Οταν εκείνο το πρωινό του 1974 η Ζωζώ Χριστοδούλου έφθασε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο κάθιδρη, δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει τον συμβολισμό της πράξης της. «Δεν ήθελα να αποδείξω κάτι. Ηθελα απλώς να τρέξω», λέει. Η μικρόσωμη δρομέας όμως είχε πετύχει περισσότερα. Είχε ήδη κατακτήσει το αυτονόητο: Το δικαίωμα ως γυναίκα να σταθεί πλάι σε άντρες στην αφετηρία ενός μαραθωνίου.
Σήμερα, η ιστορία της φαντάζει τόσο μακρινή, όπως τα κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που φυλάει στα άλμπουμ της. Πέρυσι 2.518 γυναίκες τερμάτισαν στον Μαραθώνιο της Αθήνας, ενώ το 2005 δεν είχαν ξεπεράσει τις 357. Σε δύο εβδομάδες, στις 12 Νοεμβρίου, χιλιάδες άλλες θα αγωνιστούν στην ίδια διαδρομή. Πριν από τέσσερις δεκαετίες, όμως, η κ. Χριστοδούλου ήταν αντιμέτωπη με περιορισμούς και απαγορεύσεις.
Γεννήθηκε το 1951 στο Κάιρο της Αιγύπτου και σε ηλικία 16 ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Ξεκίνησε στίβο στον Αθλητικό Ομιλο Φιλοθέης και για μεγάλο διάστημα ήταν η μοναδική γυναίκα στην ομάδα. Τότε επιτρεπόταν να αγωνιστεί μόνο μέχρι την απόσταση των 1.500 μέτρων. «Κορόιδευαν τις γυναίκες που έτρεχαν στον δρόμο. Ελεγαν ότι δεν είναι άθλημα για αυτές. Οτι το σώμα αλλάζει και γίνεται ανδρικό», λέει όταν τη συναντάμε στο σπίτι της στον Χολαργό.
Αυτές οι αντιλήψεις είχαν τις ρίζες τους σε περασμένες δεκαετίες, αλλά παρέμεναν έως έναν βαθμό δημοφιλείς μέχρι και το ’70. Επικρατούσε σε ορισμένους η άποψη ότι η έντονη άθληση θα δυσκόλευε τον τοκετό ή ότι το γυναικείο σώμα δεν μπορούσε να αντέξει την κόπωση των χιλιομέτρων. Το 1927, στην εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη αναφερόταν ότι «η γυναίκα είναι διαφορετικά πλασμένη από τον άνδρα, η ικανότης της ισούται με παίδα ή έφηβον. Συνιστάται η άθλησις διότι μέσω αυτής θα επιτευχθή η ανθηρότης και το κάλλος της εγγάμου γυναικός και το οποίον είναι ο ισχυρότερος συζυγικός δεσμός, ο εξασφαλίζων την ήρεμον και ευχάριστον συμβίωσιν». Ακόμη, η ίδια εγκυκλοπαίδεια συνιστούσε τότε να αποφεύγονται από τις γυναίκες «επικίνδυνα διά την σωματικήν διάπλασιν αγωνίσματα όπως είναι το άλμα εις ύψος, η ποδοσφαίρισις, ο ανώμαλος δρόμος, η πυγμαχία».
Ως προπονητής γυναικών στην ομάδα στίβου του Εθνικού, ο Ηλίας Αντζουλάτος προσπαθούσε να αλλάξει αυτή τη νοοτροπία. Δεν είχε όμως εύκολο έργο. Ο σύλλογός του, αν και διέθετε ομάδα 40 αθλητριών, παρέμενε συντηρητικός στις προσεγγίσεις του. Αρχικά επιτρεπόταν στις γυναίκες η εκγύμναση μόνο τα πρωινά και –αυστηρά– δύο φορές την εβδομάδα. Αργότερα, οι ημέρες διπλασιάστηκαν, το ξεχωριστό ωράριο όμως τηρήθηκε για αρκετά χρόνια. «Για να μη σκανδαλίσουν τους άνδρες που γυμνάζονταν το απόγευμα και για να μην αλλάξει το status quo», λέει ο 70χρονος σήμερα προπονητής.
Χρειάστηκε να περάσει καιρός ώσπου να αποκτήσουν οι αθλήτριες δικά τους αποδυτήρια (σε κάποιες περιπτώσεις άλλαζαν σε αποθήκες) ή να τους εξασφαλίζει η ομοσπονδία οδοιπορικά και γεύματα, όπως έκανε και με τους άντρες. Οι μεγάλες αποστάσεις όμως παρέμεναν απρόσιτες για τις γυναίκες στην Ελλάδα.
Ωσπου τον Οκτώβριο του 1974, λίγες ημέρες πριν από τον Μαραθώνιο της Αθήνας, η Ζωζώ Χριστοδούλου διάβασε στις εφημερίδες ότι 44 Γερμανίδες θα συμμετείχαν στον αγώνα. Αυτή ήταν η ευκαιρία της. Αν και δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί κατάλληλα ζήτησε άδεια από την ομοσπονδία στίβου, έλαβε ειδική γνωμάτευση από ιδιώτη γιατρό και βρέθηκε στην εκκίνηση. Τέσσερις ημέρες πριν από τον αγώνα έκανε και τη μεγαλύτερη προπόνησή της τρέχοντας συνεχόμενα 21,5 χλμ.
Προπονητής της τότε ήταν ο κ. Αντζουλάτος. Επέμενε όσο κανείς άλλος για τη συμμετοχή της. «Εβλεπα μακριά», λέει. «Εκείνη την εποχή φαινόταν ελάχιστο, αλλά έβλεπα ότι ανοίγει μια ιστορική σελίδα για την Ελλάδα και το γυναικείο αθλητισμό. Ηταν ένα βήμα μπροστά». Κατά τη διάρκεια του αγώνα, πάντως, όσο η αθλήτρια με τον αριθμό 606 δεν φαινόταν στο στάδιο κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε εγκαταλείψει. Μάλιστα, κάποιοι έλεγαν τότε ότι, επειδή η κ. Χριστοδούλου έμενε στο Νέο Ψυχικό, έστριψε σε κάποιο σημείο της διαδρομής και πήγε σπίτι της. Οι συγγενείς της, όμως, και ο προπονητής της, που περίμεναν στο Καλλιμάρμαρο, δεν πείθονταν. Ηξεραν ότι η 23χρονη τότε αθλήτρια είχε παροιμιώδες πείσμα.
Τελικά χρειάστηκαν 5 ώρες 1 λεπτό και 20 δευτερόλεπτα μέχρι να τερματίσει η πρώτη Ελληνίδα στον Μαραθώνιο. «Ηταν σαν όνειρο, δεν ξεχνιέται», λέει η κ. Χριστοδούλου. «Σε όλα τα πράγματα κάποιος είναι πρώτος. Ετυχε να είμαι εγώ. Η ουσία για εμένα ήταν να τερματίσω, να νιώσω τη χαρά της απόστασης».
Εκείνος πάντως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος της αγώνας στη διαδρομή των 42.195 μέτρων. Προβλήματα τραυματισμών τα επόμενα χρόνια της στέρησαν άλλες συμμετοχές. Τα τελευταία χρόνια όμως περιμένει τους δρομείς σε κάποιο σημείο της Λεωφόρου Μεσογείων για να τους ενθαρρύνει. Το τρέξιμο για την ίδια ήταν ένα εφόδιο να ξεπεράσει δυσκολίες και άγχη και να ολοκληρώσει τις σπουδές της στη Ψυχολογία. Οπως συνηθίζει να λέει, «το τρέξιμο είναι το οξυγόνο» της.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα οκτώ χρόνια από εκείνον τον αγώνα της Ζωζώς Χριστοδούλου για να διοργανωθεί το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα Μαραθωνίου γυναικών, το 1982, με μόλις επτά συμμετοχές.
Εκτοτε έχουν αλλάξει πολλά. Ολο και περισσότερες γυναίκες ασχολούνται ερασιτεχνικά με το τρέξιμο, οι εταιρείες αθλητικών ειδών στρέφονται δυναμικά προς αυτό το κομμάτι της αγοράς, ενώ από το 2012 διεξάγεται στην Ελλάδα ένας αγώνας αποκλειστικά για γυναίκες, το Ladies Run. Η ανταπόκριση είναι μεγάλη, καθώς στις δύο διαδρομές του αγώνα, πέντε και δέκα χιλιομέτρων, οι 250 συμμετοχές του πρώτου έτους έφτασαν πέρυσι τις 1.200. «Οι γυναίκες έχουν αυξηθεί γενικότερα και είναι πιο ανταγωνιστικές. Εχουν εντάξει το τρέξιμο στη ζωή τους», λέει η Μάγδα Γκούμα, μέλος της οργανωτικής ομάδας του Ladies Run. Και η ίδια ως δρομέας διαπιστώνει αυτές τις αλλαγές ειδικά την τελευταία δεκαετία.
Στο βιβλιαράκι «Γυναικείος Κλασσικός Αθλητισμός» που έγραψε και τύπωσε το 1975 ο Ηλίας Αντζουλάτος, εμπνευσμένος από το παράδειγμα της κ. Χριστοδούλου, είχε προβλέψει αυτή την εξέλιξη. «Είμαι ευτυχής που βλέπω τόσες πολλές γυναίκες να τρέχουν, να προσπαθούν και να είναι ισότιμες με τους άντρες», λέει σήμερα στην «Κ». «Και είμαι ακόμη πιο ευτυχής που έβαλα ένα λιθαράκι για να πέσει αυτό το ταμπού».