Ένα χωριό μέσα σε ένα κρατήρα ηφαιστείου, σπίτια χτισμένα από πυλό κρυμμένα κάτω από την γη, μια μικρή πόλη στην μέση του πάγου,μια καστροπολιτεία κρυμμένη σε βράχο και άλλα πολλά χωριά που συγκαταλέγονται στην λίστα με τα 14 πιο παράξενα του κόσμου. Την δεύτερη θέση έχει η Μονεμβάσια Λακωνίας και είναι και το μοναδικό για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την Daily Mail αυτοί είναι οι μαγευτικοί οικισμοί σε μαγευτικούς προορισμούς.
1. Aogashima, Θάλασσα Φιλιππίνων
2. Μονεμβασιά, Ελλάδα
3. Μονή Phugtal, Ινδία
4. Isortoq, Γροιλανδία
5. Gásadalur Village, Δανία
6. Huacachina, Περού
7. Ο Βράχος Bandiagara, Μάλι
8. Undredal, Νορβηγία
9. Furore, Ιταλία
10. Sapa, Βιετνάμ.
Η Μονεμβασιά είναι ένας οικισμός που κρύβεται πίσω από ένα τεράστιο βράχο στη Λακωνία στην Ελλάδα. Το νησί χωρίστηκε από την ηπειρωτική χώρα το 375 μ.Χ. από σεισμό, όπου με ένα μικρό διάδρομο γίνεται η εύκολη πρόσβαση. Η θέα στο κόλπο της Παλαιάς Μονεμβάσιας είναι συγκλονιστική.
Είναι το Μοναδικό κατοικήσιμο κάστρο όπου κρατά την παράδοση ως παραδοσιακός οικισμός με πολλούς ξενώνες , καφέ , εστιατόρια. Επίσης κατέχει την δεύτερη θέση στα Κορυφαία Κάστρα της Ελλάδος με το Μυστρά της Λακωνίας να είναι στην πρώτη θέση κάνοντας την Λακωνία να είναι στην πρώτη θέση στην Περιφέρεια Πελοποννήσου με 2 κάστρα.
Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων. Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος.
Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο. Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Ιντριζί στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα έγινε έδρα Μητρόπολης.
Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β’, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο , έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων.
Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259).
Τότε η Μονεμβασία έγινε βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου. Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας.
Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης. Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι.
Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή.
Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία» ( οπού κυκλοφορεί και σήμερα). Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά.
Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς.
Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά από τον οπλαρχηγό Τζανετάκη Γρηγοράκη.