Back to top

Οδυσσέας Ελύτης: Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε...

18/01/2019 - 08:38

Και όμως.. Στο σκοτάδι της δύσκολης εποχής που ζούμε ένας στίχος μπορεί να φυσήξει μέσα μας σαν δροσερό μελτέμι.

Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα με τον δικό του τρόπο.

Ένας ποιητής που άφησε πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά, διαχρονική μέχρι και σήμερα.

Ο σπουδαίος μας ποιητής ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Η ροπή του τόσο προς την ελληνική παράδοση όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά και εθνικό ταυτόχρονα.
Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης και ξεχωρίζει για την ευγένεια, την καθαρότητα και την διαφάνεια του λόγου του που χαϊδεύει την ψυχή και την τροφοδοτεί με ελπίδα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο πόθος του ποιητή. Να πατήσει γερά στις αξίες, να δυναμώσει την «ελληνική» ψυχή και να εμφυσήσει το όραμα…
Οδυσσέας Ελύτης: Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε..

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε.. γράφει ο Ελύτης στο ποιήμα του «Μαρία Νεφέλη».

Ένα ποίημα που δημοσιεύθηκε το 1978 ένα χρόνο πριν από την βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ποιητική συλλογή διαρθρώνεται σε τρία μέρη και έχει μορφή διαλογική, στήνοντας μια υπερφυσική συνομιλία ανάμεσα στη Μαρία Νεφέλη και τον Αντιφωνητή, που δανείζει τη φωνή του στον ίδιο τον ποιητή. Πλασμένη από το υπερβατικό υλικό των περισσότερων γυναικείων μορφών που κατοικούν την ποίηση του Ελύτη, η Μαρία Νεφέλη προσωποποιεί την αιώνια δυνατότητα του κόσμου να αποδράσει από τον εαυτό του προς μία νέα διάφανη πραγματικότητα. Επιστρέφοντας στον λυρισμό και τον αισθησιασμό των πρώτων χρόνων ο Ελύτης συμπυκνώνει εδώ, όπως και σε όλα τα έργα της όψιμής περιόδου του, εκείνη την ποιητική ιδέα που αντιλαμβανόταν ως μία μεταφυσική του φωτός.

Ακολουθούν μερικές φράσεις και αποσπάσματα από το Μαρία Νεφέλη..

Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.
Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε.
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη ποτέ σου
δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.
Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.
Έχει τη μέση της και η άκρη – άκρη.
Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.
Δίνε δωρεάν το χρόνο αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία.
Όταν ακούς «τάξη», ανθρώπινο κρέας μυρίζει.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση
αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος Άμοιαστο.
Εφ’ ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι

«Α τι ωραία να ‘σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις ή όχι
τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι «με γενναιοδωρία» σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για’ να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια
και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.»

Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ

Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης
όλο κότες και πρόβατα
και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις.
Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο αμελητέος
με τους τόσους δα ωκεανίσκους του
με τα Ιμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του
μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και εστιών
πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών.
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε -ποτέ των άλλων).
Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους
να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές
«μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα».
Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης
μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά
στον Δία στον Χριστό στον Βούδα στον Μωάμεθ
που εδέησε κάποτε κι εκείνοι
ν’ ατονήσουν ώστε όλοι εμείς
από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου.
Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο πλήρη αφανισμό.
Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο