασχολημένοι για να ασχοληθούνε μ΄εμάς.
Ευτυχώς η κίνηση στους δρόμους ήταν μικρή η δεν υπήρχε, οπότε ο δρόμος ήταν η παιδική χαρά μας: οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, καθώς και στους μικρούς κήπους μπροστά.Παίζαμε έξω έως ότου βράδιαζε και δεν βλέπαμε πια.
Αλήθεια εμείς τι παίζαμε στα παιδικά μας χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν τα καταστήματα συνεργοί στην εγκληματική μας τακτική να στερούμε από τα παιδιά και τα εγγόνια μας τη λαχτάρα της προσμονής ενός δώρου;
Και τι δεν παίζαμε αλήθεια αφού είχαμε και χρόνο ελεύθερο και αλάνες και όσα δεν μπορούν να βρουν τα σημερινά παιδιά στα κατάφορτα από παιχνίδια δωμάτιά τους... Τι ωραίες οι στιγμές εκείνες που αναζητούσαμε την ευκαιρία για... ξεπόρτισμα.
Με την εμφάνιση του πρώτου «δραπέτη» από την οικογενειακή επίβλεψη, στο λεπτό γέμιζε η γειτονική αλάνα. Κι εκεί να δεις φωνές με το σχοινάκι, τα μήλα, τα καρύδια, το «Βαγγέο». Και τι δεν παίζαμε με τα πενιχρά μέσα της εποχής. Μέχρι που έβγαινε ο συνήθης «στριμμένος» γείτονας που με την στεντόρεια φωνή του μας υποχρέωνε να λουφάξουμε στην εστία μας όπου βεβαίως περίμενε ένα «επώδυνο» μερτικό όσους είχαν ξεπορτίσει χωρίς γονική άδεια.
Τσιλίκι
Παιζόταν από δυο παίκτες. Ο κάθε παίκτης κρατούσε μια βέργα, περίπου μισό μέτρο, την τσιλικόβεργα. Το τσιλίκι ήταν ένα μικρότερο κομμάτι ξύλου περίπου 25 εκατοστών. Το τσιλίκι ήταν πελεκημένο στις άκρες έτσι ώστε να είναι μυτερό και να εκτινάσσεται προς τα πάνω όταν το χτυπούσαν με την τσιλικόβεργα στις άκρες. Κάθε παίκτης έπαιζε με τη σειρά του.
Στο παίξιμό του έμοιαζε με το αμερικάνικο παιχνίδι "μπεηζμπωλ". Ζωγράφιζαν ένα κύκλο μέσα από τον οποίο το παιδί που έπαιζε πρώτο προσπαθούσε να διώξει όσο μπορούσε μακρύτερα το "τσιλίκι" που κρατούσε με το ένα του χέρι χτυπώντας το με την τσιλικόβεργα που είχε στο άλλο.
Αν το άλλο παιδί κατάφερνε να πιάσει το τσιλίκι στον αέρα τότε έχανε το πρώτο κι άλλαζαν ρόλους. Αν δεν τα κατάφερνε τότε είχε μια ακόμα ευκαιρία να "κάψει" τον αντίπαλό του αν πετύχαινε με το τσιλίκι που πετούσε από το σημείο στο οποίο είχε καταλήξει τον πρώτο παίκτη που καθόταν μέσα στον κύκλο. Ο πρώτος παίκτης τώρα δεν καθόταν να δεχτεί μοιρολατρικά το χτύπημα του αντίπαλου. Με την τσιλικόβεργα προσπαθούσε να χτυπήσει το τσιλίκι και να το επιστρέψει πίσω και μάλιστα όσο πιο μακριά γινόταν. Κι αυτό γιατί στη συνέχεια μετρούσαν πόσα βήματα μακριά από τον κύκλο είχε καταλήξει το τσιλίκι και για κάθε βήμα έπαιρνε πόντους.
Νικητής ήταν αυτός που συγκέντρωνε τους περισσότερους πόντους.
Τυφλόμυγα
Έδεναν τα μάτια ενός παιδιού με μαντίλι που γινόταν τυφλόμυγα Τα υπόλοιπα παιδιά στεκόταν γύρω του σε κύκλο. Η τυφλόμυγα προσπαθούσε να πιάσει ένα παιδί και ψηλαφώντας το να βρει ποιο είναι. Αν το έβρισκε γινόταν αυτό τυφλόμυγα και το πρώτο παιδί έμπαινε στον κύκλο μαζί με τα άλλα παιδιά.
Γιάντες
Όταν τα παιδιά συμφωνούσαν μεταξύ τους να παίξουν γιάντες, τότε πρόβαλαν το καθένα, το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού τους χεριού και τα έπλεκαν μεταξύ τους. Μετά έπαιρναν το κοκαλάκι της κότας που είναι μπροστά στο στήθος της και έχει σχήμα Υ (ύψιλον), κρατούσε το καθένα από μία άκρη και το έσπαζαν λέγοντας την λέξη «γιάντες» δηλ. στοίχημα. Αυτά τα δύο κοκαλάκια ήταν σημάδι ότι τα παιδιά έβαλαν στοίχημα. Έβαζαν γιάντες για ζωγραφιές, για πένες, μολύβια, βιβλία. Γελιόταν αν το ένα παιδί έπαιρνε από το χέρι του άλλου κάτι χωρίς να πει την λέξη «νουμ» δηλ. έχω το νού μου, το θυμάμαι το στοίχημα, βάζοντας το δαχτυλάκι του στο κεφάλι. Τότε έχανε το στοίχημα και έπρεπε να δώσει αυτό που έβαλαν στοίχημα. Αν όμως έλεγε «το νού’ μ» δηλ. έχω στο νού μου, τότε δεν έχανε.
Κλέφτες και αστυνόμοι
Παίζουν όσα παιδιά θέλουν και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία είναι οι κλέφτες και η άλλη οι αστυνόμοι. Οι αστυνόμοι προσπαθούν να πιάσουν τους κλέφτες, ακουμπώντας τους στην πλάτη. Αυτοί για να προφυλαχτούν, ακουμπούν με την πλάτη κάτω ή στον τοίχο. Αλλά και οι κλέφτες προσπαθούν συγχρόνως να τους ακουμπήσουν στην πλάτη τους αστυνόμους. Όποιον τον ακουμπήσουν στην πλάτη, βγαίνει από το παιχνίδι. Νικητής είναι όποια ομάδα μείνει με τα περισσότερα παιδιά.
Η μικρή Ελένη
Στο κέντρο κάθεται ένα παιδί που παίρνει εκείνη τη στιγμή το όνομα της μικρής Ελένης. Οι υπόλοιποι κάνουν ένα κύκλο και γυρνούν γύρω γύρω τραγουδώντας: "Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της. Σήκω επάνω, κλείσε τα ματάκια σου και πιάσε όποιον θες."
Εκείνη τη στιγμή η Ελένη πιάνει ένα παιδί και πρέπει με κλειστά τα μάτια να βρει ποιος είναι. Ύστερα μπαίνει μέσα αυτός που είχε πιάσει η μικρή Ελένη. Πάλι γίνονται οι ίδιες διαδικασίες.
Ο κλουτσοντενεκές
Είναι μια παραλλαγή του κρυφτού, μόνο που στη μέση της αυλή υπάρχει ένας τενεκές στον οποίο βρίσκεται το παιδί που τα φυλάει. Όταν κρυφτούν όλα τα παιδιά, τότε αυτός που τα φυλάει προσπαθεί να τα βρει.
Μόλις ανακαλύψει ένα παιδί τρέχει προς τον τενεκέ και πρέπει να τον πατήσει. Με τη σειρά του το παιδί που ανακαλύφθηκε από αυτό που τα φυλούσε τρέχει προς τον τενεκέ και προσπαθεί να προλάβει να τον κλωτσήσει πριν ο άλλος τον πατήσει. Αν δεν προλάβει μένει αιχμάλωτος του παιδιού που τα φυλούσε. Αν κάποιο παιδί κλωτσήσει τον τενεκέ, τότε ξελευτερώνει όλους τους αιχμαλώτους.