28/12/2018 - 08:52
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων, κατεβήκαμε με τον Δημήτρη Γιαννουκάκη, ρεπόρτερ τότε των «Αθηναϊκών Νέων», στη Βαρβάκειο για να χαζέψουμε…
«Σας δίδω μίαν συμβουλήν: Του χρόνου, την παραμονήν των Χριστουγέννων, εάν δεν έχετε πού να πάτε, εάν δεν ξεύρετε πώς να περάση λίγο η ώρα σας, σας συνιστώ να κάμετε μια βόλτα στην αγορά.
Παραξενεύεσθε; Έχετε άδικον. Διότι είνε αναμφισβήτητον ότι η παραμονή εις την αγοράν των Αθηνών κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων είνε τόσον προβληματική όσον και... διασκεδαστική!
Κύματα ανθρώπων, συνανθρώπων, συμπολιτών, ωκεανός αληθινός από χριστιανούς πάσης τάξεως και προελεύσεως.
Εκεί έχουν δώσει ραντεβού ο φτωχός άνθρωπος του λαού, που ψωνίζει κάθε μέρα μόνος του, με τον πλούσιον κύριον, που επήγε να ψωνίση μόνος του για το επίσημον της ημέρας. Η γρηούλα που προεξώφλησε την σύνταξι και η σαχλή κοκόττα με το πεκινουά υπό μάλλης. Υπάλληλοι, μοδιστρόνια, φοιτηταί, φαντάροι, νέοι, γέροι, άνθρωποι κάθε ράτσας, τύποι περίεργοι, πορτοφολάδες, πολισμάνοι...
Κόσμος και κοσμάκης
από σόι κι' απ' αράδα
και του μπέη η φοράδα...
από σόι κι' απ' αράδα
και του μπέη η φοράδα...
όπως συνηθίζει να λέγη και ο Χατζηαβάτης εις τον Καραγκιόζην. Αλλ' ας αρχίσω, καλύτερα, από την αρχήν...
***
-Θα κάμετε, λοιπόν, μια βόλτα στην αγορά, μου είπε ο αρχισυντάκτης και θα κάμετε μια περιγραφή για την κίνησι και ό, τι αξιοπερίεργον βρήτε...
-Θα κάμετε, λοιπόν, μια βόλτα στην αγορά, μου είπε ο αρχισυντάκτης και θα κάμετε μια περιγραφή για την κίνησι και ό, τι αξιοπερίεργον βρήτε...
Και εξεκίνησα. Δια της οδού Αθηνάς επορεύθην εις την αγοράν... Εισήλθα από την κεντρικήν είσοδον των ιχθυοπωλείων. Η μεγάλη αφθονία και ποικιλία των ψαριών με εξέπληξε. Ποικιλία αφάνταστος. Υπήρχαν εκεί ψάρια παντός είδους, διαμετρήματος και μεγέθους! Ψάρια πάσης γεύσεως, ορέξεως και τσέπης! Ψάρια για πτωχούς, ψάρια για πλούσιους, για καλοφαγάδες, για Λουκούλλους, για γαμπρούς, ψάρια για πεθερές -κοινώς γατόψαρα-...
Η εμφάνισις δημοκρατικωτάτη. Η ταπεινή μαρίδα ευρίσκετο δίπλα εις μυστακοφόρα μπαρμπούνια -70 δραχμάς παρακαλώ! Η σεμνότατες σαρδέλλες ακουμπούσαν επάνω εις κάτι κατακόκκινους αστακούς -80 δραχμάς παρακαλώ!...-, μία γόπα ήγγιξε την ουράν σεβαστής συναγρίδας -90 δραχμάς παρακαλώ!...
Υπήρχαν ακόμη εκεί και λιθρίνια, καλαμάρια, τσιπούρες, σουπιές, παλαμίδες, ροφοί, οκταπόδια, χέλια, σαφρίδια, κέφαλοι, κεφαλόπουλα, μπακαλιαρόπουλα, σκορπιοί, αθερίνα, γαρίδες, καραβίδες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός...
Αλλά ήτο αδύνατον να ψωνίση κανείς. Όχι τόσον από τον κόσμον, όσον από τον θόρυβον.
Φωνές, καυγάδες, αντεγκλήσεις, παζάρια, λιποθυμίες, τα κάλαντα, η αγορανομία, όλα μαζί έδιδαν μια τόσην σύγχυσιν εις την ατμόσφαιραν, ώστε σου ήτο αδύνατον και να συννενοηθής.
-Μαρίδα του Φαλήρου.
-Σακκούλες! Πάρτε σακκούλες!
-Οκτώ λεμόνια ένα τάλληρο!
-Καλήν εσπέραν άρχοντες!
-Πάρτε καλαμάρια του γαλάτου!
-Εδώ η μις Συναγρίδα!...
-Ε! ρε γαρίδα λεβέντισσα!
-Πρόσεχε τα ψώνια... Καλλιρόη!...
-Τάρα-τζουμ! Τζουμ!... Τζουμ! (η απαραίτητη μουσική υπόκρουση)
-Μαμά! Θα μου πέση το λάχανο!...
-Τι το μυρίζεις αφεντικό; Ψάρι είνε!...
-Χριστού την θείαν γέννησιν...
Με κόπον κατορθώνω και προχωρώ. Ένας μεγαλοπρεπής ψαράς προσκαλεί τους διαβάτας εμμέτρως:
-Προϊόντα της θαλάσσης, πάρε κόσμε να χορτάσης!
Το αυτί μου παίρνει και αδιακρίτους διαλόγους:
-Είνε φρέσκια η τσιπούρα;
-Μια βολά από του λόγου σου μαντάμ, πειό φρέσκια είνε...
-Τι ψάρι είνε αυτό; ρωτά ένας κύριος.
-Γαλέος.
-Γαλιλαίος; Πρώτη φορά το ακούω...
-Μην το παίρνεις Γιάννη, επεμβαίνει η σύζυγος του ερωτώντος. Σιγά να μη φάμε Γαλιλαίο!
-Τα μπαρμπούνια σου δεν φαίνονται φρέσκα...
-Της ώρας!...
-Γιατί είνε το μάτι τους θολό;
-Έχει θολώσει από την πείνα... επεμβαίνει άλλος.
-Πίνα είπες; Έχεις καμμία;
Ένας άνθρωπος του λαού θέλει να αγοράση μπαρμπούνια... Τα βρίσκει ακριβά:
-Εξήντα δραχμές; Πολλά είνε...
-Μα έχουν μουστάκι...
-Δος μου τα ξουρισμένα!
***
Τέλος πάντων, κατώρθωσα και έφυγα από τα ψαράδικα, αλλά έπεσα εις την απέναντι πλευράν, όπου επωλούσαν πατσές και ποδαράκια.
Και εδώ ο συνωστισμός αφόρητος.
Ο κοσμάκης, ο πολύ φτωχός, που ούτε τα Χριστούγεννα δεν τολμά να ατενίση το κρέας, το ρίχνει στα ποδαράκια τα αρνίσια, ογδόντα λεπτά το ένα. Σχετικώς φθηνά. Και κάνουν σούπα γευστικώτατη.
***
Πολύ μεγάλη κίνησις εις τα πουλερικά. Ο πρώτος πωλητής πουλερικών που συνήντησα, διελάλει το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως:
Πετάμενα, πετούμενα
της γης τα κατοικούμενα!
Έχω κόττες και κοκόρια
και της γαλοπούλες χώρηα!
της γης τα κατοικούμενα!
Έχω κόττες και κοκόρια
και της γαλοπούλες χώρηα!
Όντως η γαλοπούλες, με λίαν αξιοπρεπή εμφάνισιν, είνε χωριστά από τα κοινότερα πετούμενα. Η περισσότερες είνε επιχαρίτως δακεκοσμημένες με χρωματιστές κονκάρδες! Όλες μαδημένες αψόγως, δεν έχουν παρά τρία-τέσσερα μεγάλα φτερά εις τον κόκκυγα, τον καρδινάλιον άλλως ονομαζόμενον.
Αφθονία μεγάλη και εις τα πουλερικά. Κόττες, κοττόπουλα, πουλάδες, πετεινάρια, γάλοι, γαλοπούλες, πάπιες, αγριόχηνες, μπεκάτσες, περιμένουν στα τσιγκέλια αγοραστάς. Αλλά οι αγορασταί εδώ, μολονότι περιεργάζονται απλήστως τα εκτεθειμένα πουλερικά, δεν πολυεκτίθενται οι ίδιοι εις διαπραγματεύσεις...
... Ένας πτηνοπώλης δεν καταδέχεται την δραχμήν. Πουλάει εις συνάλλαγμα:
-Πόσο οι γάλλοι;
-Εβδομήντα φράγκα...
Ο αγοραστής επιχειρεί να κάμη πνεύμα:
-Εις φράγκα πουλάτε;
-Γάλλοι είνε!
Ένας δάσκαλος κυττάζει τας τιμάς των ορνίθων και φαίνεται απογοητευμένος:
-Προτιμώ να φάγω τας Όρνιθας του Αριστοφάνους!... τον ακούω να ψιθυρίζη...
***
Φεύγω από τα πουλερικά, κατευθυνόμενος προς τα κρεοπωλεία. Εδώ η κίνησις και ο συνωστισμός είνε εις... δίεσιν!... Με συγχωρείτε αν ομιλώ μουσικώς, αλλά τα αυτιά μου είνε γεμάτα από ήχους.
Τα κρεοπωλεία είνε και αυτά διακεκοσμημένα με κλάδους πεύκων, κλάδους χουρμαδιάς, κλάδους ελάτης και με απαραίτητες χάρτινες, πολύχρωμες γιρλάντες. Δίπλα μου με ξεκουφαίνει μια ολόκληρη μπάντα:
-Ταρατα-τζουμ... ταρατα-τζουμ! Τζουμ! Τζουμ!
Ένας αθεόφοβος τύπος έχει πλευρίσει ένα μικρό μοδιστράκι:
-Του γάλακτος είσαι... της ψιθυρίζει.
Κυττάζω τας επιγραφάς των κρεοπωλείων:
Αρνάκι Γάλακτος Δραχ. 40
Μοσχάρι Θηβών " 32
Αιξ Περλεπέ " 28
Κυμάς " 36
Χοιρίδιον Χαλκίδος " 42
Εντόσθια " 30
Μοσχάρι Θηβών " 32
Αιξ Περλεπέ " 28
Κυμάς " 36
Χοιρίδιον Χαλκίδος " 42
Εντόσθια " 30
Έτσι μανθάνει κανείς ότι η Χαλκίς παράγει χοιρίδια, η Θήβα μοσχάρια, ο Περλεπές κατσίκες και το γάλα... αρνάκια...
Δεξιά και αριστερά συζητήσεις:
-Έχετε μυαλά;
-Αμ αν είχα μυαλά, δεν θα ήμουνα χασάπης!
Ελληνίζων κρεοπώλης εξηγεί εις τον πελάτην:
-Δεν σ'αρέσει το κρέας; Είνε αμνός.
-Μου φαίνεται πως είνε... αχαμνός!
Κάποιος γαλατάς παζαρεύει ένα αρνάκι:
-Δεν θέλω αρνάκι του γαλάτου, διότι ξέρω ότι όλα τα γάλατα είνε νερωμένα... Γαλατάς είμαι!
Ο αθεόφοβος τύπος που κυνηγά της γυναίκες, είνε πολυάσχολος. Το περιβάλλον τον επηρεάζει τρομερά. Τον ακούω μια στιγμή να λέγη:
-Να χαθής κατσίκα!
Απορώ πως δεν της είπε:
-Να χαθής αιξ περλεπέ!
***
... Εις ένα από τους διαδρόμους της αγοράς, υπάρχει ένα ουζοπωλείον του ποδαριού!...
Και εδώ συνωθείται κόσμος πολύς. Άνθρωποι, μάλλον λαϊκών τάξεων, προσπαθούν μέσα εις τον συνωστισμόν να πάρουν ένα ούζο εις το πόδι. Οι μεζέδες; Μάλλον στοιχειώδεις. Εν τούτοις υπάρχει μεταξύ των απαραιτήτων τουρσιών και ελαιών και ένα πιατάκι με... παστουρμάν. Ρίπτω ένα βλέμμα προς την ταμπέλλαν του καταστήματος. Το όνομα του ουζοπώλου λήγει εις... ογλού. Χωρίς καμμιά αντίρρησιν δικαιολογώ τον παστουρμά:
Νάτος πάλιν και ο αθεόφοβος τύπος που πλησιάζει της γυναίκες. Έχει διπλαρώσει τώρα κάποιο δουλικό και του ψιθυρίζει:
-Ένα μεζεδάκι θέλω!... Αχ!...
Αποφεύγω να πιω ούζο. Είνε τόσον μεγάλη η κίνησις του μαγαζιού, ώστε καταντά προβληματικόν το πλύσιμο των ποτηριών. Άλλως τε η ώρα περνά και φοβούμαι μήπως χάσω τα μανάβικα! Φεύγω.
***
Πατάτες, ντομάτες, ραδίκια, αντίδια, παντζάρια, σελινόριζες, πιπεριές, κρεμμύδια, ραπανάκια, σέσκουλα, φασολάκια, βλίτα, πορτοκάλια, μήλα, αχλάδια, μανδαρίνια... Λαβύρινθος!
Ο κόσμος συνωθείται απελπιστικά. Είνε προφανές, ότι όλοι οι Αθηναίοι έδωσαν ραντεβού εις την κεντρικήν αγοράν. Τα μανάβικα και αυτά στολισμένα με κονκάρδες δια το επίσημον της ημέρας... Φωναί διασταυρούνται:
-Πόσο η ντομάτες;
-Αλεξανδρείας είνε;
-Πράσσα έχετε;
-Πάρε σελινόριζες για να της κάνης με το χοιρινό... Λουκούμι σου λέω... Λουκούμι!
Πάλι τα κάλαντα:
-Και εις έτη πολλά!
Ο αθεόφοβος τύπος που κυνηγά της γυναίκες, παρών κι'αυτός. Πλησιάζει μία και της ψιθυρίζει:
-Μ' ανάβεις.
Εκείνη θυμώνει και φαίνεται, μάλιστα, ότι ανάβει και εκείνη... από τον θυμό! Του σκάει ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι, ενώ του λέγει και αυτή επηρεασμένη από το περιβάλλον:
-Να χαθής μπάμια!...
Ο μπάμιας απομακρύνεται σιωπηλός. Σκέπτομαι να τον μιμηθώ και εγώ. Άλλως τε ο κόσμος σιγά-σιγά αραιώνει...
Καλήν εσπέραν άρχοντες
αν είνε ορισμός σας...
αν είνε ορισμός σας...
Δ.Γιαννουκάκης, Δεκέμβριος 1932, «Αθηναϊκά Νέα»