Στα θέματα της Συνταγματικής Αναθεώρησης και των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας αναφέρεται ο Σταύρος Καλαφάτης, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης της ΝΔ, σε άρθρο του στην ιστοσελίδα newpost.
Αναλυτικά σημειώνει:
«Προετοιμαζόταν από καιρό, τόσο για τη δρομολόγηση της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, όσο και για τις πρωτοβουλίες που θα του επέτρεπαν να ισχυριστεί πως προχωρά στο διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας. Περίμενε, ωστόσο, ο Αλ. Τσίπρας - και είναι αποκαλυπτικό των σκοπιμοτήτων του - την είσοδο της χώρας σε προεκλογική περίοδο. Και έθεσε, σχεδόν ταυτόχρονα, τρία θέματα, συνδυάζοντας ιδεοληψίες και απόπειρες εξαπάτησης, παραμερίζοντας παραδόσεις του Έθνους και προσδοκώντας κομματικά οφέλη.
Η αρχή έγινε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του όταν ο Αλ. Τσίπρας, ανακοινώνοντας τη δρομολόγηση της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, τόνιζε κατά λέξη: «Έχει έρθει ο καιρός να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους με ό,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά». Αναφερόταν στο άρθρο 3 που ορίζει ως «επικρατούσα στην Ελλάδα την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού» και πρότεινε την εισαγωγή της φράσης «το ελληνικό κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο». Δεν αναφερόταν, δηλαδή, στη θρησκευτική ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται ρητά με το άρθρο 13, αλλά ανακοίνωνε την επιβολή συνταγματικής δέσμευσης του κράτους να στέκεται μακριά από όλες τις θρησκείες περιλαμβανομένης της Ορθοδοξίας. Ομολογούσε, μάλιστα, ότι η συνταγματική αυτή δέσμευση του Κράτους θα επιφέρει κανονιστικές και πρακτικές συνέπειες, χωρίς να διευκρινίζει τι ακριβώς προεξοφλεί και σε τι αποβλέπει.
Το δεύτερο θέμα αφορά στη μισθοδοσία του κλήρου. Συμφωνήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπό, όπως ανακοίνωσε ο Αλ. Τσίπρας μετά τη συνάντησή τους, να καταβάλλει το Κράτος στην Εκκλησία το ποσό που διατίθεται σήμερα για τη μισθοδοσία των κληρικών, έτσι ώστε αφενός να διαγραφούν από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών και το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου και αφετέρου να αναλάβουν οι Μητροπόλεις την καταβολή των μισθών τους. Ενώ, ωστόσο, το κόστος για το κράτος θα παρέμενε στο ίδιο ακριβώς ύψος, είχε το θράσος να ισχυριστεί ότι αδειάζουν τάχατες 10 χιλ. θέσεις δημοσίων υπαλλήλων και ότι η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε ισάριθμους διορισμούς. Βάφτιζε τους ιερείς «ιδιωτικούς υπαλλήλους», αγνοούσε τις ανησυχίες για τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους και περιφρονούσε τόσο το έργο που επιτελούν, όσο και την τεράστια προσφορά τους στα χρόνια της κρίσης.
Το τρίτο θέμα αφορά στην ίδρυση Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και έρχεται από το πρόσφατο παρελθόν. Και στο θέμα αυτό θα μπορούσε να υπάρξει ευρύτατη συναίνεση τόσο στους κόλπους της Εκκλησίας, όσο και μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Είναι, άλλωστε, καλά γνωστό ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2013, είχε αναλάβει τη σύσταση κοινής εταιρείας Κράτους-Αρχιεπισκοπής Αθηνών για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά την υλοποίηση της πρωτοβουλίας εκείνης ματαίωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντί, λοιπόν, της συναίνεσης και της παραδοχής ότι τα όποια ζητήματα μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας μπορεί να λυθούν νομοθετικά, χωρίς αλλαγή του άρθρου 3, ο κ. Τσίπρας κατάφερε, με τους έως τώρα χειρισμούς του, να στρέψει εναντίον του τις πολιτικές δυνάμεις και να διχάσει την Εκκλησία. Θα προκαλέσει, μάλιστα, μείζονα κρίση εάν επιμείνει στους εκβιαστικούς υπαινιγμούς του πως θα προχωρήσει μόνος. Και βέβαια πέραν της ανώφελης τρικυμίας δεν θα καταφέρει τίποτε, καθώς πολύ σύντομα μια νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα βάλει φραγμό στα ανίερα σχέδιά του».