Βρισκόμαστε στην Ότσενα, ένα χωριό στα βουνά της Τραπεζούντας που μοιάζει σαν να βγήκε από παραμύθι. Είναι 2005 και με τον οπερατέρ της εκπομπής Οι Φάκελοι έχουμε πάει για να γνωρίσουμε τους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής. Το ξύλινο σπίτι έχει αγελάδες στο ισόγειο. Επάνω, τα δωμάτια ζεσταίνονται με μαντεμένιες σόμπες, όπου κάθε τόσο ρίχνουν κάτι σκληρά και στρογγυλά κάρβουνα που αργότερα καταλαβαίνουμε ότι είναι περιττώματα αγελάδας. Από την παραγωγή απευθείας στην κατανάλωση.
Η γιαγιά με το χρωματιστό μαντήλι στο κεφάλι με κοιτάζει και μοιάζει μπερδεμένη, δεν ξέρει σε ποια γλώσσα να μου απευθυνθεί. Ο ανιψιός της σκύβει και της λέει στο αυτί:
-(ανιψιός) Τ’ όνομά της εν Κατερίνα.
-(γιαγιά) Ντο να εν; (Πώς είναι;)
-(ανιψιός) Κατερίνα.
-(γιαγιά) Το hoş geldiniz λάγα λέγουν; (Πώς λένε το καλωσήρθατε;)
-(ανιψιός) Καλά έρθες.
-(γιαγιά) Καλά έρθες!
Μετά από εμένα της συστήνουν τον οπερατέρ, Χρόνη Τσιχλάκη, και την παρακινούν να του μιλήσει.
-(γείτονας) Με τον Χρόνο συντύχεσον! (Μίλα με τον Χρόνη)
-(γιαγιά) Ου πορώ εγώ, ατουνούς ουκ εγροικώ εγώ! (Δεν μπορώ, δεν τους καταλαβαίνω αυτούς!)
-(γείτονας) Γροικάς, γροικάς. Rumca συντύχεσον, Türkçe μη συντυχαίνεις. Σα παλαία. (Καταλαβαίνεις, καταλαβαίνεις. Ρωμέικα μίλα τους, όχι τουρκικά. Στην παλιά τη γλώσσα).
-(γιαγιά) Ναι, ναι, rumca, αμόν εμάς είναι. (Ναι, ναι, ρωμέικα, σαν εμάς είναι).
Και ο πάγος σπάει. Για τις επόμενες τρεις μέρες, θα δεχτούμε την πιο ζεστή φιλοξενία και θα μας ξεναγήσουν στο χωριό τους, στον μύλο για το καλαμπόκι, στο τζαμί, στο καφενείο όπου πάνε αυστηρά οι άντρες, στο ποταμάκι. Το ποντιακό τραπέζι θα στρωθεί αμέτρητες φορές και η γεύση από το χαβίτσι (ποντιακό φαγητό από καλαμποκάλευρο και βούτυρο) θα μείνει για καιρό στο στόμα μας.
Μια ελληνική διάλεκτος που μπήκε «στο ψυγείο»
Για τους περισσότερους κατοίκους της Ότσενα και των άλλων χωριών στους τρεις εναπομείναντες ελληνόφωνους θύλακες του Πόντου, δεν έχει καμία σημασία ότι η γλώσσα που μιλούν είναι ελληνικά· είναι απλά η γλώσσα των προγόνων τους. Αυτήν πρωτοάκουσαν από το στόμα της μάνας τους, σε αυτήν τους νανούρισαν οι γιαγιάδες, με αυτήν φλέρταραν τον πρώτο τους έρωτα.
«Πριν επισκεφθώ τον Πόντο για πρώτη φορά, αρχές της δεκαετίας του 1980, οι ειδήσεις που έφερναν Έλληνες ποντιακής καταγωγής που είχαν επισκεφθεί τη γενέτειρά τους ή τα πατρογονικά τους εδάφη, ότι δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι εκεί πέρα που μιλάνε ελληνικά, μού φαίνονταν σαν μύθοι και, πρέπει να πω, δεν τις πολυπίστευα», λέει ο –συνταξιούχος πια– καθηγητής Ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Πήτερ Μάκριτζ. «Πρωτοπήγα στον Πόντο με τη γυναίκα μου ως απλός τουρίστας, χωρίς καμία πρόθεση να μελετήσω τη διάλεκτο. Βρέθηκα όμως μια μέρα στην πόλη Çaykara (Κατωχώρι) και, προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι οι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά μεταξύ τους –μια ποικιλία όμως των ελληνικών που σχεδόν δεν καταλάβαινα. Αποφάσισα λοιπόν να μάθω ποντιακά στην Ελλάδα και να επιστρέψω στον Πόντο προκειμένου να κάνω μια γλωσσολογική έρευνα».
|
Ο Πήτερ Μάκριτζ. |
Αυτό ακριβώς έκανε σε δύο επισκέψεις του, το 1985 και το 1987, δημοσιεύοντας κατόπιν τις σχετικές εργασίες. Ακολούθησαν ο «ντόπιος» Ομέρ Ασάν με το βιβλίο του «Ο Πολιτισμός του Πόντου», που περιέχει μία γενική περιγραφή της διαλέκτου και η Ιωάννα Σιταρίδου από το πανεπιστήμιο του Cambridge, που μελετά τη γλώσσα της περιοχής. Έτσι έμαθε όλος ο κόσμος ότι στα ψηλά βουνά του Πόντου υπάρχουν ακόμα χωριά που μιλούν τα ποντιακά, ή ρωμέικα, όπως τα λένε κάποιοι (αρκετοί, όπως ο Πήτερ Μάκριτζ, διαφωνούν με αυτήν την ονομασία και προτιμούν την περιφραστική «η ελληνική διάλεκτος που ομιλείται σήμερα στον Πόντο». Εμείς για λόγους συντομίας θα την χρησιμοποιήσουμε στο παρόν κείμενο).
Ο λόγος που η γλώσσα «γλίτωσε» από την ανταλλαγή των πληθυσμών, είναι επειδή την μιλούν μουσουλμάνοι –οι οποίοι προήλθαν από τους μαζικούς εξισλαμισμούς του 15ου-18ου αιώνα. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν το 1923 έγινε η ανταλλαγή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που είχε ως κριτήριο τη θρησκεία, οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι είχαν τη δυνατότητα να παραμείνουν στην πατρίδα τους, στη Μικρά Ασία.
Έτσι, η διάλεκτος συνέχισε να μιλιέται, ελεύθερη από τις επιρροές που δέχτηκε η «αδελφή» της στην Ελλάδα, που ήταν μεγάλες «...τόσο από την Κοινή Ποντιακή, όσο φυσικά και από την Κοινή Νέα Ελληνική, οι οποίες έχουν “αλλοιώσει“ τον αρχικό της χαρακτήρα», όπως λέει ο Βασίλειος Σπυρόπουλος, καθηγητής Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, που έχει μελετήσει τη διάλεκτο της περιοχής. «Αντίθετα, η διαλεκτική ποικιλία όπως μιλιέται σήμερα στον Πόντο φαίνεται ότι έχει διατηρήσει πολλά από τα αυθεντικά της χαρακτηριστικά, καθώς δεν δέχτηκε την πίεση και την επίδραση άλλων ελληνικών ποικιλιών και παρέμεινε σε μία σχετική γλωσσική απομόνωση. Επομένως η καταγραφή και η μελέτη της μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε δομές και χαρακτηριστικά της αρχετυπικής μορφής της διαλέκτου».
Πράγματι, όπως ανακάλυψε ο Πήτερ Μάκριτζ καθώς έκανε την έρευνά του στο χωριό Uzungöl (Σαράχος), η γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι είχε αρχαία στοιχεία που δεν διατηρούνται σε καμία άλλη διαλεκτική ποικιλία των ελληνικών. «Η πιο μεγάλη έκπληξη ήταν ότι οι κάτοικοι της περιοχής έχουν διατηρήσει (έστω σε μικρή κλίμακα) το αρχαίο απαρέμφατο: λένε, π.χ., ουch επόρεσα ποίσειν α, ουch επόρεσες ποίσειν α κ.λπ., δηλ. δεν μπόρεσα να το κάνω, δεν μπόρεσες να το κάνεις κ.λπ., και ουch επόρεσα σταθήναι, ουch επόρεσες σταθήναι κ.λπ.. δηλ. δεν μπόρεσα να σταθώ, δεν μπόρεσες να σταθείς κ.λπ. (Το ουch –το ch προφέρεται όπως στα αγγλικά– είναι το αρχαίο ουκ). Οι γλωσσολόγοι στην Ελλάδα είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το φημολογούμενο “ποντιακό απαρέμφατο” ήταν μύθος, και ορισμένοι δυσκολεύτηκαν να με πιστέψουν όταν δήλωσα ότι πραγματικά υπάρχει και χρησιμοποιείται σήμερα. Άλλη έκπληξη είναι ότι στον Σαράχο δεν χρησιμοποιούν την πρόθεση “για” αλλά το “δε”, το οποίο κατάγεται από το αρχαίο “διά”, π.χ. δε τ’ εμέν, δηλ. για μένα».
|
Το χωριό Σαράχο. |
«Η ύπαρξη αρχαίων στοιχείων σε ποικιλίες της ελληνικής γλώσσας που ομιλούνται από ανθρώπους που δεν αυτοαποκαλούνται “Έλληνες” είναι κάτι που δεν θα περίμενε κανείς», προσθέτει ο Δρ Μάκριτζ.
Μια ελληνική γλώσσα που μπήκε στο ψυγείο, λοιπόν, και διατηρείται αναλλοίωτη; Και ναι και όχι. Κυρίως, όχι.
Τα ρωμέικα κατατάσσονται από την Unesco ανάμεσα στις «σίγουρα απειλούμενες γλωσσικές ποικιλίες. Οι λόγοι είναι δύο: οι σοβαρές επιρροές από την τουρκική, που είναι πλέον η κύρια γλώσσα της κοινότητας, και η αλλαγή στον τρόπο ζωής, που ώθησε τους περισσότερους να μετοικήσουν σε μεγάλες πόλεις, όπου η γλώσσα της δουλειάς, του σχολείου και των κοινωνικών επαφών είναι τα τουρκικά. Πλέον, τα μικρά παιδιά καταλαβαίνουν, αλλά δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να μιλήσουν τα ρωμέικα. Η γλώσσα είναι υπό εξαφάνιση.
|
Σήμερα μέσα σε ένα χωριό μπορεί πλέον κανείς να δει ακόμα και οκταώροφες πολυκατοικίες, συνήθως κτισμένες από ανθρώπους που μετανάστευσαν και έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό. |
Το πρωί οικοδομή, το απόγευμα αποστολή «διάσωση της γλώσσας»
Το ταξίδι μας στον Πόντο το 2005 το προκάλεσε ο Βάιος: ένας ρομαντικός και λίγο εμμονικός Πόντιος από το χωριό Ότσενα, που ζούσε τότε στη Νέα Μάκρη και περνούσε τη μισή μέρα (όταν δεν δούλευε στην οικοδομή) σκυμμένος πάνω από τον υπολογιστή του, ανθολογώντας λέξεις και εκφράσεις από το χωριό του, για να τις σώσει από τη λήθη.
|
Στο χωριό με φίλους. Στα αριστερά ο Βάιος Τουρσούν. |
Ακούγοντας τις αναμνήσεις του από το χωριό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την αγάπη του για μία εποχή αθώα και πλούσια σε ανθρώπινες σχέσεις. «Καταρχήν δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε καν ράδιο. Οπότε φαντάζεσαι, ξυπνάς πρωί πρωί και βρίσκεσαι με τους άλλους, χαμός γινότανε τότε από τον κόσμο, δεν είχε φύγει κανένας από το χωριό, και αυτός είναι όλος σου ο πλανήτης. Όταν ερχόταν το βράδυ και είχαμε εργατία –δηλαδή μαζευόμασταν όλοι μαζί, παιδιά, γυναίκες, κορίτσια, αγόρια, σε ένα σπίτι για να κάνουμε μία δουλειά– είτε αυτή ήταν να ξεφυλλίζουμε καλαμπόκια είτε κάτι άλλο, εκεί γινόταν όλο το μουχαπέτι, το παίξιμο, ο χορός, το να ερωτευτείς κάποιον. Όλα αυτά δίνανε μία χαρά στον κόσμο, δεν υπήρχε πλούσιος ή φτωχός, αισθανόμασταν πως όλοι ήταν δικοί μας. Η πόρτα πάντα ανοικτή, να μπει όποιος θέλει».
Κάποια στιγμή, όταν είχε έρθει ήδη στην Ελλάδα για δουλειά, ο Βάιος γνωρίστηκε με τον Πήτερ Μάκριτζ. «Είχα πάει σε κάποιο συνέδριο για την ποντιακή γλώσσα, και ήταν εκεί ο Μάκριτζ και μιλούσε για το απαρέμφατο που ανακάλυψε στη γλώσσα μας. Καθίσαμε τα είπαμε, και χάρηκε πολύ όταν έμαθε ότι μάζευα τέτοιες λέξεις. Μου είπε, “μάζευε όσες μπορείς, μπορεί κάποια μέρα να τις χρειαστείς, να τα δώσεις σε κάποιον να τις χρησιμοποιήσει, να μην πάνε χαμένες”. Έτσι κάπως ξεκίνησε η ιστορία. Πάνε 20 τόσα χρόνια και δεν έχω σταματήσει να μαζεύω λέξεις».
Από εκείνη την ημέρα, μπήκε στον Βάιο το μικρόβιο της δημιουργίας ενός ποντιακού λεξικού. Ήξερε πως ήταν ο μόνος που μπορούσε –και ήθελε– να κάνει αυτή τη δουλειά. «Από τότε που ασχολήθηκα, κατάλαβα ότι εμένα μου πέφτει μία δουλειά. Επειδή έχω έρθει στην Ελλάδα κι έχω μάθει διαφορετικά πράγματα εδώ, που δεν πρόκειται να τα μάθουν εκεί στην Τουρκία. Έτσι σιγά σιγά κατάλαβα ότι είμαι ο μοναδικός που μπορώ να κάνω κάτι πάνω σε αυτήν την ιστορία. Και δυστυχώς παραμένω ο μοναδικός, διότι για να κάνεις κάτι τέτοιο πρέπει να ξέρεις νέα ελληνικά, να μπορείς να διαβάσεις κάποια βιβλία για να καταλάβεις, λίγο με τα αρχαία ελληνικά να μπορέσεις να δεις τι σχέση έχουν τα ρωμέικα κ.λπ. Ε, όλα αυτά ούτε κανείς βρίσκεται στην Τουρκία σήμερα που να μπορεί να τα κάνει, ούτε στην Ελλάδα, που να ξέρει τα τουρκικά, τον τόπο εκεί και τα ρωμέικα».
Σήμερα, έχει ολοκληρώσει ένα λεξικό 15.000 λέξεων από τα ρωμέικα στα τουρκικά, που θα εκδοθεί όπως λέει τον Αύγουστο στην Κωνσταντινούπολη. «Το έκανα για τη νέα γενιά που ζει στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. Γιατί στις αρχές δεν ήξερα ούτε τι είναι μια γλώσσα να χάνεται. Σιγά σιγά συνειδητοποιείς ότι εδώ χάνεται η γλώσσα μου, το βλέπεις δηλαδή όσο περνάει ο καιρός. Τότε άρχισα το λεξικό για τους δικούς μας εκεί, ώστε να θυμούνται αυτά που ξέρουν και να μάθουν αυτά που δεν έχουν ακούσει».
Για την Ελλάδα, είχε ετοιμάσει ένα λεξικό με 500 ονομασίες φυτών και δέντρων, από τα ρωμέικα στα νεοελληνικά. «Γιατί τα φυτά;» τον ρωτάμε. «Επειδή τη γλώσσα άρχισα να τη μαζεύω από τις γυναίκες εδώ πέρα, και στη λίστα που μου κάνανε –τους έλεγα γράφτε μου τις λέξεις που θυμάστε– τους ερχόντουσαν όλο φυτά, δέντρα και χόρτα από τα βουνά και τα δάση μας».
«Εγώ δεν είμαι επαγγελματίας φυτολόγος ή βοτανολόγος. Ένας απλός χωριάτης από το χωριό είμαι, που μάζεψα τα φυτά μου όπως τα ονομάζανε οι δικοί μου σε ένα βιβλίο. Παράδειγμα κιντέα είναι ο κνίδος, νομίζω, στα αρχαία και τσουκνίδα στα νέα. Άλλο φυτό είναι η γαλατίτσα, όταν το σπας βγάζει γάλα, γι’ αυτό λέγεται έτσι. Είναι και τα γνωστά, λάχανα, αγγούρια, αρκετές ονομασίες είναι κοινές με τα νέα ελληνικά, παράδειγμα το γαϊδουράγκαθο, η φτέρη, το κάστανο, η οξέα. Το κλέρθι είναι η κλείθρα, εμείς το λέμε κλέρθι, το έλατο το λέμε αλάτι, σπεντάμι είναι ο σφένδαμος και πολλά άλλα». Το λεξικό περιέχει και 2.000 παράγωγά των ονομάτων. «Για παράδειγμα τη λέξη οξοκούκουτσο, δεν θα τη βρεις στα λεξικά. Είναι ο καρπός που βγάζει η οξιά. Όχι μόνο αυτό, οξόκλαδο, οξόριζο, οξόξυλο και οξόφυλλο. Όλα τα φυτά έχουν τέτοιες παράγωγες λέξεις. Αυτές λείπουν και από τον Παπαδόπουλο. Αν δεν καταγραφούν θα χαθούν για πάντα, καθώς σήμερα πια δεν χρησιμοποιούνται».
|
Ορισμένα από τα φυτά που περιγράφει ο Βάιος στο λεξικό του είναι ενδημικά του Πόντου, άλλα συναντώνται και αλλού. |
Η διαδικασία της συλλογής των λέξεων δεν ήταν καθόλου εύκολη. «Σου δίνει κάποιος ένα όνομα φυτού ή χόρτου, ας πούμε γαλατίτσα. Τι είναι γαλατίτσα; τον ρωτάς. Έχεις φωτογραφία; Μα δεν είναι η εποχή, λέει, βγαίνει μετά από 3 μήνες. Μετά από 3 μήνες χάνεις αυτόν τον άνθρωπο, έχει πάει στη δουλειά στην πόλη, ή έχει κοπεί η σχέση, τη λέξη την έχεις αλλά δεν ξέρεις τι σημαίνει. Μέχρι να βρεις ξανά κάποιον που να ξέρει τη γαλατίτσα να σου πει περίπου σε τι μοιάζει, αν έχει να σου στείλει φωτογραφία, είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Γιατί ο καθένας δεν κάθεται να ασχολείται μαζί σου. Δεν είναι εύκολο να βγει από την πόρτα να πάει στο βουνό να σου βγάλει φωτογραφία... για ποιον λόγο; Δεν πονάει ο καθένας όπως πονάω εγώ τη γλώσσα, δεν το βλέπει».
Στις συμπληγάδες δύο εθνικισμών
Η αλήθεια είναι πως τη συγκεκριμένη γλώσσα την «πονάνε» λίγοι. Και εκτός από τους γενικούς λόγους, που ισχύουν για όλες τις υπό εξαφάνιση διαλέκτους και εξηγήσαμε πιο πάνω, υπάρχουν και πολύ ειδικοί.
Την υπόθεση που είχα στο μυαλό μου για τους ειδικούς αυτούς λόγους, αποφάσισα να την «τεστάρω» πρώτα με τον Πήτερ Μάκριτζ. Ρώτησα λοιπόν: «Μήπως οι προσπάθειες να καταγραφεί η διάλεκτος σκόνταψαν στο γεγονός ότι είναι “παγιδευμένη” από τη μία πλευρά σε ένα κράτος που δεν θέλει να ξέρει πολλά για την ύπαρξή της, και από την άλλη στα χέρια των χριστιανών ποντιόφωνων, που συνδέουν τον χριστιανισμό άρρηκτα με τον πολιτισμό τους και έτσι τείνουν να αγνοούν μια γλώσσα που ομιλείται από μουσουλμάνους;». Η απάντηση ήταν θετική: «Δυστυχώς τα όσα υπονοείτε στην ερώτησή σας είναι απόλυτα σωστά. Τα συντηρητικά στοιχεία της ποντιακής διαλέκτου όπως ομιλείται σήμερα στη σημερινή Τουρκία παρέχουν πολύτιμα τεκμήρια για τη διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, όπως έχει υποστηρίξει η κ. Σιταρίδου. Στην Ελλάδα όμως το ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα στον σημερινό Πόντο είναι περιορισμένο».
Και ο Βάιος επιβεβαιώνει πως αρκετοί Έλληνες Πόντιοι ταυτίζουν την «ποντιοσύνη» με τη χριστιανοσύνη. «Άμα πας στη Θεσσαλονίκη, η παρέα που θα έχεις θα σε πρήζει κάθε μέρα, “γιατί δεν βαπτίστηκες;”. Στην Αθήνα κάπως τα πράγματα είναι πιο χαλαρά. Όταν όμως ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε όλες τις επαφές που είχα με Πόντιους προσπαθούσαν να βρούνε κάποιον κρυπτοχριστιανό και να πούνε “εύρηκα εύρηκα” να βγούνε στην πιάτσα να το φωνάζουν. Ήταν το όνειρό τους κάπως. Και αυτό δεν έχει τελειώσει, δυστυχώς».
Φυσικά, και ο τουρκικός εθνικισμός έχει παίξει τον σοβαρότατο ρόλο του. Η ποντιακή δεν ήταν ποτέ μία «ευπρόσδεκτη» ταυτότητα. Το κράτος φροντίζει να επεμβαίνει όπου μπορεί για να θυμίζει στους Πόντιους ότι είναι πρώτα από όλα Τούρκοι· ακόμα και με την παρουσία του στα πανηγύρια, που γίνονται το καλοκαίρι στα παρχάρια, τις κορυφές των βουνών όπου περνούσαν παραδοσιακά τους ζεστούς μήνες οι Πόντιοι. Το 2009 θελήσαμε με τον σύντροφό μου να μπούμε σε ένα τέτοιο πανηγύρι και χρειάστηκε να περάσουμε από οδόφραγμα με Τούρκους στρατιώτες, που έλεγξαν την ταυτότητά μας. «Παλιά ούτε φαντάροι ερχόντουσαν, δηλαδή ο ζανταρμάς που λέμε, ούτε τουρκικές σημαίες είχαμε στα πανηγύρια, ούτε τίποτα. Μετά μπήκε η πολιτική και μαζί με αυτήν μπήκε ο εθνικισμός, ο τουρκισμός και όλα έγιναν μπάχαλο», λέει ο Βάιος, που υποστηρίζει ότι σήμερα δεν υπάρχουν οδοφράγματα, όμως η παρουσία των φαντάρων είναι μόνιμη με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα.
|
Ο Βάιος Τουρσούν μέσα στην χαρακτηριστική ομίχλη που απλώνεται στα «παρχάρια». |
Το τουρκικό κράτος, σύμφωνα με τον Βάιο, φρόντισε και να διασκορπίσει τους μουσουλμάνους Πόντιους που έφευγαν από τα χωριά τους σε διαφορετικές περιοχές, ώστε να μην είναι όλοι μαζί. «Τους έχουν πάει στην Κύπρο ως εποίκους, στο Χατάι, στην Αλεξανδρέττα, μέσα εκεί που είναι Άραβες τους έχουν εγκαταστήσει, έχουν πάει και στην Ίμβρο, παντού».
Όμως ακόμα και αυτοί που πάνε στην Κωνσταντινούπολη, είναι σπάνιο να μένουν στην ίδια γειτονιά και πολύ γρήγορα γίνονται ένα με τους υπόλοιπους εσωτερικούς μετανάστες. «Πάνε στις φτωχές γειτονιές και ζουν με ανθρώπους από τα βάθη της ανατολής, από Καρς, Έρζουρουμ, Ικόνιο, από το Κουρδιστάν. Μέσα σε μια τέτοια γειτονιά δεν μπορείς να κάνεις τα δικά σου, δεν μπορείς να παίξεις, μπαίνεις σε έναν κόσμο που είναι πολύ συντηρητικός και πρέπει να φερθείς όπως φέρονται αυτοί». Γι' αυτό και οι περισσότερες Πόντιες μετά από λίγο καιρό φοράνε τη μαντήλα. «Αναγκαστική συμπεριφορά. Αλλιώς θα μιλάνε εναντίον της, θα πουν διάφορα πράγματα γι’ αυτήν και ο άντρας δεν το θέλει, ούτε η ίδια το θέλει, πιο ελεύθερα θα μπορέσει να πάει στο σχολείο, ή κάπου αλλού, στη λαϊκή, στο παζάρι, με τη μαντήλα» λέει ο Βάιος.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η μητρική γλώσσα μπαίνει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Και τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Η εξαφάνισή της σε μερικές δεκαετίες είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Μία σημαντική έκδοση
Φυσικά, μια γλώσσα δεν κρατιέται «με το ζόρι» ζωντανή. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να καταγραφεί και να μελετηθεί από τους ακαδημαϊκούς, προτού χαθεί ολοσχερώς. Εκεί παίζει μεγάλο ρόλο η χρηματοδότηση, που στην Ελλάδα είναι ελλιπέστατη. «Οι διάλεκτοι αποτελούν ζωντανό μνημείο της ιστορίας μας και σημαντικότατο κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομίας, το οποίο δυστυχώς έχει αγνοηθεί συστηματικά. Γενικά, η Ελλάδα είναι από τους ουραγούς στην Ευρώπη στη συστηματική μελέτη της διαλεκτικής διαφοροποίησης», λέει ο Βασίλειος Σπυρόπουλος. Αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος για τον οποίον η εργασία του Βάιου είναι σημαντική: «Η όποια προσπάθεια καταγραφής διαλεκτικού υλικού σήμερα, ακόμα και ερασιτεχνική, κρίνεται σημαντική ως μια διαφύλαξη υλικού, το οποίο η επιστημονική κοινότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει», προσθέτει ο κ. Σπυρόπουλος.
Όπως εξηγεί, για τους μελετητές δεν είναι τόσο σημαντικές οι λέξεις καθαυτές, αλλά όσα μας αποκαλύπτουν για τη γραμματική δομή της γλώσσας, καθώς «αποτελούν πρωτογενές υλικό μέσα από το οποίο μπορούμε να εκμαιεύσουμε πληροφορίες για τη φωνολογία και τη μορφολογία της διαλέκτου».
|
Το εξώφυλλο που έχει ετοιμάσει ο Βάιος για το φυτολογικό λεξικό του. |
Και ο Δρ Μάκριτζ υποστηρίζει ότι το έργο του Βαΐου πρέπει να εκδοθεί. «Το έργο του Βαχίτ Τουρσούν είναι πολύ σημαντικό και το εκτιμώ. Το λεξικό του πρέπει να είναι πολύ σημαντική συμβολή στη μελέτη του λεξιλογίου της ελληνικής γλώσσας που ομιλείται σήμερα στον Πόντο. Μακάρι να εκδοθεί!».
Σήμερα ο Βάιος βρίσκεται σε αναζήτηση χρηματοδότη για την έκδοση. Η γυναίκα και τα δύο του παιδιά έχουν πια συνηθίσει τη μανιώδη ενασχόλησή του με τη γλώσσα και αποδέχονται πλήρως ότι ο Βάιος είναι ένας άνθρωπος «σημαδεμένος». Τελικά, για ποιον το κάνει όλο αυτό; Για τη γλώσσα ή για τον εαυτό του; Και για τα δύο, από ό,τι φαίνεται. «Πάντα ήθελα να είμαι στο χωριό, δεν ήθελα να μείνω μακριά από τους φίλους μου, από τον τόπο που γεννήθηκα. Πάντα ήθελα να είμαι κοντά στη γλώσσα μου, κοντά σε κάτι που να είναι δικό μου. Και προσπάθησα ίσως με τη μητρική μου γλώσσα να τα βρω αυτά που χρειαζόμουν, για να μου περάσει η νοσταλγία. Και η νοσταλγία μετατράπηκε σε αγάπη, ίσως και σε έρωτα εκ των υστέρων».
Αρχισυντάκτρια του inside story. Εργάστηκε σαν δημοσιογράφος στην εκπομπή Φάκελοι στο Mega και Νέοι Φάκελοι στον ΣΚΑΪ (2002-2011). Έχει πραγματοποιήσει δημοσιογραφικές αποστολές σε πολλές χώρες και πιστεύει ότι πίσω από τα πάντα κρύβεται μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί.