Οταν, πολλά χρόνια πριν, ο αείμνηστος καθηγητής Κώστας Γούδας εργαζόταν πάνω σε ευρεσιτεχνία της ομάδας του για τη διάβρωση των ακτών της Δυτικής Αχαΐας, κανείς ίσως να μην περίμενε ότι θα παρέρχονταν δεκαετίες αδράνειας των υπευθύνων της Πολιτείας, χωρίς την παραμικρή «θεραπεία» ενός προβλήματος, εν τη γενέσει του.
Από το 2016, στη διάθεση του Δήμου, υπάρχει μια ολοκληρωμένη μελέτη, που στηρίζεται σε μία άλλη ευρεσιτεχνία του 2014 και η οποία έχει τεθεί προς αδειοδότηση από τις συναρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, με κόστος κοντά στο 1 εκατ. ευρώ, που έρχεται να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα της παράκτιας διάβρωσης, σε ακτίνα 1 περίπου χιλιομέτρου.
Πρόκειται για το παραλιακό τμήμα, που ξεκινά από το παλιό ξενοδοχείο «Γκρεκοτέλ» και φτάνει ανατολικά έως τις εγκαταστάσεις της Αεροπορίας, περιλαμβάνοντας ολόκληρη την παραλία της Κοινότητας Καλαμακίου (Βίδοβα), στην οποία οι ζημιές είναι πολλές.
Μάλιστα, η ακτή έχει υποχωρήσει τόσο πολύ, που κινδυνεύουν σπίτια, ενώ επηρεάζονται έργα υποδομής (δρόμοι κ.λπ.), με εμφανείς μάντρες και ασφάλτινα τμήματα κυριολεκτικά στο όριο, με τα αίτια που τα προκάλεσαν, επιστημονικά όχι διερευνημένα πλήρως, ακόμα.
Ο μελετητής του αντιδιαβρωτικού έργου, Χριστόφορος Καπόπουλος, αποκαλύπτει στην «Π», σημεία των όσων έχουν καταγραφεί επιστημονικά, δίνοντας - στις πραγματικές του διαστάσεις - έναν «εφιάλτη» που δύναται να μεγαλώσει για κατοίκους και φορείς.
«Από τις έρευνες που έχουν διεξάγει, φαίνεται ότι ο μέσος όρος υποχώρησης της ακτής, είναι 1 μέτρο τον χρόνο» τονίζει, ενώ δίνει πλάνο αποτελεσματικότητας του έργου που προτείνεται, μεταξύ 3 και 5 ετών, σε μία επιχειρούμενη σταθεροποίηση της παραλίας.
Από τους μελετητές, υπογραμμίζεται όμως οι κίνδυνοι που υπάρχουν, από «σκληρά έργα», τα οποία η πολιτεία εξετάζει να χρηματοδοτήσει (με τριπλάσιο κόστος), τμηματικά, από Βραχνέικα έως το Καλαμάκι, με πιο επίφοβα αυτά στην περιοχή του Αλισσού.
Οι επιφυλάξεις γι' αυτά, προκύπτουν κι από πρακτικές ειδικών στις ΗΠΑ, γι' αυτό κι ο ίδιος ο κ. Καπόπουλος λέει: «Ως κόρη οφθαλμού, κοιτάμε την περιοχή, δίχως τεράστια παρέμβαση», θέτοντας και τη μοναδικότητα της κοινωνικής συναίνεσης, που άλλα επιχειρούμενα έργα δεν διαθέτουν.
Στην ζώνη, που οι μελετητές αποκαλούν «κόκκινη», προκειμένου να γλυτώσουν κατοικίες και δημόσιες υποδιομές, θα κάνουν μικρά έργα, όχι με ογκόλιθους και ρίψεις υλικών που μπορεί να βλάψουν ακτή και βυθό της θάλασσας, παράλληλα με μέριμνα ανάπλασης της παραλιακής ζώνης, ώστε αυτή να διατηρήσει σταθερές συνθήκες, με το χρόνο, ενώ θα ριχτούν κατάλληλα υλικά, παράκτια.
Η μελέτη «Καπόπουλου» δίνει έμφαση σε ήπια έργα που θα προστατεύουν την παράλια ζώνη, χωρίς οχλήσεις του φυσικού τοπίου και «φαραωνικού» -όπως προβλέπει- έργα που πιθανά αλλοιώσουν την τουριστική περιοχή.
Στο κρίσιμο ερώτημα, για τις αντοχές του τοπίου, ο κ. Καπόπουλος, είναι σαφής:
«Η ζημιά θα είναι ανυπολόγιστη, αν σε 2-3 χρόνια δεν μπορέσουμε να προλάβουμε το κακό, με την ελπίδα αν μην έχουμε αλλαγές, από απρόβλεπτοπυς παράγοντες, απώλεια υλικών και καιρικών συνθηκών».