Στο 2,9% του ΑΕΠ θέτει τον πήχη των προβλέψεων για το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα η Τράπεζα της Ελλάδος, έναντι αρχικού στόχου για 3,5% ενώ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα κινηθεί στο 1,9%.
Στην έκθεση νομισματικής πολιτικής επισημαίνονται καθυστερήσεις στην διαχείριση των κόκκινων δανείων ( 80 δισ. ευρώ), οπισθοδρομήσεις στις μεταρρυθμίσεις και μια σειρά προκλήσεων στη βάση εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επιμένει στην απόλυτη προτεραιότητα η οποία θα πρέπει να δοθεί στην τόνωση των επενδύσεων και τη διαφύλαξη του θετικού κλίματος που έχει διαμορφωθεί έναντι των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας στις αγορές.
«Η αντίδραση των αγορών τις τελευταίες εβδομάδες, με τη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, είναι ένας καλός οιωνός για το μέλλον, αρκεί βεβαίως οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί να επιβεβαιωθούν από έγκαιρες κινήσεις στην οικονομική πολιτική, που αφορούν το επενδυτικό κλίμα» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, για μία ακόμα φορά η Τράπεζα της Ελλάδος τάσσεται υπέρ της αναγκαίας μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα σε συνεννόηση με τους θεσμούς ενώ ασκεί εμμέσως κριτική στην πολιτική των υπερπλεονασμάτων. « Οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και η παρατηρούμενη συστηματική υπέρβασή τους, με έμφαση στην αύξηση των φόρων και την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, επιβραδύνει την ανάκαμψη και ασκεί αρνητική επίδραση στο μακροχρόνιο δυνητικό προϊόν της οικονομίας» σμειώνεται.
Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, η ΤτΕΕΛΛ +0,69% λαμβάνοντας υπόψη τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή, προβλέπει πως για το 2019, με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ.
Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας υπόκεινται σε σημαντικούς εξωτερικούς και εγχώριους κινδύνους, σημειώνεται στην έκθεση.
Όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορούν ναπροκύψουν από μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού, από μια πιθανή απότομη διόρθωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, που θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος και να περιορίσει τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, από το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit) και άλλες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σε ότι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων ή και ακύρωσή τους θα επιδράσουν αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα και την οικονομική δραστηριότητα. Υπάρχουν επίσης σημαντικοί κίνδυνοι στο δημοσιονομικό τομέα λόγω των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, η δημοσιονομική επίπτωση των πρόσφατων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων ξεπερνά το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη. Συνεπώς, η υιοθέτηση των επεκτατικών μέτρων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επαναξιολογήσει την επίδραση των μέτρων το φθινόπωρο του 2019. Επιπλέον δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2020 και το 2021 συνδέονται με την κατάργηση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου ορίου στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και των αντισταθμιστικών του μέτρων.
Εννέα προτάσεις
Σύμφωνα με την έκθεση νομισματικής πολιτικής δεδομένων των προκλήσεων και των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, προτεραιότητα την επόμενη περίοδο θα πρέπει να δοθεί στις ακόλουθες πολιτικές, που έχουν ως στόχο τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις.
Απαιτείται δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών.
Είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.
Απαιτείται η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και μια πιο επιθετική πολιτική προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων.
Πρέπει επίσης να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου.
Είναι καταλυτικής σημασίας όχι μόνο να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές.
Σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής φιλικότερο προς την ανάπτυξη.
Είναι αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, στην αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και στην εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλες τις επιχειρήσεις και φορείς της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, από ένα μέγεθος και πάνω.
Πρέπει να ενισχυθεί το “τρίγωνο της γνώσης”, δηλαδή η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία, καθώς και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας.
Τέλος, προϋπόθεση για την επίτευξη των πολιτικών που περιγράφηκαν παραπάνω είναι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, με τον ανασχεδιασμό διαδικασιών και αρμοδιοτήτων, την ψηφιοποίηση και την αξιολόγηση και αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού και των υποδομών της.