Πολύ πιο σημαντικές όμως ιδίως ως προς την πολιτική ιστορία της Ελλάδας ήταν οι αποικίες που ιδρύθηκαν στα δυτικά. Μόνο αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ισάξιες των αιολικών, των ιωνικών και των δωρικών αποικιών στην Ανατολή.
Οι δυτικές αυτές αποικίες διέφεραν από τις ανατολικές στο γεγονός ότι, ενώ οι πιο σπουδαίες από τις τελευταίες θεωρούνταν οι ιωνικές, στις δυτικές επικρατούσαν μόνο οι λεγόμενες δωρικές. Διέφεραν ακόμα και σε κάτι άλλο: Οι ανατολικές ιδρύθηκαν σε χρόνια προγενέστερα από τα ιστορικά, ενώ οι δυτικές, εκτός από μία, ιδρύθηκαν όλες στα ιστορικά χρόνια. Οι δυτικές αποικίες δημιουργήθηκαν στα νησιά του Ιονίου πελάγους, που βρίσκονται στα δυτικά της Ελλάδας και σήμερα αποτελούν τα Επτάνησα, στα παράλια των νότιων ιλλυρικών περιοχών, στο Αδριατικό πέλαγος, δηλαδή στη σημερινή Αλβανία, σε όλα τα παράλια της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, τα οποία μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν το βασίλειο της Νεάπολης, και σε άλλα δυτικότερα νησιά και παράλια της Μεσογείου.
Οι Κορίνθιοι που είχαν προκόψει στη θάλασσα πολύ πιο πριν από όλους τους υπόλοιπους Έλληνες, όταν γύρω στο 735 π.Χ. τόλμησαν να επεκτείνουν μέχρι τη Σικελία τις εμπορικές και ναυτικές τους επιχειρήσεις, θεώρησαν πως θα τους συνέφερε πάρα πολύ να καταλάβουν στο Ιόνιο πέλαγος την Κέρκυρα, όχι μόνο για να διευκολύνουν τη ναυσιπλοΐα μεταξύ Πελοποννήσου και Ιταλίας αλλά και για να έχουν έναν πρόχειρο σταθμό για τις εμπορικές τους συναλλαγές με την Ήπειρο και την Ιλλυρία. Την απόφαση αυτή των Κορινθίων δικαίωσαν λίγο μετά οι εξαιρετικές επιδόσεις της Κέρκυρας. Είναι αλήθεια ότι η πόλη αυτή, αν και κατά καιρούς ήταν ενωμένη με τη μητρόπολη, πολύ πιο συχνά ήταν ανταγωνίστρια και αντίπαλός της. Αλλά οι διενέξεις αυτές δεν εμπόδισαν τις δύο πόλεις να ιδρύσουν από κοινού πολλές άλλες αποικίες στην περιφέρεια της Κέρκυρας: την Αμβρακία, στη βόρεια παραλία του Αμβρακικού κόλπου, και στη νότια τη Λευκάδα (η οποία τότε ήταν ακόμα ενωμένη με την Ακαρνανία με ένα στενό ισθμό που αργότερα αποκόπηκε) και το Ανακτόριο. Ακόμη στα βόρεια των Ακροκεραύνιων, στη χώρα των Ιλλυριών, ίδρυσαν την Απολλωνία και την Επίδαμνο. Όλες αυτές οι πόλεις έγιναν πλούσιες και κάποιες πολύ ισχυρές, ιδιαίτερα η Κέρκυρα, η οποία στις παραμονές των Μηδικών Πολέμων ήταν μια από τις πρώτες ναυτικές πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Για τη Ζάκυνθο, που ήταν απέναντι, και την Κεφαλληνία το μόνο που γνωρίζουμε στα αρχαία αυτά ιστορικά χρόνια είναι ότι οι κάτοικοι της πρώτης ήταν Αχαιοί από την Πελοπόννησο και η δεύτερη είχε τέσσερις πόλεις. Για την Ιθάκη, τέλος, που ήταν τόσο θρυλική στα ομηρικά χρόνια, δεν έχουμε καμιά ιστορική πληροφορία.
Από τις ελληνικές αποικίες στην Ιταλία η πιο αρχαία ήταν η Κύμη, η ίδρυση της οποίας ανάγεται σε χρόνια άγνωστα, πρωιμότερα των ιστορικών. Η Κύμη βρισκόταν στη δυτική παραλία της ιταλικής χερσονήσου, κοντά στην πρωτεύουσα του άλλοτε βασιλείου της Νεάπολης, και την ίδρυσαν από κοινού άποικοι από την αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας και της Χαλκίδας στην Εύβοια, οι οποίοι συμφώνησαν η πρώτη να δώσει στη νέα πόλη το όνομά της και η δεύτερη να θεωρείται και να τιμάται ως μητρόπολή της. Για αρκετό χρόνο η ιταλική Κύμη ήταν η μόνη αντιπρόσωπος του ελληνισμού στις χώρες αυτές. Ξαφνικά στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες άρχισαν αθρόα να καταλαμβάνουν όλα τα παράλια της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η Χαλκίδα, η μητρόπολη της πρώτης αποικίας στην Ιταλία, ίδρυσε το 736 π.Χ. την πρώτη αποικία της στη Σικελία, τη Νάξο, που βρισκόταν στην ανατολική παραλία του νησιού και κάτω από αυτή, κοντά στη νότια είσοδο του πορθμού της Μεσσήνης, ιδρύθηκαν λίγο μετά οι διπλανές πόλεις Λεοντίνοι και Κατάνη. Το 735 π.Χ. οι Κορίνθιοι ίδρυσαν στην ίδια ανατολική παραλία του νησιού, αλλά πολύ πιο νότια της Νάξου, τις Συρακούσες, οι οποίες επρόκειτο κάποια στιγμή αργότερα να γίνουν η πιο μεγάλη και η πιο ισχυρή από τις δυτικές μας αποικίες. Επίσης πάρα πολύ νωρίς ίδρυσαν προς τα νότια πολλές άλλες νέες πόλεις: το 664 π.Χ. τις Άκρες, το 644 π.Χ. τις Κασμένες, το 599 π.Χ. την Καμάρινα.
Οι Μεγαρείς ίδρυσαν γύρω στο 729 π.Χ., στη νότια πλευρά του νησιού, την Ύβλα ή τους Υβλαίους Μεγαρείς, από τους οποίους αργότερα, το 630 π.Χ., ιδρύθηκε στο νοτιοδυτικότερο σημείο του νησιού Σελινούντας. Οι Χαλκιδείς, περίπου την ίδια εποχή, αν και είναι άγνωστο πότε ακριβώς, κατέλαβαν από κοινού με τους Κυμαΐους και άλλους Ευβοείς τη Ζάγκλη, στον πορθμό μεταξύ Σικελίας και Ιταλίας, η οποία αργότερα μετονομάστηκε Μεσσήνη, και ίδρυσε στη βόρεια παραλία του νησιού τις Μύλες και την Ιμέρα. Το 720 π.Χ. ιδρύθηκε από τους Τροιξήνιους, στην ανατολική παραλία της Κάτω Ιταλίας, η Σύβαρη, η οποία ίδρυσε έπειτα στην αντίθετη δυτική παραλία την Ποσειδωνία. Το 720 π.Χ. επίσης οι Χαλκιδείς και οι Μεσσήνιοιοικοδόμησαν το Ρήγιο στην ιταλική παραλία του πορθμού της Μεσσήνης. Το 710 π.Χ. οι Αχαιοί ίδρυσαν πιο κάτω από τη Σύβαρη τον Κρότωνα, που αργότερα ίδρυσε άλλες πόλεις και κυρίως την Καυλωνΐα, που βρισκόταν νοτιότερά του. Το 707 π.Χ. οι Σπαρτιάτες ίδρυσαν τον Τάραντα. Την ίδια περίπου εποχή οι Αχαιοί ίδρυσαν, μεταξύ του Τάραντα και της Σύβαρης, το Μεταπόντιο. Το 690 π.Χ. οι Ρόδιοι και οι Κρήτες ίδρυσαν στη νοτιοδυτική παραλία της Σικελίας τη Γέλα, η οποία αργότερα, το 582 π.Χ., οικοδόμησε ακόμα πιο δυτικά τον Ακράγαντα, μια πόλη που έγινε από τις πιο σπουδαίες της Σικελίας μετά τις Συρακούσες. Και το 683 π.Χ. οι Λοκροί της Ελλάδας ίδρυσαν νοτιότερα της Καυλωνίας τους Επιζεφύριους Λοκρούς, την πατρίδα του νομοθέτη Ζάλευκου, του οποίου οι γραπτοί νόμοι, που συντάχτηκαν γύρω στο 664 π.Χ., είναι από τους αρχαιότερους της Ελλάδας, καθώς θεωρούνται κατά 40 χρόνια πιο παλιοί και από τη νομοθεσία του Δράκοντα στην Αθήνα.
Ο αποικισμός λοιπόν της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας από την Ελλάδα έγινε ξαφνικά και μέσα σε 50 χρόνια, από το 736 έως το 683 π.Χ. Για να αντιληφθούμε το αξιοσημείωτο αυτό ιστορικό φαινόμενο, πρέπει να θυμηθούμε ότι στα χρόνια αυτά κατασκευάστηκαν, όπως προείπαμε, από τους Κορινθίους τα πρώτα μεγάλα πλοία, οι τριήρεις. Έτσι, οι Έλληνες κατάφεραν για πρώτη φορά να κάνουν κάπως πιο μακρινά ταξίδια στη θάλασσα. Επίσης σε αυτά τα χρόνια άρχισαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις οι πρώτες εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στους ολιγαρχικούς και τους δημοκρατικούς, οι οποίες φυσικά προκάλεσαν πολλές μεταναστεύσεις, γιατί οι νικημένοι αναζητούσαν συνήθως μια καλύτερη τύχη αλλού. Τότε και κυρίως το 724 π.Χ. τέλειωσε ο Α’ Μεσσηνιακός πόλεμος, μετά τον οποίο από τη μια οι Μεσσήνιοι αναζήτησαν νέες πατρίδες και από την άλλη και στην ίδια τη Σπάρτη εξαιτίας της μακρόχρονης απουσίας πολλών πολιτών, προέκυψαν μετά την επιστροφή τους διαμάχες που οδήγησαν την νικημένη παράταξη στο να μεταναστεύσει στον Τάραντα.
Η Κάτω Ιταλία κατεχόταν σε μεγάλο ποσοστό πάλι από Σικελούς, Ιταλούς, Μοργήτες και Χάονες, φυλές που υπάγονταν στο πιο γενικό όνομα των Οινωτρών και ανήκαν, όπως φαίνεται, στον πελασγικό κλάδο του ινδογερμανικού φύλου. Άρα, και οι ντόπιοι κάτοικοι της Κάτω Ιταλίας και του μεγαλύτερου τμήματος της Σικελίας ήταν έθνη συγγενικά με τους αποίκους και το γεγονός αυτό διευκόλυνε πολύ την αφομοίωση των πρώτων από τους δεύτερους, γιατί γενικά οι Έλληνες δεν περιορίστηκαν στο να ιδρύσουν πολυάριθμες αποικίες, αλλά παντού επιχείρησαν τον εξελληνισμό των ντόπιων, δηλαδή τη μετάδοση σε αυτούς της γλώσσας, του θρησκεύματος, των ηθών και των πολιτευμάτων τους. Αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ελληνικών αποικιών, στο οποίο θα θέλαμε να επιστήσουμε για λίγο την προσοχή.
Το θρασύ, το αεικίνητο, το φιλόδοξο και συνάμα πρακτικό πνεύμα που σήμερα διακρίνει τα έθνη της αγγλοσαξονικής φυλής, δηλαδή τους Άγγλους και τους Αμερικανούς της Βόρειας Αμερικής, δεν το είχε στην αρχαιότητα κανένας στον ίδιο βαθμό εκτός από τους Έλληνες.
Οι επιχειρήσεις των Ελλήνων, ιδίως των Ελλήνων πριν από τον Αλέξανδρο και των Αγγλοσαξόνων, ήταν επιχειρήσεις περισσότερο των ίδιων των ανθρώπων παρά των κυβερνήσεών τους. Αντίθετα οι ρωμαϊκές αποικίες ήταν κυβερνητικές αποστολές της πολιτείας κυρίως και όχι έργο των πολιτών. Οι Έλληνες επιχείρησαν να ιδρύσουν αποικίες σε δύο διακεκριμένες και ξεχωριστές μεταξύ τους περιόδους. Η πρώτη είναι αυτή που περιγράφουμε τώρα. Αρχίζει πριν από τα ιστορικά χρόνια και σταματά στον 6ο αιώνα π.Χ. Έκτοτε ο ελληνικός κόσμος, αρκούμενος στον πρώτο αυτό κύκλο της επέκτασής του, επιδόθηκε για δυόμισι περίπου αιώνες στην ολοκλήρωση του αρχαιότερου πολιτικού και πνευματικού του βίου. Στη συνέχεια, έχοντας συμπληρώσει το πρώτο αυτό στάδιο των εσωτερικών ενεργειών, επιχείρησε περίπου στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. με τον Μ. Αλέξανδρο μια δεύτερη επέκταση και ίδρυσε ξανά νέες και πολυάριθμες αποικίες. Και στις δύο αυτές περιόδους το ελληνικό έθνος επιχείρησε και εν μέρει κατόρθωσε να εξελληνίσει όλες τις χώρες που κατέλαβε. Επί Μ. Αλεξάνδρου εξάπλωσε τον ελληνισμό σε όλη τη νοτιοδυτική Ασία, από τη Μεσόγειο θάλασσα μέχρι τον Ινδό και από την Κασπία μέχρι την άνω Αίγυπτο. Στα πρώτα αυτά χρόνια που εξετάζουμε εδώ εξελλήνισε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας, του Εύξεινου πόντου, της Θράκης, της Μακεδονίας και όλη την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Ως προς αυτό, το ελληνικό έθνος αναδείχτηκε ανώτερο και από τους Αγγλοσάξονες, γιατί οι Άγγλοι δεν εκπολίτισαν, αλλά εξόντωσαν τους ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής και στους Ινδούς μετέδωσαν ελάχιστα πράγματα από τον πολιτισμό τους.Ως προς τη μεταδοτική δύναμη του πολιτισμού μόνο οι Ρωμαίοι ήταν ισάξιοι των προγόνων μας, γιατί πράγματι και αυτοί εκλατίνισαν πολλές χώρες, αν και όχι όσες εξελλήνισαν οι Έλληνες. Μάλιστα, ο εξελληνισμός της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας ήταν τόσο ολοκληρωτικός και είχε τόσο βαθιές ρίζες, ώστε ούτε οι Ρωμαίοι που κυριάρχησαν αργότερα εδώ για πολλούς αιώνες δεν μπόρεσαν να τον υπερνικήσουν ούτε οι Λομβαρδοί, οι Άραβες και οι Νορμανδοί, που ήρθαν μετά τους Ρωμαίους. Μέχρι το 14 και το 15ο αιώνα μ.Χ. ακόμα και τα δημόσια έγγραφα συντάσσονταν εκεί πολύ συχνά στην ελληνική γλώσσα και μέχρι σήμερα τα ήθη, η γλώσσα και τα ονόματα των χωριών στη Σικελία και στην Καλαβρία είναι εξελληνισμένα. Λέγοντας ότι οι Έλληνες άποικοι εξελλήνιζαν τις γύρω από αυτούς περιοχές δεν εννοούμε ότι μετέδιδαν στους κατοίκους ολοκληρωτικά την ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά ήθη και τον ελληνικό χαρακτήρα χωρίς να πάρουν τίποτα από τους ντόπιους. Είναι αναμφισβήτητο ότι και οι ιθαγενείς άσκησαν επίδραση μέχρι ένα σημείο στους αποίκους, γεγονός που εξηγείται κυρίως από αυτό, δηλαδή ότι οι περισσότεροι από τους αποίκους μετανάστευαν χωρίς γυναίκες και παντρεύονταν ντόπιες.
Γι’ αυτόν το λόγο οι Έλληνες των αποικιών δεν ήταν ολόιδιοι με τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδας. Κυρίως οι άποικοι της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας υιοθέτησαν πολλές συνήθειες, λέξεις, δοξασίες και μυθικές παραδόσεις των ιθαγενών, σε σημείο μάλιστα που έφτασαν να διαφέρουν αρκετά από τους Έλληνες της Ελλάδας. Η ζωή τους ήταν πιο άνετη, για να μην πούμε πιο άσωτη. Τα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν κατάφεραν ποτέ να διατηρηθούν σε αυτές, αν υποτεθεί ότι έκαναν ποτέ την εμφάνισή τους εκεί, αλλά πάντοτε τις κυβερνούσαν τύραννοι. Η ίδια η δωρική διάλεκτος που είχε επικρατήσει στα μέρη αυτά αλλοιώθηκε σε ένα βαθμό. Η επίδραση των ιθαγενών στους Έλληνες αποίκους γίνεται ακόμα πιο φανερή από τα εξής δύο γεγονότα:
Τα ελληνικά νομίσματα και τα σταθμά ήταν, όπως είναι γνωστό, το τάλαντο, η μνα, η δραχμή και ο οβολός. Οι Έλληνες της Ιταλίας και της Σικελίας είχαν το τάλαντο, αλλά το υποδιαιρούσαν όχι σε μνες αλλά σε 120 λίτρες και όλες οι υποδιαιρέσεις και τα υποπολλαπλάσιά τους προέρχονταν από τη λίτρα και την ουγκιά (ημιλίτριο, δεκάλιτρο, πεντούγκιο), ονόματα που πριν ήταν άγνωστα στους Έλληνες, αφού τα δανείστηκαν από τους ντόπιους της Ιταλίας και της Σικελίας. Επίσης οι άποικοι άλλαξαν τα ονόματά τους, παίρνοντας τα εθνικά ονόματα των ιθαγενών και μεταβάλλοντας λίγο την κατάληξη. Οι ντόπιοι ονομάζονταν Σικελοί και Ιταλοί, ενώ οι άποικοι Σικελιώτες και Ιταλιώτες. Γενικά εδώ έγινε κάποια συγχώνευση των αποίκων από τους ντόπιους, αλλά στη συγχώνευση αυτή ο ελληνισμός ήταν ο επικρατέστερος.
Η ευκολία με την οποία έγινε η συγχώνευση αυτή, λόγω της αρχικής συγγένειας των δύο στοιχείων, συντέλεσε στην ακμή των ιταλικών και των σικελικών αποικιών. Αλλά στην ταχεία αυτή ανάπτυξη συνέβαλαν και τα εύφορα εδάφη των χωρών αυτών, καθώς και η γεωγραφική τους θέση, που προσφερόταν για κάθε είδους εμπόριο με την κυρίως Ελλάδα στα ανατολικά, με την Καρχηδόνα της Αφρικής στα νότια, με τη Ρώμη στο βορρά, στην κεντρική Ιταλία αλλά και με πιο δυτικές χώρες και νησιά. Έτσι, από τον 7ο και κυρίως από τον 6ο αιώνα π.Χ. οι ελληνικές εκείνες πόλεις με την έκτασή τους, το πλήθος των κατοίκων και τον πολυτελή τρόπο ζωής αναδείχτηκαν πολύ πιο λαμπρές και ισχυρότερες από κάθε άλλη πόλη της Ελλάδας. Για αυτό και στον 6ο αιώνα π.Χ., νιώθοντας δικαιολογημένα υπερηφάνεια για την υπεροχή τους, ονόμασαν την Κάτω Ιταλία «Μεγάλη Ελλάδα». Οι πιο επιφανείς από τις πόλεις αυτές ήταν η Σύβαρη και ο Κρότωνας, οι οποίες βρίσκονταν στην ανατολική παραλία της ιταλικής χερσονήσου. Τα τείχη της Σύβαρης κάλυπταν μια περιοχή 50 σταδίων (10 περίπου χλμ.), ενώ η έκταση του Κρότωνα, γεγονός απίστευτο, ήταν περίπου διπλάσια. Η Σύβαρη, όπως βεβαιώνουν, μπορούσε να συγκροτήσει στρατό 300.000 ανδρών και η πολυτέλεια του βίου των κατοίκων της κατάντησε τόσο παροιμιώδης, που μέχρι σήμερα σε όλες τις γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου Συβαρίτης λέγεται ο τρυφηλός, ο ακόλαστος. Ο Κρότωνας έγινε ιδιαίτερα ονομαστός από το πλήθος των ένδοξων ολυμπιονικών που ανέδειξε και για το λόγο ότι εδώ ο Πυθαγόρας προσπάθησε να εφαρμόσει στην πολιτική τα φιλοσοφικά του δόγματα. Ο Πυθαγόρας ήταν, όπως είδαμε, Σάμιος, αλλά επειδή δεν γινόταν αποδεκτός στην πατρίδα του, όπου τότε επικρατούσε ο παντοδύναμος τύραννος Πολυκράτης, πήγε στην Ιταλία, όπου οι Κροτωνιάτες τον υποδέχτηκαν με καλή διάθεση.
Τα πολιτικά και φιλοσοφικά του όμως δόγματα είναι ασαφέστατα. Το βέβαιο είναι ότι ο Πυθαγόρας δεν έγινε ποτέ κυβερνήτης του Κρότωνα, αλλά καθιερώθηκε σε αυτόν και σε άλλες ιταλικές πόλεις, στον Τάραντα, το Μεταπόντιο και στην Καυλωνία μέσω κάποιας εταιρείας που σύστησε και η οποία πρέσβευε, όπως φαίνεται, ότι στην κυβέρνηση πρέπει να προΐσταται ο καλύτερος, έχοντας για βοηθούς του τους πιο σοφούς και τους πιο συνετούς, οι οποίοι όφειλαν να προετοιμάζονται γι’ αυτόν το σκοπό με συνεχείς δοκιμασίες και διδασκαλίες. Δυστυχώς όμως, κατά τη διάρκεια της δράσης αυτής της φιλοσοφικής σχολής έγινε στη Σύβαρη μια μεγάλη εξέγερση. Πολλοί ευπατρίδες διώχτηκαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Κροτωνιατών. Αλλά όταν ξέσπασε πόλεμος το 510 π.Χ. οι Συβαρίτες νικήθηκαν κατά κράτος και η πόλη αυτή, που κάποτε ήταν από τις πρώτες του ελληνικού κόσμου, καταστράφηκε και εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Λίγο αργότερα και στον Κρότωνα ξεσηκώθηκαν εναντίον της εταιρείας των Πυθαγορείων οι αντίπαλοί της, βοηθούμενοι από τον Κύλωνα, και άλλους από τους Πυθαγόρειους τους σκότωσαν και άλλους τους εξόρισαν το 504 π.Χ. Ο Πυθαγόρας πέθανε λίγο μετά στο Μεταπόντιο. Η πολιτική του εταιρεία ατόνησε και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας και το σύστημά του εξακολούθησε να υπάρχει μόνο σαν ένα είδος ηθικού και επιστημονικού συλλόγου.
Η πτώση της Σύβαρης επηρέασε την τύχη ολόκληρης της Μεγάλης Ελλάδας, γιατί αφαίρεσε από αυτή έναν από τους πιο σημαντικούς προμαχώνες της. Συνέπεσε, μάλιστα, τότε να αρχίσουν να κατεβαίνουν στα νότια από την κεντρική Ιταλία κάποιες ντόπιες φυλές και άλλες από τις οινωτρικές περιοχές που καλούνταν οπικές ή οσκικές. Οι φυλές αυτές, αφού συμμάχησαν με μερικές συγγενικές τους φυλές, που κατείχαν από παλιά το πιο ηπειρωτικό και το πιο ορεινό μέρος της Κάτω Ιταλίας, κυρίευσαν την Κύμη, την Ποσειδωνία, όλη την ηπειρωτική Κάτω Ιταλία, που ανήκε άλλοτε στους Έλληνες, και περιόρισαν έτσι κατά πολύ τις ελληνικές πόλεις. Έτσι, από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. σταμάτησε η μεγάλη ακμή των ελληνικών αυτών πόλεων και γενικά η υπεροχή που είχαν μέχρι τότε οι ελληνικές αποικίες σε σχέση με την κυρίως Ελλάδα. Πράγματι, μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. οι ιωνικές αποικίες στη Μικρά Ασία και οι ελληνικές πόλεις στην Κάτω Ιταλία ήταν ασύγκριτα πιο ισχυρές, πιο πλούσιες, πιο μεγάλες και με πιο αναπτυγμένο ναυτικό από τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας, χωρίς να εξαιρούνται η Σπάρτη και η Αθήνα. Η περιφέρεια της Ελλάδας υπερίσχυε τότε του κέντρου. Αλλά από τον 6ο αιώνα π.Χ. μεταβλήθηκε αυτή η κατάσταση. Οι ιωνικές αποικίες υποτάχτηκαν σε Ασιάτες βασιλιάδες. Οι ιταλικές υποτάχτηκαν ή περιορίστηκαν από τις οσκικές φυλές, ενώ αντίθετα η Σπάρτη και η Αθήνα προήχθησαν και έτσι το κέντρο ανέλαβε σημαντικό ρόλο. Οι μοναδικές αποικίες που εξακολούθησαν να ακμάζουν τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν οι σικελικές. Η πιο σπουδαία, μάλιστα, από αυτές, οι Συρακούσες, δεν άρχισαν να υπερέχουν παρά μόνο στον 5ο αιώνα π.Χ., με το μεγαλοφυή τύραννο Γέλωνα, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία το 484 π.Χ. Αλλά λίγο αργότερα η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν υπερισχύσει τόσο πολύ, μετά την ήττα του μεγάλου βασιλιά της Ασίας, που το κράτος των Συρακουσών, αν και ήταν πολύ αξιόλογο, δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους.
Πηγή: Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2004. Τόμος 2. Έκδοση της National Geographic Society, 2009-2010.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Μεταγλώττιση: Μαρία Αλεξίου – National Geographic Society