Προέρχεται από τη λέξη απονήστα, και σηματοδοτεί την προηγούμενη ημέρα της περιόδου των νηστειών: στην Τραπεζούντα ήταν η εμπονεστία, στα Κοτύωρα, στην Τραπεζούντα και στη Χαλδία ήταν εμπονέσια, ενώ στα Κοτύωρα η λέξη χρησιμοποιούνταν στον πληθυντικό, τα εμπονέστα. Η Κυριακή της Τυροφάγου (ή Τυρινής) στον Πόντο, ή αλλιώς η τελευταία ημέρα της Αποκριάς, ήταν μια ήμερα μεγάλης γιορτής.
Εναλλακτικά, όπως αναφέρει η Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, οι νέοι έπαιρναν από τα σπίτια τις πρώτες ύλες και πήγαιναν παρέες-παρέες σε αλώνια ή χωράφια και μαγείρευαν. Μετά τη δύση του ηλίου στηνόταν γλέντι εκεί που ήταν οι μεγαλύτερες παρέες, μέχρι και τα μεσάνυχτα.
Αυτή ήταν και η τελευταία «κραιπάλη» πριν από τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής, γι’ αυτό και οι Πόντιοι συνήθιζαν να καλοτρώνε μέχρι σκασμού και να ξεφαντώνουν. Άλλωστε, το λέει και ο στίχος: «Τ’ εμπονέστια την βραδύν, καλόν κέφ’ είχαμ’ οι δυ’» (Καλά τα περάσαμε οι δυο μας το βράδυ της Αποκριάς).