«Κι απόψι εί – κι απόψι είνι Απουκρ(ι)ές». Η αποκριά στον Έβρο είναι η γιορτή του ξέφρενου γλεντιού, της ελευθεριάζουσας διάθεσης, της ανατροπής των παραδοσιακών ρόλων, των σκωπτικών και με σατιρική διάθεση εθίμων με συμβολισμούς που ανάγονται στην αναπαραγωγή, όπως το όργωμα και η σπορά. Έθιμο-ορόσημο την Κυριακή της Τυρινής, ο «Μπέης» ή «Κιοπέκ Μπέης», που, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό, λαογράφο, συγγραφέα και χοροδιδάσκαλο Δημήτρη Βραχιόλογλου, κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο και γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης.
Ο «φόρος» που εισπράττεται, εν μέσω ευχών για καλή σοδειά, επιβολής ποινών, πειραγμάτων προς και από τον «Μπέη», δεν είναι τίποτε άλλο από διάφορα κεράσματα αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθησή της να βλαστήσει.
Το απόγευμα, ο θίασος αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πλατεία όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού, γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς με τον «Μπέη» να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.ά. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι «Αράπηδες», να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου (όπως του Αράπη με τον Κατή), μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή, και με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως διάθεση που αρμόζει σε ένα αποκριάτικο γλέντι, λίγο πριν από την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, της εβδομάδας των Παθών του Χριστού και της νηστείας. Τη συγκεκριμένη ημέρα οποιοσδήποτε ξένος-επισκέπτης βρισκόταν στο χωριό ακινητοποιούνταν και ο «Αράπης» με ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί (τοπούζι) τον «καλύβωνε» (τοποθετούσε πέταλα στα πόδια) και μπορούσε να μείνει στο χωριό μόνο εφόσον έδινε το οικονομικό αντίτιμο που του ζητούσε.
Το τελευταίο φαγητό που έτρωγαν οι Εβρίτες, το βράδυ της Κυριακής και πριν από την έναρξη της νηστείας ήταν το αυγό.
Το κόκκινο αυγό της Ανάστασης ήταν το πρώτο αρτύσιμο φαγητό με τη λήξη της Σαρακοστής, εξ ου και η φράση που ακούγεται ακόμη και σήμερα «με το αυγό το κλείνω με το αυγό το ανοίγω» (έναρξη και λήξη νηστείας). Το αυγό το κρεμούσαν με έναν σπάγκο από τα ξύλινα δοκάρια της οροφής του σπιτιού και τα μέλη της οικογένειας προσπαθούσαν να το δαγκώσουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χέρια. Εκείνος που το κατάφερνε θα είχε καλή υγεία. Το ίδιο βράδυ τα νεότερα ζευγάρια επισκέπτονταν τους γονείς τους, πρωτίστως του γαμπρού, αλλά και τους άλλους συγγενείς, ζητώντας συχώρεση για όσα ενδεχομένως άθελά τους είπαν ή έκαναν που μπορεί να τους στενοχώρησαν. «Σχουρμένα και βλουημένα (ευλογημένα)» εύχονταν καθώς φιλούσαν το χέρι των πρεσβυτέρων, αρχίζοντας πάντα από τον μεγαλύτερο σε ηλικία. Τα «Σχουρμένα», ακόμη κι αν δεν υπήρχε λόγος για να ζητήσει κάποιος συγνώμη, ήταν μία κίνηση εκτίμησης και σεβασμού προς το σύνολο των μελών της οικογένειας. Οι νιόπαντρες ερχόμενες στο σπίτι των πεθερικών, πρόσφεραν δώρο στην πεθερά (κάποιο ύφασμα για να ράψει φουστάνι, μία πετσέτα, παντόφλες κ.ά.), ενώ οι πεθερές ετοίμαζαν χαλβά για τις αρραβωνιαστικιές των γιων τους, ο οποίος συνοδευόταν και από ένα δώρο ανάλογα της οικονομικής τους κατάστασης (χρυσαφικό ή ύφασμα).
Από την Καθαρά Δευτέρα έως και την Τετάρτη, οι κάτοικοι του Έβρου νήστευαν είτε απέχοντας ολοκληρωτικά από το φαγητό, το ποτό, ακόμη και το νερό «μπιτιούνκου», είτε έπιναν νερό το απόγευμα «κιντιάσιου». Το απόγευμα της Τετάρτης και μετά τον Εσπερινό αντάλλασαν φαγητά. Τέλος, την Καθαρά Δευτέρα, οι νοικοκυρές έπλεναν όλα τα «αγγειά», δηλαδή τα οικιακά σκεύη για να μην υπάρχει ίχνος αρτύσιμου υπολείμματος. Τα αρτύσιμα εδέσματα και τα γλέντια διακόπτονται καθόλη τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Λ. Παπαδημητρίου.