Έτσι περιγράφει στη Γερμανική Ραδιοφωνία (Deutschlandfunk) την πρώτη περίοδο της ελληνικής κρίσης, ο Ούντο Μπούλμαν, ο επικεφαλής της ευρωομάδας των Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όταν ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξέφραζε αμφιβολίες για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. «Όλα αυτά έχουν καταγραφεί πολλές φορές, όμως ακόμα και τώρα που λέγεται ότι έχει ξεπεραστεί η κρίση, δεν έχουν ξεχαστεί, αντιθέτως έχουν αφήσει βαθιά σημάδια», παραδέχεται στο ρεπορτάζ της με τίτλο «Ευρώπη- Tι χωρίζει το Βορρά από το Νότο» η Γερμανική Ραδιοφωνία, τονίζοντας ότι «αξιωματούχοι από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο την περίοδο εκείνη υπαγόρευαν τους νόμους σε χώρες που έχρηζαν βοήθειας».
Ο αυστριακός Τόμας Βίζερ, επικεφαλής του Euroworking Group από το 2012 έως το 2018, υποστηρίζει ότι ο ευρωπαϊκός Βορράς επωφελήθηκε τα μέγιστα από το ευρώ και ο ευρωπαϊκός Νότος, υπό αυτή την έννοια, έχει δίκιο όταν ζητά να μπει στην ατζέντα λίγη περισσότερη αλληλεγγύη.
Ο Βίζερ υπενθυμίζει ότι η Bild ζητούσε από την Ελλάδα να πουλήσει τα νησιά της ή την Ακρόπολη.
Στη Γερμανία, αλλά και στον ευρωπαϊκό Βορρά, κυριαρχούσε το στερεότυπο των «φυγόπονων Νοτίων, που ήθελαν να βάλουν χέρι στο πορτοφόλι των Βορείων». Ο Βίζερ συστήνει στους αρμόδιους να κάνουν μια ανοιχτή συζήτηση για θέματα, όπως η απογοήτευση από τα στερεότυπα και οι προσδοκίες για υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, ώστε να αντιμετωπιστεί η έλλειψη εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την ΕΕ και να γεφυρωθεί το χάσμα Βορρά-Νότου. Εάν δεν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα παγιωθεί το ευρωπαϊκό πολιτικό τέλμα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Βίζερ.
Η Γερμανική Ραδιοφωνία ομολογεί όμως ότι 11 χρόνια μετά την κρίση, η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να ενσωματώσει σε μια ιδέα τη δημοσιονομική ευθύνη των κρατών-μελών από τη μία πλευρά και την εγγύηση μιας αλληλέγγυας στήριξης από την άλλη.
«Οι βορειο-ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν σταθερότητα και δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη των νότιων χωρών. Τα στερεότυπα αυτά ενισχύθηκαν με τη δημοσιονομική κρίση και παραλύουν μέχρι σήμερα το καθημερινό έργο της ΕΕ- και τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης» αναφέρεται στο ρεπορτάζ. Την απογοήτευσή του εκφράζει και από την άλλη πλευρά ο Χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής Μάρκους Φέμπερ, υποστηρίζοντας ότι στις αρχές της κρίσης το ελληνικό Κοινοβούλιο ήταν μεν πρόθυμο να νομοθετήσει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά η διοίκηση των υπουργείων και η αποκεντρωμένη διοίκηση δεν ήταν πρόθυμη να τις εφαρμόσει.
Ο Λούκας Γκούτενμπεργκ του Jacques Delors Institut, με έδρα το Βερολίνο, τονίζει ότι είναι ενδεικτικό, ένδεκα χρόνια μετά την κρίση, ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι είδους κρίση πέρασε η ΕΕ. Ο ευρωπαϊκός Βορράς κάνει λόγο για κρίση χρέους (των νότιων χωρών), ενώ ο ευρωπαϊκός Νότος μιλά για κρίση του ευρώ. Τα δύο διαφορετικά αφηγήματα σφραγίζουν το διάλογο ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον Γκούτενμπεργκ αναφορικά με το «τι πρέπει να γίνει» προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση, ενώ οδηγούν, παράλληλα, σε εκατέρωθεν αλληλοκατηγορίες.
Αδιαμφισβήτητα, τα στερεότυπα ήταν αποτέλεσμα υπερβολών των ΜΜΕ, τα οποία όμως τροφοδοτήθηκαν από την πολιτική και μέχρι σήμερα φρενάρουν τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, όπως σημειώνει η Γερμανική Ραδιοφωνία. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι πρέπει να αλλάξει η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης μέσω της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης, της δημιουργίας του λεγόμενου backstop και της ασφάλισης των καταθέσεων. Οι εργασίες, ωστόσο, δεν προχωρούν, τόσο γιατί υπάρχουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τις λεπτομέρειες όσο και γιατί συνεχίζουν οι συζητήσεις να αμαυρώνονται από τα στερεότυπα.
Πολλές προτάσεις έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια (ταμείο εξόφλησης χρεών, ασφάλιση έναντι της ανεργίας, προϋπολογισμός για την ευρωζώνη), αλλά δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος. Αξιοσημείωτη είναι η στάση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία, αντί να αναζητά ένα κατευθυντήριο συμβιβασμό με τη Γαλλία, έχει αφήσει τη λεγόμενη «χανσεατική ομάδα» κρατών, υπό την ηγεσία της Ολλανδίας, να αποδομήσει τις γαλλικές προτάσεις. Όταν επετεύχθη αυτό, οι Γερμανοί διπλωμάτες κόμπαζαν για την έξυπνη τακτική τους που άφησε τον Μακρόν στο κενό, επισημαίνει η Deutschlandfunk.
Κατά την άποψη του Λούκας Γκούτενμπεργκ, το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η γερμανική πλευρά ουσιαστικά δεν ξέρει τι θέλει στο θέμα της ευρωζώνης, πώς ακριβώς οραματίζεται δηλαδή μια μετα- Μάαστριχτ ευρωζώνη. Αυτό επισημαίνει και η γαλλική πλευρά, ότι δηλαδή παλαιότερα οι Γερμανοί προσδιόριζαν αυτό που ήθελαν, για παράδειγμα ξεκάθαρους κανόνες για την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά τώρα δεν θέλουν τίποτα, πράγμα που καθιστά δύσκολη και απογοητευτική τη διαπραγμάτευση.