Το ημερολόγιο έδειχνε 18 Ιουλίου 1944 όταν τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα στη Ρόδο εξέδιδαν διαταγή να παρουσιαστούν στο κτίριο τής (τότε) Αεροπορίας όλοι οι άνδρες Εβραίοι του νησιού και την επόμενη μέρα όλες οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά. Για τους περισσότερους εκ των σχεδόν 2.000 Εβραίων της Ρόδου, αυτό έμελλε να είναι ένα προσκλητήριο θανάτου και το ταξίδι προς το στρατόπεδο- κολαστήριο του Άουσβιτς, ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή…
Ο διαπεραστικός ήχος από τις σειρήνες, που εσκεμμένα έθεσαν σε λειτουργία οι Γερμανοί για δήθεν επίθεση από τους Άγγλους, έκανε τους υπόλοιπους Ροδίτες να κρυφτούν σε σπίτια και καταφύγια, με αποτέλεσμα να μη δουν την πομπή των Εβραίων συντοπιτών τους, που πλησίαζε το λιμάνι. Ο Σάμυ Μοντιάνο ήταν τότε μόλις 13 ετών και μαζί με τον πατέρα του και την αδελφή του ήταν μεταξύ αυτών που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους την οικογενειακή εστία και θαλπωρή και να πάνε εκεί, όπου αντίκρισαν τις «πύλες του θανάτου», όπως γλαφυρά περιγράφει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο σχεδόν 90χρονος, σήμερα, Σάμυ Μοντιάνο, ένας από τους τελευταίους επιζώντες Ροδεσλί (Εβραίους της Ρόδου).
«Το δικό μας ήταν το πιο δύσκολο και το πιο μακρύ ταξίδι που έχει γίνει. Διήρκεσε έναν μήνα. Φτάσαμε μπροστά στις πύλες, στα δωμάτια του θανάτου, το πρωί της 16ης Αυγούστου 1944. Πολλοί πέθαναν στον δρόμο, μερικούς τους έριξαν στη θάλασσα, άλλους πάνω από το τρένο. Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι για όλους, μέσα στη βρώμα και τη ζέστη», θυμάται ο Σάμυ Μοντιάνο, ο οποίος δοξάζει τον Θεό επειδή, όπως λέει, πήρε κοντά Του τη μητέρα του, το 1941, και δεν πρόλαβε να βιώσει τη φρίκη. «Η μάνα μου είχε -ευτυχώς- προλάβει να πεθάνει. Ευχαριστώ τον Θεό που την πήρε και δεν είδε τις δυσκολίες που βρήκαμε εμείς μετά», λέει.
«Δεν είχαμε καταλάβει ότι πηγαίναμε στον θάνατο…»
Παρά το δύσκολο και μακρύ ταξίδι, ο ανθρώπινος νους αδυνατούσε να φανταστεί το μέγεθος της επερχόμενης συμφοράς. «Κανένας από εμάς δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Περιμέναμε ότι θα ήμασταν μαζί όλοι… θα δυσκολευόμασταν μεν, αλλά όλοι μαζί. Εγώ ήμουν μόλις 13 ετών, αλλά έβλεπα στα μάτια των μεγάλων ότι κανείς δεν είχε καταλάβει πως ήταν το τελευταίο ταξίδι μας, το ταξίδι του θανάτου. Γιατί αν ξέραμε ότι πηγαίναμε στον θάνατο, κάτι θα μπορούσε να είχε γίνει. Αλλά κανείς δεν ήξερε κάτι τέτοιο», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σάμυ Μοντιάνο.
«Στις 16 Αυγούστου», συνεχίζει, «έγινε η διαλογή. Ένας γιατρός -λέγεται πως ήταν ο Μένγκελε- έπαιρνε την απόφαση να μας χωρίσει. Το 80% τους χώρισε απευθείας, για να πάνε στους θαλάμους αερίων και το άλλο 20% για να μείνουν στη δουλειά. Μας έβαλαν ένα νούμερο στο χέρι και τότε μόνο καταλάβαμε ότι όλοι ήμασταν καταδικασμένοι στο θάνατο».
Για τον Σάμυ Μοντιάνο, η 16η Αυγούστου 1944 ήταν, όπως τονίζει, «η πιο μαύρη μέρα», καθώς ήταν και η τελευταία που είδε αγαπημένα πρόσωπα. «Είδαμε ότι χωριζόμασταν από τους δικούς μας, αλλά είχαμε μια ελπίδα πως θα τους ξαναδούμε. Δυστυχώς ήταν η τελευταία στιγμή που τους βλέπαμε. Οι περισσότεροι ήταν αθώα παιδιά. Εκεί μέσα ήταν τα ξαδέλφια μου, οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου, τα πάντα…».
Βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του ηλικιωμένου επιζήσαντα έχει μείνει και η στιγμή του αποχωρισμού του πατέρα του από την κόρη του και δική του αδελφή. «Θυμάμαι πολύ καλά πως τον πατέρα μου τον «σκότωσαν» στο ξύλο, γιατί δεν ήθελε να χωριστεί από τη Λουκία. Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την οικογένεια και θυμάμαι πολύ καλά τον πόνο που είχε ως ένας γονέας που βλέπει να τον χωρίζουν βίαια από την κόρη του, μια όμορφη κοπέλα 16 ετών. Είναι ένας πόνος που μένει, δεν μπορείς να τον ξεχάσεις ποτέ», σημειώνει.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1945, όταν οι Ρώσοι στρατιώτες μπήκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, βρήκαν τον Σάμυ Μοντιάνο σχεδόν ετοιμοθάνατο από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, δίνοντάς του μια δεύτερη ευκαιρία για τη ζωή.
Ο ίδιος, ωστόσο, στο ερώτημα πώς κατάφερε να επιζήσει στο κολαστήριο του Άουσβιτς αδυνατεί να βρει την απάντηση. Με φωνή που «λυγίζει» και μια βραχνάδα που προδίδει την έντονη συγκίνηση, λέει: «Αυτή είναι μια ερώτηση που δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια. Κι εγώ έπρεπε να είμαι ένας απ΄ αυτούς. Η αδελφή μου, η Λουκία, έζησε μόνο 20 ημέρες, ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος μόλις 45 ετών, έζησε 30 μέρες. Όλοι, ένας- ένας, έφευγαν μπροστά στα μάτια μου. Δεν μπορείς να το ξεχάσεις, δεν σβήνονται αυτά τα πράγματα. Μένουν. Κυρίως επειδή εγώ δεν ήμουν ένας άνδρας τότε, ήμουν ένα παιδί, μόλις 13 ετών. Κι αυτά δεν μπορείς να τα σβήσεις αυτά από τα μάτια ενός παιδιού…».
Βαθιά μέσα του τον βασανίζει το «γιατί» δεν «έφυγε» κι αυτός μαζί με τους δικούς του. «Ήθελα κι εγώ να πάω μαζί τους, αλλά ο Θεός δεν ήθελε να με «πάρει». Με έστελνε πίσω. Θυμάμαι πως ήμουν 23-24 κιλά και με έβαλαν οι Γερμανοί να κάνω πορεία θανάτου. Δεν άντεξα, ήμουν σχεδόν νεκρός, έπεσα κάτω και περίμενα να μου δώσουν την τελευταία σφαίρα, αλλά δεν μου την έδωσαν αυτή τη σφαίρα. Γιατί; Έμεινα ξυπόλητος, με μια πιζάμα, μέσα στο χιόνι με -25 βαθμούς στις 25 Ιανουαρίου 1945. Με μάζεψαν την άλλη μέρα οι Ρώσοι νομίζοντας ότι είμαι νεκρός…», αναφέρει.
«Αισθάνεσαι ένοχος, αισθάνεσαι «προνομιούχος» κι αυτό σε αφήνει δυστυχώς με πολλά ερωτήματα δίχως απάντηση», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Μοντιάνο.
Η «αποστολή» να διατηρηθεί η μνήμη ζωντανή κι ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του
Ο Σάμυ Μοντιάνο επέλεξε να «σπάσει» τη σιωπή του για όσα βίωσε, το 2005, καθώς συνειδητοποίησε εν τέλει, όπως λέει, ότι ο Θεός διάλεξε κάποιους να επιζήσουν για να πουν στους νέους πως δεν πρέπει να γίνουν «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ» αυτά που έχουν δει τα δικά του μάτια.
«Το 2005 αποφάσισα να αρχίσω να πηγαίνω στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Δεν σταμάτησα μέχρι τώρα, που είμαι σχεδόν 90 χρονών και αντέχω ακόμα. Όσο έχω δύναμη δεν θα σταματήσω ποτέ. Το κάνω γιατί έχω αυτή την αποστολή που μου έδωσε ο Θεός και η ζωή», τονίζει ο κ. Μοντιάνο και περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σκηνές νέων που κλαίνε μαζί του επισκεπτόμενοι το Άουσβιτς σαν ένα άλλο είδος μνημοσύνου για τους ανθρώπους που «έφυγαν» τόσο άδικα και βίαια.
Η ιστορία της πολυκύμαντης ζωής του Σάμυ Μοντιάνο θα ξαναζωντανέψει απόψε (Σάββατο 21/9) μέσα από το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, «Σάμουελ Μοντιάνο – Η Αποστολή- από τη Ρόδο στο Άουσβιτς», που θα προβληθεί στο Δημοτικό Θέατρο της Ρόδου, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Τη σκηνοθεσία του ντοκιμαντέρ, που κάνει πρεμιέρα στο νησί απ΄ όπου ξεκίνησαν όλα, υπογράφουν οι Δέσποινα Μαζαράκη, Γιώργος Τζεδάκης, Δημήτρης Κόκκινος και τη μουσική ο Αντώνης Κυζούλης.