Ένα βασικό αντικίνητρο για κάποιον που σκέφτεται να επιστρέψει στην Ελλάδα είναι οι μισθοί
Του Γιάννη Σακελλαρίδη
Είμαι αναπληρωτής καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Rutgers των Η.Π.Α., αλλά κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2014–2015 και 2015–2016 υπηρέτησα επί ένα εξάμηνο τη χρονιά και ως επίκουρος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με την παράλληλη απασχόληση που επέτρεψε ο νόμος 4009/2011, πιο γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου. Παρόλο που ο νόμος αυτός έχει στην ουσία καταργηθεί, η δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού παραμένει· εγώ, όμως, αποφάσισα το 2017 να παραιτηθώ από τη θέση μου στο ΕΜΠ.
Στο κείμενο αυτό, που αποτελεί την εισήγησή μου σε ένα στρογγυλό τραπέζι της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας για το brain drain, δηλαδή τη φυγή επιστημόνων στο εξωτερικό, θα περιγράψω τη θητεία μου στο ΕΜΠ· στο δεύτερο μέρος, θα διατυπώσω την άποψή μου για το πώς θα ανακοπεί το brain drain, με έμφαση και πάλι στα πανεπιστήμια. Τόσο η άποψή μου όσο και η εμπειρία μου έχουν τη σφραγίδα της υποκειμενικής μου θεώρησης, και των ειδικών χαρακτηριστικών του πανεπιστημίου όπου δίδαξα. Ίσως όμως να έχουν μια αξία ως προϊόντα της εμπειρίας κάποιου που γνώρισε από κοντά τόσο το ελληνικό όσο και το αμερικάνικο πανεπιστημιακό σύστημα.
Δεν θα επιχειρήσω καμία ωραιοποίηση και θα περιγράψω μία πολύ αρνητική κατάσταση, αλλά αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί απαξιωτικό προς τους πλείστους συναδέλφους που εργάζονται εδώ με αξιοσύνη. Ίσα ίσα: όσο πιο αρνητική είναι η κατάσταση, τόσο πιο αξιοθαύμαστη και, θα έλεγα, ηρωική είναι η συνεισφορά αυτών που επιχειρούν να προσφέρουν ποιοτική εκπαίδευση και έρευνα. Όμως, ενώ ο ηρωισμός αποτρέπει τα χειρότερα και κρατάει το πανεπιστήμιο όρθιο, δεν είναι η λύση για τα τεράστια προβλήματα του χώρου· τα προβλήματα θα λυθούν μόνο όταν θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στον μέσο, μη ηρωικό παράγοντα της εκπαίδευσης να επιτελέσει το έργο του.
Για να ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα, ένα βασικό αντικίνητρο για κάποιον που σκέφτεται να επιστρέψει στην Ελλάδα είναι οι μισθοί. Οι μισθοί των πανεπιστημιακών, που μέχρι το 2007 ήταν σε αντιστοιχία με τους μισθούς των δικαστικών αλλά από τότε έμειναν πολύ πίσω, δεν εξασφαλίζουν ένα άνετο επίπεδο διαβίωσης. Για να σας δώσω μία εικόνα των μεγεθών: δουλεύοντας έξι μήνες στην Ελλάδα έβγαζα λιγότερα απ' όσα έβγαζα τον πρώτο καλοκαιρινό μήνα στις ΗΠΑ. Κανείς βεβαίως δεν περιμένει να εξισωθούν οι αποδοχές Ελλάδας-ΗΠΑ, ούτε είναι ίδιο το κόστος ζωής· σε μία παγκοσμιοποιημένη αγορά εργασίας, όμως, τέτοιες συγκρίσεις δεν είναι χωρίς σημασία.
Γνώριζα την ελληνική πραγματικότητα ήδη από τα χρόνια που ήμουν φοιτητής στο ΕΜΠ· παρόλα αυτά, μου έκανε εντύπωση, με το που ξεκίνησα να εργάζομαι εκεί, πόσο λίγα πράγματα είχαν αλλάξει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Περίμενα, για παράδειγμα, ότι με την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα να καλπάζει, τους φόρους που συντηρούν το δημόσιο τομέα να είναι δυσβάσταχτοι, και με τις μνημονιακές υποχρεώσεις, θα είχε εξωθηθεί και το δημόσιο σε κάποια στοιχειώδη λογοδοσία. Από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησα ήταν ότι οι διοικητικές υπηρεσίες του ΕΜΠ έκλειναν συχνά πριν από το επίσημο τέλος του ωραρίου, οι υπάλληλοι συχνά έλειπαν από τη θέση τους, και ότι σε πολλές υπηρεσίες δεν σήκωναν το τηλέφωνο και δεν απαντούσαν στα emails. Πολλές φορές χρειάστηκε να χάσω ώρα για να πάω αυτοπροσώπως στις διοικητικές υπηρεσίες για κάτι που από το τηλέφωνο θα είχε πάρει μόλις δύο λεπτά· συχνά, η υπηρεσία ήταν κλειστή ή ο αρμόδιος υπάλληλος έλειπε· άλλοτε, η φιλότιμη προϊσταμένη θα έκανε τη δουλειά του υφισταμένου, κάτι που δείχνει την αδυναμία της υπαλληλικής ιεραρχίας να λειτουργήσει.
Το φαινόμενο αυτό, οι φιλότιμοι να κάνουν τη δουλειά των υπολοίπων, ισχύει σε όλους τους τομείς λειτουργίας. Έτσι, τα κίνητρα είναι αντίστροφα απ' ό,τι θα έπρεπε: επιβραβεύονται οι τεμπέληδες και τιμωρούνται οι εργατικοί. Ο φόρτος διδασκαλίας, που σύμφωνα με το νόμο θα έπρεπε να περιορίζεται στις 6 ώρες ανά εβδομάδα, στο τμήμα μου ήταν σχεδόν πάντοτε μεγαλύτερος, έως και υπερδιπλάσιος, λόγω θέσεων που χήρεψαν από συνταξιοδοτήσεις και δεν αναπληρώθηκαν. Η κατανομή του φόρτου, όμως, γινόταν ανορθολογικά, με αποτέλεσμα κάποιοι καθηγητές πρώτης βαθμίδας, που ήταν ερευνητικά ανενεργοί, να έχουν 6 ώρες διδασκαλίας, και κάποιοι νεότεροι, που κανονικά θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να κάνουν έρευνα, να έχουν έως 17! Πρόκειται ίσως για ακραία παραδείγματα που δεν απαντώνται σε όλα τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένα που να διευκολύνει τα ερευνητικώς ενεργά μέλη του και τους νεότερους. Σε αντίθεση, στο πανεπιστήμιό μου στις ΗΠΑ, το Rutgers, όσοι δεν ασχολούνται πια με την έρευνα (όλοι γηραιότεροι) επιφορτίζονται με περισσότερη διδασκαλία και διοικητικές υποχρεώσεις.
Αυτός ο ανορθολογισμός, και η έλλειψη σαφών κανόνων και διαδικασιών, ήταν οι χειρότερες πτυχές όσων βίωσα. Υπήρξαν περιπτώσεις οργανωμένων κυκλωμάτων αντιγραφής, ή περιστατικά βίας, για την αντιμετώπιση των οποίων έπρεπε να απευθυνθεί κανείς στον εκάστοτε κοσμήτορα, ο οποίος θα αντιμετώπιζε το θέμα κατά περίπτωση (και συχνά καθόλου), ανάλογα με το πόσο ήθελε να είναι αρεστός σε κάποιες βίαιες, οργανωμένες μειοψηφίες φοιτητών. Σε μία περίπτωση παραβατικότητας, συζητούσαμε το θέμα στη συνέλευση των καθηγητών επί ένα ακαδημαϊκό έτος, για να καταλήξουμε να μην κάνουμε τίποτα. Υπάρχει μία ψευδεπιγράφως «δημοκρατική» θέσμιση μέσα στα πανεπιστήμια, όπου υποτίθεται ότι τα περισσότερα θέματα αποφασίζονται και συζητιούνται σε συλλογικά όργανα, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί προπέτασμα για την έλλειψη δύο βασικών συστατικών της δημοκρατίας: των σαφών κανόνων, και της ατομικής ευθύνης. Έτσι, κανείς δεν γνωρίζει τις συνέπειες μίας πράξης, κανείς δεν μπορεί να ζητήσει ευθύνες από τον υπάλληλο που δεν κάνει τη δουλειά του, κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τα μέλη ΔΕΠ να μοιραστούν δίκαια τις διδακτικές και διοικητικές υποχρεώσεις, και είναι πιο εύκολο να καταλήξεις στα δικαστήρια για «συκοφαντική δυσφήμιση» εξαιτίας μίας άποψης που εξέφρασες, παρά για βλάβη του δημοσίου συμφέροντος από υπεύθυνη διοικητική θέση. Θυμίζω, και εδώ ξεφεύγω λίγο από την άμεση προσωπική μου εμπειρία, ότι όταν το Συμβούλιο Ιδρύματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών υπό τον καθ. Μπερτσιμά του MIT έκανε σοβαρές και τεκμηριωμένες καταγγελίες για βλάβη των συμφερόντων του πανεπιστημίου από Πρύτανη Πελεγρίνη το 2013, όχι μόνο εκείνος δεν αντιμετώπισε καμία σοβαρή πειθαρχική διαδικασία, αλλά έγινε και υπουργός, και τελικά βρέθηκαν κατηγορούμενα στα δικαστήρια τα μέλη του Συμβουλίου για «ηθική βλάβη». Αυτό αποτελεί τυπικό παράδειγμα του πώς λειτουργεί η λογοδοσία στα πανεπιστήμια· πολλοί συνάδελφοί μου βρίσκονται στα δικαστήρια για απόψεις που εξέφρασαν σε μία διαδικασία εκλογής, πράγμα ασύλληπτο για τα δεδομένα του εξωτερικού.
Τελικά, πλάι στον αυξημένο φόρτο εργασίας έχει κανείς να αντιμετωπίσει ένα σωρό μικροπροβλήματα που δημιουργεί αυτή η γενικευμένη έλλειψη κανόνων, που είναι σχεδόν αδύνατο για τους περισσότερους να συγκεντρωθούν στην έρευνα. Θυμάμαι μία εύστοχη παρατήρηση από μία συνέντευξη του συναδέλφου Κ. Δασκαλάκη του MIT: Η έρευνα, είχε πει, είναι μία τόσο χαοτική διαδικασία, που για να μπορέσεις να αφοσιωθείς σε αυτήν πρέπει να έχεις τις υπόλοιπες πτυχές της καθημερινότητάς σου σε τάξη. Αυτό δεν είχα στην Ελλάδα, και είναι ο λόγος που αποφάσισα να παραιτηθώ, ώστε να συνεχίσω να ασχολούμαι με την έρευνα στο επίπεδο που ήθελα.
Για να μην γράφω μόνο τα αρνητικά, όποιος έρθει να διδάξει στην Ελλάδα, ή τουλάχιστον στην Αθήνα, θα βρει ένα πολύ εύφορο έδαφος να σπείρει, με μία σημαντική μειοψηφία καλών φοιτητών που θα ρουφήξουν με ενθουσιασμό ό,τι τους προσφέρεις από σεμινάρια, προχωρημένα μαθήματα, συζητήσεις, και συμβουλές. Κατά τη θητεία μου εδώ, σε συνεργασία με δύο συναδέλφους, διοργανώναμε έξι ώρες μαθησιακών σεμιναρίων ανά βδομάδα, επιπλέον του κανονικού προγράμματος μαθημάτων. Τέτοια σεμινάρια είναι αρκετά διαδεδομένα στο εξωτερικό· εδώ, πραγματικά ένιωθες ότι κάνεις τη διαφορά. Ήταν μία απόλαυση, που είχε και απτά αποτελέσματα διότι από τη γνωριμία στα σεμινάρια βοήθησα και αρκετούς φοιτητές να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό, και με πονάει ότι αυτή η επαφή διακόπηκε.