Εφόσον δεχτούμε πως «στα επόμενα είκοσι χρόνια ο πληθυσμός της χώρας μας έχει πιθανότητες να είναι σίγουρα κατά ένα εκατομμύριο λιγότερος», ποια από τις δύο ανησυχητικές προοπτικές, σε σχέση με την πληθυσμιακή εξέλιξη της χώρας, είναι εκείνη η οποία θα πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο; Αυτή της μείωσης του πληθυσμού καθεαυτήν ή εκείνη που αφορά το ηλικιακό μείγμα πληθυσμού, που θα έχει σε είκοσι χρόνια η Ελλάδα;
Σχολιάζοντας τα νέα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο καθηγητής δημογραφίας του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης, εξήγησε ότι μεγαλύτερη πρόκληση «δεν είναι τόσο η μείωση του πληθυσμού (σ.σ σε είκοσι χρόνια από τώρα) κατά ένα εκατομμύριο, όσο το από πού προέρχεται αυτή η μείωση».
Όπως τόνισε ο κ.Κοτζαμάνης, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM», το πλέον ανησυχητικό είναι πως η μείωση του πληθυσμού της χώρας προέρχεται από δύο παράγοντες. Αφενός, όπως τονίζει ο καθηγητής, έχουμε «μια αύξηση των ηλικιωμένων» και αφετέρου έχουμε μια μείωση των νέων, ενώ ταυτόχρονα προοδευτικά μειώνεται και ο ενδιάμεσος πληθυσμός, δηλαδή «ο πληθυσμός κάτω των 15 ετών, αλλά και οι Έλληνες 15-64». Περιέγραψε δηλαδή ο κ.Κοτζαμάνης πως δεν αποτελεί ζήτημα μόνο το ότι η χώρα θα έχει πληθυσμό που θα μειωθεί κατά περίπου ένα εκατομμύριο, αλλά το ότι αναμένεται ο πληθυσμός να είναι διαφορετικός ως προς την ηλικιακή του σύνθεση.
«Σήμερα το 21% των Ελλήνων είναι άνω των 65 ετών, σε μια εικοσαετία ένας στους τρεις, το 30%, θα είμαστε άνω των 65 ετών, ενώ οι νέοι που σήμερα είναι περίπου 15% θα μειωθούν στο περίπου 11%, επομένως αλλάζει ριζικά η δομή του πληθυσμού μας», σημείωσε ο κ.Κοτζαμάνης, κάτι που, όπως τόνισε, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στον πληθυσμό της Ελλάδας «σε πάρα πολλούς τομείς, που σήμερα δεν τους φανταζόμαστε, όπως υγεία, παιδεία, το ασφαλιστικό σύστημα και άλλους τομείς τους οποίους θα πρέπει να προσαρμόσουμε, έτσι ώστε, έως σε κάποιο βαθμό, να αμβλύνουμε τις επιπτώσεις, να μην εκτεθούμε συνταρακτικά σε σχέση με τις αλλαγές που έρχονται». Σε αυτό το πλαίσιο και «εάν δεν μας αρέσουν αυτές οι επιπτώσεις, (πρέπει) να πάρουμε μέτρα», σημειώνει.
Ο κ.Κοτζαμάνης προσδιόρισε δε σε δύο τα βασικά μέτρα που πρέπει και δύναται να ληφθούν: «το ένα», είπε, «είναι να περιοριστεί η έξοδος, η φυγή από τη χώρα και δεύτερο είναι να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο για την τεκνογονία περιβάλλον».
Μειώθηκε περαιτέρω κατά 33.857 άτομα πέρυσι ο πληθυσμός της χώρας καθώς καταγράφηκαν 86.440 γεννήσεις και 120.297 θάνατοι, σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα δημογραφικά μεγέθη. Από την έρευνα αυτή, πηγή της οποίας είναι τα ληξιαρχεία όλων των δημοτικών αρχών που αφορούν στις γεννήσεις, θανάτους, γάμους και σύμφωνα συμβίωσης, προκύπτουν ειδικότερα τα εξής:
Οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2018 ανήλθαν σε 86.440 (44.525 αγόρια και 41.915 κορίτσια), καταγράφοντας μείωση 2,4% σε σχέση με το 2017 που ήταν 88.553 (45.686 αγόρια και 42.867 κορίτσια).
Στις γεννήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες ανήλθαν σε 335, μειωμένες κατά 7,7 % σε σχέση με το 2017 που ήταν 363.
Οι θάνατοι ανήλθαν σε 120.297 (61.387 άνδρες και 58.910 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση 3,4% σε σχέση με το 2017 που ήταν 124.489 (63.161 άντρες και 61.328 γυναίκες).
Οι θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανήλθαν σε 300, αυξάνοντας ελάχιστα τον δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 3,46 το 2017 σε 3,47 το 2018.
Οι γάμοι ανήλθαν σε 47.428 (23.010 θρησκευτικοί και 24.418 πολιτικοί), παρουσιάζοντας μείωση 5,4% σε σχέση με το 2017, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 50.138 γάμοι (24.975 θρησκευτικοί και 25.163 πολιτικοί). Τα σύμφωνα συμβίωσης ανήλθαν σε 6.369, παρουσιάζοντας αύξηση 29,4% έναντι του 2017, που ήταν 4.921. Στα σύμφωνα συμβίωσης πέρυσι περιλαμβάνονται 231 σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ανδρών και 55 μεταξύ γυναικών.