Δημοσιεύματα και αναλύσεις για το χθεσινό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα φιλοξενεί ο γερμανικός Τύπος.
«Μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα: ‘Η Μακεδονία είναι ελληνική'» είναι ο τίτλος τηλεγραφήματος του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων dpa.
«Διαδηλωτές ζητούν από την ΠΓΔΜ αλλαγή ονόματος», είναι ο τίτλος δημοσιεύματος που φιλοξενεί στην ιστοσελίδα της η Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk.
«Στην ελληνική πρωτεύουσα, την Αθήνα, πολλοί άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους εξαιτίας της διαμάχης για το όνομα με τη γειτονική ‘Μακεδονία' (σ.σ. η συντριπτική πλειονότητα των Γερμανών αρθρογράφων και σχολιαστών αναφέρεται στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως «Μακεδονία» - για την ακρίβεια «Mazedonien» έναντι «Makedonien» που χρησιμοποιούν για την Ελλάδα). Αξιώνουν το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του ονόματος. Οι διοργανωτές υπολογίζουν με έως και ένα εκατομμύριο συμμετέχοντες» αναφέρει η Deutschlandfunk, προσθέτοντας: Στην παρούσα φάση διαμεσολαβούν μεταξύ των δυο πλευρών τα Ηνωμένα Έθνη. […] Η διένεξη στέκεται εδώ και χρόνια εμπόδιο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (σ.σ. της ΠΓΔΜ) με Ε.Ε. και ΝΑΤΟ».
Το περιοδικό Der Spiegel από την πλευρά του επιχειρεί να εξηγήσει στους αναγνώστες του τη διένεξη μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ με τη βοήθεια του καθηγητή Ιστορίας του Πολιτισμού της ανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας Στέφαν Τρεμπστ.
Ερωτηθείς εάν υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που επιτάσσουν να μην χρησιμοποιεί η ΠΓΔΜ το συνταγματικό της όνομα, ο καθηγητής Στέφαν Τρεμπστ σημειώνει: «Από ελληνική σκοπιά ελλοχεύει κίνδυνος για τη χώρα εάν το όνομα μιας γειτονικής χώρας απορρέει από την ομώνυμη ελληνική επαρχία της Μακεδονίας. Αυτό είναι παράλογο διότι η Ελλάδα είναι εδώ και δεκαετίες χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και διαθέτει έναν δυσανάλογα μεγαλύτερο στρατό από τη μικροσκοπική ΠΓΔΜ. Γι΄ αυτό και θεωρώ τόσο για λόγους ασφαλείας όσο και εξωτερικής πολιτικής παράλογη την ελληνική θεώρηση».
Το ίδιο κατηγορηματικός είναι ο Στέφαν Τρεμπστ και στο ερώτημα κατά πόσο είναι δικαιολογημένοι οι φόβοι για άμεσες ή έμμεσες εδαφικές διεκδικήσεις των Σκοπιανών: «Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τίτο είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ορισμένες παράλιες περιοχές της βόρειας Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης της πόλης της Θεσσαλονίκης ανήκουν στη Γιουγκοσλαβία. Το 1991, όταν η ΠΓΔΜ ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, εθνικιστές Έλληνες πολιτικοί αλλά και τμήματα της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας το επανέφεραν αυτό στη συνείδηση των πολιτών. Ωστόσο κανένας πολιτικός στην ΠΓΔΜ που θέλει να θεωρείται σοβαρός, δεν προβάλει αλυτρωτικές διεκδικήσεις».
Ο καθηγητής Ιστορίας του Πολιτισμού της ανατολικής Ευρώπης εκτιμά ότι ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ζάεφ τελεί υπό ασφυκτικές πιέσεις και πως η επιδιωκόμενη συμφωνία με την Ελλάδα συνιστά μεγάλη δοκιμασία για τον ίδιο που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το πολιτικό του μέλλον, διότι η συμφωνία θα άνοιγε το δρόμο για την ένταξη της χώρας του σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε.. Όπως εκτιμά εάν δεν επιτευχθεί αυτή η συμφωνία, τότε τα πράγματα για την ΠΓΔΜ «θα είναι ακόμη χειρότερα και από τα τελευταία δέκα χρόνια του εθνικιστικού καθεστώτος».
Η μη λύση «ενδέχεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ της σλαβόφωνης πλειοψηφίας και της μεγάλης αλβανικής μειονότητας» συμπληρώνει ο ίδιος.