Φως στο ρωσικό σπήλαιο Ντενίσοβα, στους πρόποδες των βορειοδυτικών ορέων Αλτάι της νότιας Σιβηρίας, καθώς και στους μυστηριώδεις ομώνυμους προγόνους του ανθρώπου, ρίχνουν δύο νέες διεθνείς επιστημονικές έρευνες, στη μία από τις οποίες επικεφαλής είναι μια Ελληνίδα ερευνήτρια της διασποράς.
Όπως επιβεβαιώνεται και από τα νέα στοιχεία, το σπήλαιο είναι το μοναδικό γνωστό «σπίτι» των Νεάντερταλ, στο οποίο έζησαν επίσης και τα «ξαδέρφια» τους, οι Ντενίσοβα, στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, που κατά προσέγγιση εκτεινόταν πριν από τουλάχιστον 200.000 έως 50.000 χρόνια. Μάλιστα, δεν αποκλείεται η κατοίκηση του σπηλαίου από τους Ντενίσοβα να είχε αρχίσει ακόμη και πριν από 300.000 χρόνια.
Το 2010 η ανακάλυψη ενός οστού από δάχτυλο κοριτσιού στο συγκεκριμένο σπήλαιο έφερε επανάσταση στην παλαιοανθρωπολογία, καθώς η γενετική ανάλυση αυτού του οστού και άλλων απολιθωμάτων οστών και δοντιών που βρέθηκαν στο ίδιο σπήλαιο, αποκάλυψε ότι δεν προέρχονταν ούτε από «έμφρονα» άνθρωπο (Homo sapiens) ούτε από Νεάντερταλ, αλλά από κάποιο άλλο είδος του ευρύτερου γένους Homo, που ονομάσθηκε Ντενίσοβα από το όνομα του σπηλαίου.
Οι μετέπειτα αναλύσεις έδειξαν ότι αρκετοί σύγχρονοι Ασιάτες φέρουν ακόμη στο γονιδίωμά τους και DNA από τους μυστηριώδεις Ντενίσοβα, για τους οποίους ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά.
Η καλύτερη χρονολόγηση για την κατοίκηση του σπηλαίου έγινε πρόσφατα από διεθνή ομάδα επιστημόνων (από Γερμανία, Ρωσία, Βρετανία, Καναδά, Αυστραλία) με επικεφαλής την αρχαιολόγο-ανθρωπολόγο δρα Κατερίνα Δούκα του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας της Ιένα και τη Ζινόμπια Τζέικομπς του Αυστραλιανού πανεπιστημίου της Γουόλονγκονγκ, οι οποίες έκαναν δύο δημοσιεύσεις στο περιοδικό Nature.
Αναλύοντας πολλά από τα έως τώρα απολιθώματα που έχουν βρεθεί στο σπήλαιο, η δρ Δούκα και οι συνεργάτες της συμπέραναν ότι με βάση το αρχαιότερο απολίθωμα, οι Ντενίσοβα ήταν παρόντες στη συγκεκριμένη τοποθεσία πριν από 195.000 χρόνια, ενώ με βάση το νεότερο απολίθωμα είχαν εκεί παρουσία μέχρι πριν 76.000 έως 52.000 χρόνια.
Μερικά από τα ευρήματα (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Επίσης, η χρονολόγηση τεχνουργημάτων, όπως διακοσμητικά από δόντια και χαυλιόδοντες μαμούθ που βρέθηκαν στο σπήλαιο, δείχνει ότι αυτά δημιουργήθηκαν πριν από 49.000 έως 43.000 χρόνια, γεγονός που τα καθιστά τα αρχαιότερα που έχουν ανακαλυφθεί στη βόρεια Ευρασία. Σύμφωνα με τους ερευνητές, πιθανόν αποτελούν δημιουργήματα των Ντενίσοβα. Οι ερευνητές χρονολόγησαν και τα απολιθώματα Νεάντερταλ που έχουν βρεθεί στο ίδιο σιβηρικό σπήλαιο και εκτίμησαν ότι είναι ηλικίας 80.000 έως 180.000 ετών.
Η δεύτερη δημοσίευση, με επικεφαλής τη Ζινόμπια Τζέικομπς, εκτιμά ότι οι Ντενίσοβα ζούσαν στο σπήλαιο πριν από 287.000 έως 55.000 χρόνια, ενώ τα ίχνη των Νεάντερταλ χρονολογήθηκαν πριν από 193.000 έως 97.000 χρόνια. Παραμένει ασαφές τι είδους συγκατοίκηση υπήρξε μεταξύ Νεάντερταλ και Ντενίσοβα, οι οποίοι εκτιμάται ότι ‘συναντήθηκαν’ στο σπήλαιο πριν από περίπου 100.000 χρόνια.
Πάντως, οι γενετικές αναλύσεις έχουν δείξει ότι ανάμεσα στους υπήρξαν επιμειξίες. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί τα απολιθώματα μιας κόρης, της λεγόμενης «Ντένι», που έζησε πριν από 79.000 έως 118.000 χρόνια και της οποίας -όπως έδειξε η γενετική ανάλυση το 2018- ο ένας γονιός ήταν Ντενίσοβα και ο άλλος Νεάντερταλ.
Η είσοδος του σπηλαίου (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Το σπήλαιο Ντενίσοβα είναι μεγάλο και πολύπλοκο, καθώς διαθέτει πολλούς διαδοχικούς θαλάμους διαφόρων μεγεθών, με τον μεγαλύτερο να έχει διαστάσεις 9x11 μέτρων και ύψος δέκα μέτρων. Το σπήλαιο είχε ανακαλυφθεί το 1977 από τον Ρώσο (τότε σοβιετικό) παλαιοντολόγο Νικολάι Οβόντοφ, ενώ η συστηματική ανασκαφή του ξεκίνησε το 1982 και πραγματοποιείται από επιστήμονες του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας του Σιβηρικού Τμήματος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στο Νοβοσιμπίρσκ.
Προς το παρόν δεν έχει διευκρινιστεί το πότε κατοικήθηκε το σπήλαιο από τους Homo sapiens, οι οποίοι εκτιμάται ότι έφτασαν στη Σιβηρία πριν από τουλάχιστον 47.000 έως 43.000 χρόνια. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι πρόλαβαν να έλθουν σε επιμειξίες με τους Ντενίσοβα και τους Νεάντερταλ.
Η δρ Κατερίνα Δούκα αποφοίτησε το 2004 από το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων του ΤΕΙ Αθήνας και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, από όπου πήρε και το διδακτορικό της το 2011. Σήμερα είναι επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας, στο πλαίσιο του πενταετούς ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος FINDER για τον εντοπισμό και την ανάλυση νέων απολιθωμάτων Ντενίσοβα στην Ασία. Επίσης, είναι επισκέπτρια καθηγήτρια στη Σχολή Αρχαιολογίας της Οξφόρδης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ