Τις δραματικές ώρες που έζησε εν πλω έξω από το λιμάνι της Ραφήνας περιέγραψε η νοσοκόμα Βίκυ Παππά στο Down Town και τη Φανή Πλατσατούρα.
«Ήμασταν με τον σύζυγό μου στην Τήνο για ολιγοήμερες διακοπές. Φτάνοντας με το καράβι στην Άνδρο είδαμε καπνό από μακριά και νομίζαμε ότι πήρε φωτιά το νησί. Μετά ανοίξαμε τις τηλεοράσεις και παρακολουθούσαμε την Κινέτα, τον Νέο Βουτζά και το Μάτι να καίγονται. Η μητέρα μου βρισκόταν στον Νέο Βουτζά γιατί φυλούσε τα παιδιά μιας οικογένειας. Την έπαιρνα επανειλημμένα τηλέφωνο μέσα από το καράβι και δεν απαντούσε. Στις 17:30 το απόγευμα την βρήκα και τρομαγμένη μου είπε “Βίκυ, θα καούμε ζωντανοί”.
Το σπίτι της οικογένειας που πρόσεχε είχε ήδη καεί ολοσχερώς και βρίσκονταν εγκλωβισμένοι μέσα στα αυτοκίνητά τους σε κεντρικό δρόμο στον Νέο Βουτζά. Εκείνη την ώρα, όπως με ενημέρωσε, δεν υπήρχε κανένας συντονιστής, καμιά πυροσβεστική και κανένα ασθενοφόρο. Σύντομα χάθηκε το σήμα και το πλοίο μας σταμάτησε στη μέση της θάλασσας. Από τους καπνούς δεν μπορούσε να προσεγγίσει στο λιμάνι της Ραφήνας.
Βγήκαμε στο κατάστρωμα και είδαμε κόσμο να φωνάζει βοήθεια με τους φακούς στα χέρια. Παιδάκια 5-7 χρονών, τουρίστες και κάτοικοι της περιοχής βρίσκονταν μέσα στη θάλασσα, κολυμπούσαν προς το μέρος μας και ζητούσαν να τους πετάξουμε ένα σωσίβιο. Επί έξι ώρες πάλευαν με τα κύματα. Δίπλα μας είχε έρθει και ένα πλοίο από τη Νάξο και ήδη βοηθούσε όσους έβλεπε στη θάλασσα. Εμείς μαζέψαμε έντεκα ανθρώπους. Απέναντί μας η Ραφήνα ήταν κατακόκκινη, έμοιαζε με βομβαρδισμένη πόλη της Συρίας και από τους καπνούς δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε.
Είμαι νοσοκόμα και άρχισα να δίνω απευθείας τις πρώτες βοήθειες. Ευτυχώς είχα στην τσάντα μου κολλύριο για τα μάτια και γάζες που έβαζα σε όσους είχαν ανοιχτές πληγές. Πάνω στο πλοίο δεν υπήρχε γιατρός. Κάποιες Λιβανέζες τουρίστριες είχαν μελανιές από το κρύο στη θάλασσα και από τα βράχια. Μας είπαν πως βρίσκονταν 13 συνολικά άνθρωποι μέσα σε μια βάρκα όταν ένα κύμα πέντε μέτρων πέρασε από πάνω τους, αναποδογύρισε τη βάρκα και διασκορπίστηκαν όλοι στη θάλασσα.
Εμείς σώσαμε τους έξι και το πλοίο Naxos άλλους έξι, εκ των οποίων και ένα μικρό κοριτσάκι που δυστυχώς, πέθανε. Οι άνθρωποι έκλαιγαν και μάς ευχαριστούσαν, εάν δεν τους περισυλλέγαμε εμείς δεν πιστεύω ότι θα τα κατάφερνε το Λιμενικό. Ήταν ήδη εξαντλημένοι και θα πνίγονταν. Κυρίως παιδιά τριών, πέντε και επτά χρονών. Τους φέραμε κουβέρτες και στολές του πληρώματος για να αλλάξουν. Τα δικά τους ρούχα ήταν μούσκεμα. Τους προσφέραμε νερό, φαγητό, ισοθερμικά και τους πήραμε την πίεση.
Φτάνοντας τελικά, στη Ραφήνα μπόρεσα να καλέσω τη μητέρα μου. Ευτυχώς είχε σωθεί, μαζί και η οικογένεια που πρόσεχε. Πήγαμε ύστερα, σε πνευμονολόγο και μας είπε ότι έχει καεί το εσωτερικό του λαιμού της και οι βλεννογόνοι αδένες αλλά θα γίνει καλά. Όπως μου αποκάλυψε αργότερα, ήταν μέσα στο αυτοκίνητό της στη Λεωφόρο Μαραθώνος από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις επτά το απόγευμα και δεν είχε πάει κανείς να την βοηθήσει. Η αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου είχε καεί ολοσχερώς. Τα αυτοκίνητα που ήταν πίσω από αυτό της μητέρας μου, φορτωμένα με οικογένειες, από ένα σημείο και μετά χάθηκαν μέσα στους καπνούς. Δεν ξέρουμε τι απέγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι».