Το ιδιωτικό βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων ‘Fokus’ δημοσιεύει άρθρο του πολιτικού αναλυτή Άλεξ Αλεξίεφ, ο οποίος είναι γιος του διάσημου Βούλγαρου συγγραφέα και σκιτσογράφου Ράικο Αλεξίεφ και εγγονός του Νίκολα Αλεξίεφ, ακτιβιστή της «Μακεδονικής Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης»- VMRO Θεσσαλονίκης.
Εκατομμύρια μιλούν αγγλικά ως μητρική γλώσσα στις ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κλπ., αλλά μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει αποκαλέσει τη γλώσσα αυτή ως αμερικάνικη, καναδική, αυστραλιανή και ούτω καθεξής.
Στην Ευρώπη, υπάρχει μια μικρή ευημερούσα χώρα, η Ελβετία, η οποία επί αιώνες έχει τέσσερις επίσημες γλώσσες, καμία δεν αποκαλείται ελβετική.
Η γλώσσα της είναι βουλγαρική, η ‘μακεδονική’ είναι μια τοπική διάλεκτος και η ιστορία της είναι αυτή της Βουλγαρίας, μέχρι που έγινε μέρος της Γιουγκοσλαβίας το 1945.
Άλλοι επιμένουν ότι εάν η Βουλγαρία δεν δώσει προσοχή σε παραποιήσεις και προσβολές και κάνει ό, τι είναι δυνατόν για την οικονομική ενσωμάτωση της πΓΔΜ, τα πράγματα μελλοντικά θα διευθετηθούν.
Ίσως, αυτή του είδους η συμπεριφορά έχει προκαλέσει στο παρελθόν ορισμένους πολέμους και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα ξαναγίνουν.
Το στοιχειώδες ερώτημα που αξίζει να αναρωτηθεί κανείς είναι γιατί οι επικεφαλής της πΓΔΜ δεν μπορούν απλώς να παραδεχθούν ότι η γλώσσα τους είναι βουλγαρική, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών υποστηρίζει για να σώσουν όλους αυτούς τους πονοκεφάλους.
Για να απαντήσουμε όμως στην ερώτηση αυτή, πρέπει να εισέλθουμε σύντομα στην τραγική ιστορία των Βαλκανίων.
Πριν από αυτό, χρειάζονται μόνο λίγα λόγια για τη βουλγαρική γλώσσα.
Είναι μία από τις λίγες γλώσσες της σλαβικής οικογένειας, η οποία είναι αρκετά διαφορετική, καθιστώντας την δύσκολη την παραποίησή της. Η βουλγαρική και η ‘μακεδονική’ ή ‘βαρδαρική’ ως διάλεκτος, είναι η μόνη σλαβική γλώσσα που οι γλωσσολόγοι χαρακτηρίζουν ως ιδιαίτερη σλαβική των Βουλγάρων.
Τι συνέβη όμως σε αυτήν τη φτωχή βαλκανική επαρχία που την έκανε να συμπεριφέρεται με τρόπο ώστε να προτάσσεται ως ξεχωριστή;
Αυτό που συνέβη ονομάζεται κομμουνισμός που έχει παίξει έναν τυπικό καταστροφικό ρόλο τόσο στη Γιουγκοσλαβία όσο και στη Βουλγαρία.
Αυτή τη στιγμή ξεχνάμε το καυτό ψήφισμα του Στάλιν το 1948. Ο Τίτο δεν ήταν λιγότερο σατράπης ( με το δικό του Γκούλαγκ) και ως «ηγέτης των εθνών». Όσο για τους Βούλγαρους κομμουνιστές ήταν ποτέ οι υπάκουοι υπολοχαγοί του Κόμματος των Μπελσεβίκων και η ίδια η Γιουγκοσλαβία, παρά τις απαιτήσεις της «αδελφοσύνης και ενότητας» ήταν πάντοτε μια Σερβική Ομοσπονδία, όπως έγινε γνωστό έμπρακτα όταν άρχισε να καταρρέει μετά το θάνατο του Τίτο το 1980.
Η Σερβική κυριαρχία στη Μακεδονία του Βαρδάρη άρχισε πολύ νωρίτερα, όταν τον Φεβρουάριο του 1934 η Κομιντέρν ονομάστηκε χαριτολογώντας ως «Σοβιετικό Επαναστατικό Υπουργείο», κρίνοντας ότι υπάρχει ‘μακεδονικό’ έθνος και ‘μακεδονική’ γλώσσα.
Λίγο αργότερα οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές (που υποστηρίζονταν από τους υπάκουους στη Μόσχα, Βουλγάρους) ανακοίνωσαν ότι το σύνολο της γεωγραφικής Μακεδονίας, ένα κομμάτι της Βουλγαρίας και η ελληνική Μακεδονία, ήταν τα μέρη που πρέπει να περιλαμβάνονται στη χώρα που θα εγγυάται η Σοβιετική Ένωση, και έτσι ανοιχτά ανακοινώθηκαν οι εδαφικές απαιτήσεις έναντι αυτών των χωρών.