Οι ενήλικες προσκοπικής κατασκήνωσης στο Μάτι έπρεπε να πάρουν αποφάσεις ζωής η θανάτου όχι μονό για τους ίδιους αλλά και για τα 35 παιδιά που βρίσκονταν μαζί τους ,καθώς η φονική πυρκαγιά ερχόταν προς το μέρος τους.
Ανάμεσά τους, ο 25χρονος Χανιώτης Νίκος Βόρδος, πρόσκοπος του Συστήματος Ζωγράφου. Τον βρήκαμε στα Χανιά όπου συνεχίζει τις προσκοπικές κατασκηνώσεις και περιέγραψε μια εμπειρία ζωής που πέρασε ξυστά από τον θάνατο.
“Είχαμε πάει την Κυριακή 22 του μήνα στο Μάτι της Νέας Μάκρης, σε χώρο του “Οίκου Ναύτου” όπου ξεκινήσαμε την κατασκήνωση των λυκοπούλων -των παιδιών ηλικίας δημοτικού σχολείου δηλαδή-. Την δεύτερη ημέρα λοιπόν, Δευτέρα 23 Ιουλίου το μεσημέρι προς απόγευμα έχει ξεκινήσει πολύ δυνατός αέρας, τόσο δυνατός που οι πευκοβελόνες έπεφταν καταιγίδα. Κατά τις 5 αρχίσαμε να βλέπουμε τη φωτιά ψηλά. Τα ελικόπτερα πετούσαν πάνω από το κεφάλι μας. Εμείς περιμέναμε από την Πυροσβεστική να μας ειδοποιήσει για να εκκενώσουμε τον χώρο, καθώς είχαμε ενημερώσει και Πυροσβεστική και Αστυνομία για το πού κατασκηνώνουμε. Εν τω μεταξύ, μαζέψαμε τα παιδιά και τα στείλαμε να πάρουν κλειστά παπούτσια, μακρυά ρούχα, πετσέτα, νερό. Αυτά είναι τα βασικά που ζητάμε σε περίπτωση που χρειαστεί να εκκενώσουμε λόγω φωτιάς”, λέει, περιγράφοντας τις σκηνές με την λεπτομέρεια ενός ανθρώπου απολύτως ψύχραιμου με απόλυτη καθαρότητα σκέψης.
“Εκείνη τη στιγμή κάνεις αυτό που πρέπει”
“Ναι, τα παιδιά το είχαν καταλάβει, έβλεπαν τους καπνούς να γίνονται όλο και πιο μαύροι, έβλεπαν τα ελικόπτερα να κάνουν όλο και μικρότερο κύκλο. Το είχαν καταλάβει αλλά δεν τα αφήσαμε να το συνειδητοποιήσουν. Εμείς φυσικά το καταλάβαμε αλλά δεν το αφήναμε να μας επηρεάσει, γιατί εάν πανικοβαλόμασταν, ο πανικός θα περνούσε στα παιδιά” εξηγεί.
Στην κατασκήνωση, συμμετείχαν 35 παιδιά ενώ εκείνη τη στιγμή υπήρχαν περίπου 15 ενήλικες πρόσκοποι.
“Τα είχαμε λοιπόν μαζέψει σε ένα σημείο και απασχολώντας τα με παιχνίδια και τραγούδια, περιμέναμε να έρθει η ειδοποίηση από την Πυροσβεστική. Η ειδοποίηση δεν ήρθε ποτέ, ο καπνός γινόταν όλο και πιο μαύρος, η φωτιά πλησίαζε και η αρχηγός μας πήρε την απόφαση ότι σηκωνόμαστε και φεύγουμε. Ο καπνός πήγαινε γραμμή, είχε τελείως ανατολική πορεία και πήγαινε προς την θάλασσα. Εμείς ήμασταν περίπου στο όριο.
Πήραμε λοιπόν τα παιδιά και φύγαμε. Τρία άτομα μείναμε πίσω, πήραμε το αυτοκίνητο ασφαλείας, φορτώσαμε τρεις φιάλες γκαζιού που έχουμε και φύγαμε. Τα παιδιά έφυγαν με τα πόδια”.
Λίγο μετά η κατασκήνωση κάηκε
“Φεύγοντας υπάρχει ένα σταυροδρόμι, περνώντας από εκεί, είδαμε τη φωτιά σε λιγότερο από χιλιόμετρο” λέει ο Νίκος με αξιοσημείωτη ηρεμία και χωρίς να βρίσκει τίποτα το ηρωικό στον τρόπο που κινήθηκαν, ακόμα και σήμερα που ξέρει πως αν δεν έπαιρναν την απόφαση εκείνη τη στιγμή, πιθανόν να ήταν νεκροί.
“Με το που βγαίνουμε έξω από την κατασκήνωση, περνάμε στην παραλία. Η έξοδος προς την παραλία είναι μια κατηφόρα στενή, πολύ δύσκολο να την εντοπίσει κανείς. Βέβαια εμείς τη γνωρίζαμε γιατί πηγαίναμε εκεί για μπάνιο με τα παιδιά όμως με το που φτάσαμε, καταλάβαμε πως ήταν ακατάλληλη. Γιατί από πάνω μας ήταν δέντρα μέχρι τέρμα, οπότε δεν θα ήμασταν ασφαλείς γιατί εάν η φωτιά έφτανε και να μην καιγόμασταν, θα πεθαίναμε από ασφυξία” θυμάται και συνεχίζει:
“Παίρνουμε λοιπόν πάλι τα παιδιά και πηγαίνουμε ανατολικά, προς το μέρος που πιστεύαμε ότι είναι το μέτωπο και απ’ ότι αποδείχτηκε όντως ήταν… ‘Ένα από τα παιδιά μας, μίλησε με τον πατέρα του που συμμετέχει στην εθελοντική δασοπροστασία και του λέει “εκεί που πάτε, πάτε κατευθείαν για τη φωτιά”. Ευτυχώς στα δεξιά μας υπήρχε ένα πέρασμα που οδηγούσε στις στρατιωτικές κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα. Μπαίνουμε μέσα και καταλαβαίνουμε πως έχει δωθεί εντολή εκκένωσης. Διασχίζουμε την κατασκήνωση και περνάμε από τη Βόρεια πλευρά εκεί όπου υπήρχε μία παραλία, στην οποία συναντηθήκαμε με τις υπόλοιπες κατασκηνώσεις της περιοχής, δηλαδή του Δήμου Αθηναίων και κάποιες άλλες κατασκηνώσεις προσκόπων. Αυτό έγινε εντελώς τυχαία. Κανείς δεν μας ειδοποίησε. Κανένας. Ούτε καν ακούστηκαν σειρήνες πολιτικής προστασίας”.
“Είχε ακόμα φως, δεν είχε σκοτεινιάσει. Εκεί είδαμε πως το σημείο είναι σχετικά πιο ασφαλές. Επικοινωνήσαμε με τους ανώτερους στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, έκαναν τις δικές τους ενέργειες και μας ενημέρωσαν πως θα ερχόντουσαν τα λεωφορεία με τα οποία έχει σύμβαση ο Δήμος Αθηναίων για τις κατασκηνώσεις τους, να παραλάβει τα παιδιά.
Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα επιβιβαζόμαστε τελικά μαζί με τα παιδιά σε δύο λεωφορεία, μας άφησαν στην Τεχνόπολη όπου έγινε μία ταυτοποίηση για το ποιος είναι ποιος. Από εκεί το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων είχε στείλει άλλα λεωφορεία να μας πάει στις δικές μας περιοχές, Ζωγράφου, Καρέα και Γλυφάδα” λέει ο Νίκος.
"Δεν πίστευα ότι άξιζα όλα αυτά τα συγχαρητήρια"
“Γυρίσαμε τα παιδιά στους γονείς, το πόσο μας ευχαριστούσαν δεν μπορώ να το περιγράψω” λέει. “Μέχρι τότε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το τι ακριβώς είχε γίνει… Δεν πίστευα ότι άξιζα όλα αυτά τα συγχαρητήρια. Ακόμα και την επόμενη μέρα μας ευχαριστούσαν με αναρτήσεις και μηνύματα” εξιστορεί
“Όταν το ζεις όλο αυτό, δεν το καταλαβαίνεις, δεν το αφήνεις να σε επηρεάσει. Εγώ ένιωθα σαν να είχαμε γυρίσει από μια μεγάλη καταιγίδα, χωρίς να κρυώσουμε. Τις τελευταίες ημέρες αρχίζω και συνειδητοποιώ τι συνέβη.
"Τα καταφέραμε χάρη στα παιδιά"
“Πώς τα καταφέρατε;” τον ρωτάμε: “Το θεωρούσαμε αυτονόητο ότι θα τα καταφέρουμε. Είμαστε τυχεροί που ήμασταν εκεί ως πρόσκοποι, με παιδιά τα οποία έχουν ζήσει την προσκοπική ζωή, έχουν πάρει όλες αυτές τις εμπειρίες και έχουν λάβει συγκεκριμένη πειθαρχία -όχι στρατιωτική- αλλά ξέρουν ότι αυτήν τη στιγμή φωνάζουμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με ένα σύνθημα που έχουν μάθει να το ακούνε από τα παιχνίδια τους. Αυτό σε περίπτωση όμως που γίνει κάτι επείγον, με το που ακούνε το ηχητικό σύνθημα πάνε εκεί. Έχουν μάθει από εκδρομές, κατασκηνώσεις, περπάτημα, ξέρουν να στοιχιθούν σε μια γραμμή… Ήταν πάρα πολύ εύκολη η δουλειά μας. Τους είπαμε απλά “Μαζευτείτε, μπείτε στη γραμμή” και φύγαμε” Γι’ αυτό τα καταφέραμε. Γιατί έχουν μάθει να υπακούν σε απλές οδηγίες. “Το χρωστάμε στα παιδιά… Αν ήταν άλλα παιδιά, δεν θα τα είχαμε καταφέρει”
“Πρέπει να είσαι ψύχραιμος. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Και να μην νιώθεις ότι το ‘χεις… το ‘χεις. Εκείνη τη στιγμή κάνεις αυτό που πρέπει”