Νυχτώνοντας ακούστηκε ένας πυροβολισμός και η φωνή του Παύλου: «στη μέση με πήρε παιδιά». Μπήκε στο σπίτι και φώναξε τον καπετάν Πύρζα. Ο Νίκος Πύρζας έτρξε κοντά του. Ο Παύλος έβγαλε από το λαιμό του τον σταυρό που φορούσε πάντοτε και του λέει: «το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου. Και το ντουφέκι του Μίκη. Και να τους πεις ότι έκαμα το καθήκον μου…». Και ζήτησε να τον σκοτώσουν τα παλικάρια του για να μην τον βρούνε οι Τούρκοι ζωντανό. Σε λίγο όμως ξεψύχησε. Ήταν Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 1904.
Σε καιρούς σακάτικους σαν τους τωρινούς που μας περιζώνει η χαμέρπεια και πιάνουμε τις μύτες μας από τις παντοειδείς αναθυμιάσεις, παρηγοριά μονάχη, κάτι σαν υποσυνείδητη ώθηση, είναι η ενασχόληση με την εθνική μας ιστορία. Όπως έλεγε θυμόσοφα κάποιος καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο «αφήστε τα υποκείμενα και καταπιαστείτε με τα κείμενα», εννοώντας πως η εντρύφηση με την ιστορία προσφέρει τον αναζητούμενο ανασασμό.
Ένα μνημόσυνο για τον ήρωα Παύλο Μελά δεν είναι ούτε ανεπίκαιρο ούτε αναιτιολόγητο. Βεβαίως, νυχθημερόν τα συφοριασμένα κοπροκάναλα μπορεί να μας απειλούν με την επερχόμενη φοροδοτική λαίλαπα-η γνωστή τακτική του πανικού των μαζών-όμως όλη αυτή η πλεκτάνη των μνημονίων ευνοεί αυτούς που σκευωρούν εις βάρος της Πατρίδας μας.
Το θέμα της Μακεδονίας παραμένει πληγή πυορρέουσα και πολύ φοβάμαι μήπως τώρα που ο λαός έχει πλήρως αποπροσανατολιστεί και αποσβολωθεί με την οικονομική δυσωδία, «περάσει στα μουλωχτά» όπως λέγεται, καμμιά δυσώνυμη λύση. Η φτώχεια και ο συνοδός πανικός όπως προείπα, αφοπλίζουν, καθηλώνουν αντανακλαστικά, οδηγούν σε αίσθημα παραίτησης και αδιαφορίας. Οι μεγάλες τραγωδίες τότε συμβαίνουν. Πάντοτε μιας εθνικής κατάρρευσης προηγείται μια πνευματικής ήττας. Το 1897, το 1922, το 1974, έτη μεγάλων καταστροφών και τραγωδιών του Ελληνισμού, ήταν τα επίχειρα άθλιων γεγονότων. Το 1897 προηγήθηκε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», το 1922 ο «ολέθριος διχασμός», το 1974 «ο γύψος της επταετίας».
Εδώ και έξι χρόνια βιώνουμε την «λέπρα» των μνημονίων. Οι πολιτικοί νάνοι και αρλεκίνοι υπογράφουν με χέρια και ποδάρια ό,τι τους σερβίρει το Βερολίνο. Θυσιάζουν την πατρίδα για μία φωτογραφία στα έδρανα της Βουλής. Το καρκίνωμα της πατρίδας μας τούτη την εποχή είναι ο πολιτικός και παραπολιτικός συρφετός. Αυτοί δεν επιτρέπουν στον λαό να αναπνεύσει. Αυτοί και οι θυμηδιογόνες κοκορομαχίες τους αποτρέπουν την ευλογημένη ομόνοια, τόσο απαραίτητη στις μέρες μας «Έλληνας ομοφρονέοντας… χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι» έγραφε ο Ηρόδοτος (ιστορία ΙΧ,2), είναι ανίκητοι ενωμένοι οι Έλληνες.
Διάβαζα πρόσφατα ένα βιβλίο για την Αγιά-Σοφιά. («Η Αγιά Σοφιά στην ιστορία και τον θρύλο», του Παναγ. Σπυρόπουλου, εκδ. «Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988).
Σημείωσα κάτι. Τον Μάιο του 1346, καταστροφικός σεισμός κατακρημνίζει μέρος του ναού, την ανατολική αψίδα. Διαβάζω: «Όταν πρωί-πρωί εκυκλοφόρησε στην Πόλη, η θλιβερά είδηση», σημειώνει ο Γρηγοράς, «βοή και θρήνος ηγείρετο μείζων». Άδειασαν αμέσως οικίες και η αγορά και όλοι έτρεξαν να ιδούν το θλιβερό συμβάν… όλοι εβάλθηκαν να απομακρύνουν τα συντρίμμια και «ουδ’ην εκεί διακρίνειν πλούσιον εκ πενήτων, ουδ’ αδόξων ένδοξον (δηλ. Δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει επιφανείς πολίτες από τους άσημους), ουδ’ εκ δεσπότου δούλον…», αλλά όλοι είχαν ένα σκοπό… και, καθώς οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στα δάκρυα, «πλούσιοι, δάκρυσι ραίνουσι τας τε πλίνθους και πέτρας», τις έπαιρναν κατόπιν στους ώμους τους, χωρίς να νοιάζονται για τα τυχόν πολυτελή φορέματά τους, που εσχίζοντο και εσκονίζοντο… Αυτό συνεχίστηκε επί τριάντα ολόκληρα μερόνυχτα». (σελ. 40). Ο ναός της του Θεού Αγίας Σοφίας αποκατεστάθη.
Αυτό δεν έγινε και στην Μακεδονία την περίοδο του Αγώνα; Απ’ όλη την Ελλάδα έσπευσαν αγωνιστές, μαζί τους και ο μεγαλομάρτυρας του Γένους Παύλος Μελάς και έσωσαν την Μακεδονία. Και τα λάβαρα του αγώνα τα κρατούσαν οι ηρωικοί δεσποτάδες. Διαβάζω:
«Στις 30 Αυγούστου του 1907 ο Μακεδονικός λαός αποχαιρετούσε τον ποιμενάρχη του στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας. Χιλιάδες κόσμος είχε συνωστισθεί στην αποβάθρα του σταθμού. Μπροστά απ’ όλους είχαν παραταχθεί τα παιδιά κρατώντας λουλούδια. Ήταν η γενιά, που θα συνέχιζε αύριο το έργο του. Στάθηκε ο Ιεράρχης, χάϊδεψε με το πατρικό του βλέμμα τα παιδιά, αγνάντεψε με στοργή το ποίμνιό του. Αναταράχτηκαν τα στήθη του. Έγινε σιωπή. Ο δημογέροντας Νίκας, προσφωνώντας τον με απερίγραπτη συγκίνηση, ύψωσε κάποια στιγμή τη φωνή του, όρθωσε τη λεβέντικη κορμοστασιά του, ανάπνευσε βαθιά, κάρφωσε το βλέμμα στον απερχόμενο ποιμενάρχη και του φώναξε:
“Δέσποτα, μας παρέλαβες λαγούς και μας έκαμες λιοντάρια. Μείνε ήσυχος. Θα γίνει το θέλημά σου”.
Κι έγινε!… Μετά από δεκαπέντε χρόνια εξορίας συναντούμε το Χρυσόστομο Μητροπολίτη στη Σμύρνη, να προσφέρει τον εαυτό του ιερό σφάγιο στο βωμό του Έθνους. Όμως η φωτιά, έγινε πυρκαϊά. Η Μακεδονία, χάρη στους λιονταρόψυχους αγωνιστές της-παιδιά εκείνου του δεσπότη-ανάπνεε ανάπνεε κιόλας το ζείδωρο αέρα της ελευθερίας». (Μ.Βασιλειάδη, «για την Ελευθερία», σελ. 265).
Ας το χωνέψουν οι τωρινοί κρυφοδαγκανιάρηδες εκκλησιομάχοι, που προσπαθούν να περιορίσουν την εκκλησία στα όρια ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος. Η εκκλησία στάθηκε πάντοτε ελληνοσώτειρα.
Ο Παύλος Μελάς, του οποίου η γνώμη είναι βαρύτερη από του κάθε γελοίου υμνητή της πολυπολιτισμικότητας, έγραφε στην αγαπημένη του Ναταλία, περί του 1904 από τη χειμαζόμενη Μακεδονία: «Και τώρα έβλεπα όλας τας δυσκολίας ορθουμένας εμπρός μου. Ούτε ανθρώπους είχα ούτε χρήματα ούτε συνεννόησιν… Τότε τους είπα τα εξής: επειδή πάντοτε κατά τους αγώνας του έθνους μας προΐσταντο η Εκκλησία, έτσι τώρα πρo πάντων ότε κατ’ αυτής στρέφονται αι επιθέσεις των εχθρών μας, πρέπει και πάλιν η Εκκλησία να προστατεύσει τον αγώνα διά την συνεννόησιν των κοινοτήτων προς αλλήλας και την αλληλοβοήθειαν». Θα πουν οι διάφοροι «ναιναίκοι»: οι καιροί άλλαξαν, οι άνθρωποι ξύπνησαν, το ράσο είναι σκοτάδι, οι καλόγεροι καλοπερνούν, οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε και λοιπές χαζοχαρούμενες ανοησίες.