«Επρόκειτο για οργανωμένη προσπάθεια διακίνησης που προετοιμαζόταν επί 40, πιθανόν και 50 ημέρες», ανέφερε στην Καθημερινή στέλεχος του Λιμενικού, με αφορμή το πολύνεκρο ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του λιμενικού, λίγο πριν από τις 23:00 το πλήρωμα του σκάφους «920» φώτισε με προβολείς το πλοιάριο και με μεγάφωνα ενημέρωσε τους επιβαίνοντες ότι λόγω του υπέρβαρου διέτρεχαν κίνδυνο και ότι δεν θα κατάφερναν να φθάσουν στις ιταλικές Αρχές. Οι λιμενικοί μάλιστα χρησιμοποίησαν ένα σχοινί προκειμένου, όπως αναφέρουν, να προσδέσουν στο αλιευτικό και να ελέγξουν τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό του.
Ορισμένοι από τους επιβαίνοντες, ωστόσο, που συνέχιζαν να αντιδρούν στην προοπτική μεταφοράς τους στην Ελλάδα αντί της Ιταλίας φέρονται να έλυσαν το σχοινί, προκειμένου να συνεχίσουν την πορεία τους με ρότα προς βορρά. «Το συγκεκριμένο περιστατικό εκτυλίχθηκε στις 11:00 μ.μ., αρκετές ώρες πριν από τη βύθιση του πλοιαρίου», ξεκαθάρισε.
Γυναίκες και παιδιά στα αμπάρια του πλοίου - Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες
«Αυτό που λένε οι διασωθέντες είναι πως τα γυναικόπαιδα ήταν στα αμπάρια για να προστατευθούν και να αποφύγουν τις καιρικές συνθήκες», λέει στα «ΝΕΑ» η υπεύθυνη αποστολής της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης από το παράρτημα Μεσσηνίας, Σταυρούλα Μπάμπαλη, που ήταν από τις πρώτες ομάδες που έφτασαν στο σημείο της τραγωδίας. Αρκετοί από τους πρόσφυγες που κατάφεραν και σώθηκαν από το πολύνεκρο ναυάγιο έχουν μεταφέρει παρόμοιες μαρτυρίες σε διασώστες, νοσηλευτές και γιατρούς στην Καλαμάτα. Μιλούν δηλαδή για δεκάδες γυναίκες και παιδιά που παγιδεύτηκαν στο αλιευτικό σκάφος. Τρεις Αιγύπτιοι, που μένουν χρόνια στην Καλαμάτα και εργάζονται στις καφετέριες του λιμανιού, μόλις άκουσαν ότι μεταξύ των διασωθέντων είναι συμπατριώτες τους έσπευσαν στο νοσοκομείο για να τους δώσουν κουράγιο και να τους βοηθήσουν. Θυμήθηκαν το δικό τους επικίνδυνο ταξίδι… Ο Μοχάμετ, ωστόσο, στέκει απαρηγόρητος. «Τι να την κάνω τη ζωή μου; Μέσα στο καράβι ήταν η γυναίκα μου και το παιδί μου». Λόγια παρηγοριάς δεν υπάρχουν.
Γέφυρα επικοινωνίας με τις οικογένειές τους
Ενας άλλος μετανάστης, ο Φατίχ, με το που άνοιξε τα μάτια του ζήτησε ένα κινητό τηλέφωνο. Ηθελε να πάρει τη γυναίκα του να της πει ότι είναι καλά, ζωντανός. Ο γιατρός προσφέρθηκε να του δώσει το δικό του. «Δεν ξέρω τι έλεγαν. Αλλά η σκηνή ήταν τόσο έντονη που θα μείνει για πάντα μέσα μου», λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής της Καρδιολογικής Μονάδας του Νοσοκομείου Καλαμάτας Μανώλης Μάκαρης. Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισαν μόλις συνήλθαν. Ο πρώτος που άκουσε το κλάμα τους αλλά δεν μπορούσε να τους πει μία κουβέντα παρηγοριάς.
Η συνεννόηση διασωστών, εθελοντών και γιατρών με τους διασωθέντες είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι περισσότεροι το μόνο που μπορούν να πουv στα αγγλικά είναι το όνομά τους και η χώρα καταγωγής τους.
Ξαφνικά, όμως, το κινητό τηλέφωνο του Μανώλη Μάκαρη γέμισε με δεκάδες μηνύματα στα αραβικά και φωτογραφίες με αραβικές λεζάντες. Μαζί με τον Φατίχ, από την ίδια πόλη της Αιγύπτου, ξεκίνησαν το μακρύ ταξίδι για την Ευρώπη και άλλα νεαρά αγόρια. Μαζί επιβιβάστηκαν στο μοιραίο αλιευτικό. Μαζί ναυάγησαν. Οι δικοί τους προσεύχονται να σώθηκαν και μαζί.
Η σύζυγος του Φατίχ έδωσε το τηλέφωνο του γιατρού στις μητέρες και τις γυναίκες των συνταξιδιωτών του. Ο παραλήπτης των απελπισμένων μηνυμάτων συγκινημένος ξεκίνησε να τα μεταφράζει με τη βοήθεια της τεχνολογίας. «Γιατρέ, είδατε τον γιο μου;». «Γιατρέ, έχετε δει αυτό το αγόρι;». «Γιατρέ, βοηθήστε με, έχω χάσει τον ύπνο μου». «Μήπως αυτό το παιδί νοσηλεύεται στο νοσοκομείο σας;». Ο καρδιολόγος προσπαθεί να απαντήσει σε κάθε μήνυμα. Ξέρει πως είναι η μοναδική τους ελπίδα