Η Αμοργός, είναι το νησί των εκπλήξεων. Και δεν εννοούμε το θαύμα και χάρμα της Χοζοβιώτισσας, που είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη περιγραφή, ούτε τα εκπληκτικά αρχαιολογικά ευρήματα που φέρνει σε φως εδώ και εικοσιπέντε χρόνια η ακούραστη Αρχαιολόγος Λίλα Μαραγκού, δεν είναι οι όρμοι, τα γύρω νησιά, τα πανύψηλα βουνά, τα011 πανέμορφα χωριά, ο ανθρώπινος μόχθος που έκανε κάποτε και το βράχο περιβόλι, δεν είναι οι εκκλησιές που συναγωνίζονται σε αριθμό τα σπίτια, αλλά είναι ακόμη οι άνθρωποι. Ανόθευτοι, φιλόξενοι, χαμογελαστοί… Η Άνοιξη φθάνει, και το νησί, ντύνεται την χαρούμενη λουλουδιασμένη στολή του.
Το Πάσχα, φθάνει ευωδιαστό, και μας καλεί να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα, να ξαναζωντανέψουμε τις παραδόσεις μας και να ξαναγυρίσουμε για λίγο πίσω στις ρίζες μας. Αν ονειρεύεστε ένα Πάσχα σ’ ένα τόπο μαγευτικό, όπου η φύση οργιάζει και οι άνθρωποι γίνονται όλοι μια παρέα και μοιράζονται την ιεροτελεστία της Ανοιξης και τη μύηση στα Πασχαλινά ήθη και έθιμα, τότε αυτό το μέρος για την Πασχαλινή σας απόδραση, ανεπιφύλακτα είναι η Αμοργός. Την Μεγάλη Πέμπτη, οι νοικοκυρές, έξω από τα σπίτια τους, ασπρίζουν τους δρόμους, με ευωδιαστό ασβέστη, ζωγραφίζοντας μαργαρίτες και άλλα χαρούμενα σχέδια.
Ετοιμάζονται για την Μεγάλη Παρασκευή, που θα γυρίσει ο Επιτάφιος γύρω από το χωριό. Τότε, δάδες και θυμιατά είναι αναμμένα έξω από κάθε νοικοκυριό, και με κολόνιες ραντίζουν τον Χριστό, και όλους τους περαστικούς. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, τα κορίτσια γυρίζουν στο χωριό, και μαζεύουν λουλούδια από τις γλάστρες και τους κήπους των σπιτιών, να φτιάξουν τα στεφάνια για τον Επιτάφιο. Μετά την Αποκαθήλωση, φθάνουν στην εκκλησία τα «Πασχιάτικα» – μεγάλα καφάσια, διακοσμημένα με δαντέλες και λουλούδια, γεμάτα με άρτο, εις μνήμην αγαπημένων που έφυγαν. Αυτά, μαζί με ελιές, χαλβά, κρασί, και ψημένη ρακί, μοιράζονται σ’ολους τους εκκλησιαζόμενους μετά το τέλος της λειτουργίας, στην αυλή της εκκλησίας.
Οι γιαγιάδες του χωριού, «φυλάνε» τον Χριστό, έως το βράδυ, που θα αρχίσει «Η ζωή εν τάφω». Το χωριό Θολάρια, που πήρε το όνομά του από τους αναρίθμητους θολωτούς τάφους που βρέθηκαν εκεί, φημίζεται για το «χρώμα» των ημερών αυτών. Το Μεγάλο Σάββατο, οι φούρνοι καπνίζουν, καθώς ετοιμάζονται για τα Πασχαλινά Κουλούρια με τα κόκκινα τα αυγά, και το ζυμωτό μυρωδάτο χωριάτικο ψωμί. Όλα τα σπίτια, ετοιμάζουν το γεμιστό κατσικάκι, που μοσχομυρίζει δενδρολίβανο.
Τη βραδιά της Ανάστασης, η εκκλησία είναι στρωμένη από μυρωδάτο φασκόμηλο, και οι καμπάνες χτυπούν στο ρυθμό που ο ιερέας διαβάζει το Ευαγγέλιο. Το «Χριστός Ανέστη» δίνει το σήμα για φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα, στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου μια θάλασσα από αναμμένες λαμπάδες, φωτίζουν τα χαρούμενα πρόσωπα. Την Ημέρα της Λαμπρής, οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα. Η νεολαία του χωριού, ετοιμάζει το ομοίωμα του Ωβραίου, που το βάζουν σε κεντρικό μέρος, να το βλέπουν όλοι. Το έθιμο είναι, να το κάψουν μετά τον Εσπερινό της Αγάπης έξω από την εκκλησία. Τότε, παίζουν και πολλά παιχνίδια ομαδικά όλοι οι νέοι του χωριού, ενώ τους παρακολουθούν χαρούμενοι οι μεγάλοι.
Την ημέρα του Πάσχα, η Παναγία η χοζοβιώτισσα, ξεκινά την περιήγησή της σε όλα τα χωριά του νησιού. Τρεις εικόνες ξεκινούν συγχρόνως, η μία για την Αιγιάλη, η άλλη για την Κάτω Μεριά και η τρίτη για την Χώρα και τα Κατάπολα. Οι κάτοικοι κάθε χωριού, πηγαίνουν με τα εξαπτέρυγα να την υποδεχθούν στην μέση της διαδρομής από το άλλο χωριό, όπου οι άλλοι χωρικοί την παραδίδουν. Από όλους, ακούγεται το Χριστός Ανέστη, καθώς περπατούν στα λουλουδιασμένα μονοπάτια, με τις μεθυστικές ευωδιές.
Όλος ο κόσμος του νησιού προσκυνά την προστάτιδα της Αμοργού, προσφέροντας λάδι και λιβάνι. Οι εικόνες, επιστρέφουν την Κυριακή του Θωμά στο Μοναστήρι. Τις συνοδεύει κόσμος από όλο το νησί. Συναντιούνται στην είσοδο της Μονής. Είναι ένα έθιμο που πηγαίνει πίσω στα χρόνια του Βυζαντίου.