Στον άνθρωπο αυτόν οφείλουμε την τεκμηρίωση μιας ιστορικής αλήθειας. Αλλά ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας δεν είναι ιστορικός. Είναι ο μοναδικός φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε με τον φακό του τη στιγμή που το τανκ εφορμά για να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου. Χάρις στο δικό του μάτι, το μάτι του ρεπόρτερ, αλλά και το δικό του θάρρος, υπάρχει μία φωτογραφία που είναι αδιάψευστος μάρτυρας των γεγονότων.
Τη λεζάντα αυτής της ιστορικής φωτογραφίας τη γράφει ο ίδιος, μιλώντας στο ΑΠΕ: «Ήταν περίπου τρεις παρά πέντε τα ξημερώματα όταν είδα το κανόνι του τανκ που βρισκόταν έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου να στρέφεται προς την άλλη μεριά. Προφανώς, το έκαναν για να μην χτυπήσει στα κάγκελα. Έπειτα το τανκ έκανε όπισθεν. Ανέβηκε πάνω στο πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου «Ακροπόλ», το οποίο είναι ακριβώς απέναντι, και με όση δύναμη είχε πήγε κι έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη. Οι κολώνες της πύλης δεξιά και αριστερά ήταν γεμάτες φοιτητές. Τα παιδιά έπεφταν σαν τα πορτοκάλια μιας πορτοκαλιάς που τινάζεις με όλη σου τη δύναμη».
Τη βραδιά της 16ης προς την 17η Νοεμβρίου ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας δούλευε στα γραφεία του Associated Press στην οδό Ακαδημίας 27. «Κατά τις δέκα το βράδυ, κι ενώ βρισκόμουν στο πλυσταριό του κτηρίου που είχα μετατρέψει σε φωτογραφικό θάλαμο, άκουσα ένα θόρυβο που μου φάνηκε ότι ήταν από τανκς». Η επόμενη ενέργειά του ήταν να ενημερώσει τον διευθυντή του, Φιλ Δόπουλο. Με την παρότρυνση του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα αποφασίζουν να βγουν στο δρόμο. Όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια, η κάλυψή τους θα γινόταν η πράσινη Τζάγκουαρ με αγγλικές πινακίδες που είχε στην κατοχή του ο ελληνοαμερικανός διευθυντής του γραφείου του Associated Press ως ξένος ανταποκριτής.
Από την οδό Αμερικής η Τζάγκουαρ στρίβει στην οδό Πανεπιστημίου. Ήταν ακριβώς τη στιγμή που από εκείνο το δρόμο κατέβαινε μία φάλαγγα τεσσάρων πέντε τανκς με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Ανάμεσα στα άρματα μάχης κινούνταν και μικρότερα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Οι δυο τους αποφασίζουν να γίνουν μέρος της πομπής: «Το φαντάζεστε; Τεράστια τανκς και στη μέση μια πράσινη Τζάγκουαρ». Στο ύψος των Προπυλαίων τούς σταματά ο αστυνομικός ενός περιπολικού κραδαίνοντας το όπλο του. Τους ζητά να φύγουν αμέσως. Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας αντιδρά με έναν τρόπο που αιφνιδιάζει τον αστυνομικό: φέρνει το δάχτυλο στα χείλη, υποδεικνύοντάς του με αυτό τον τρόπο να σιωπήσει. «Προφανώς μας πέρασαν για πράκτορες ή των Αμερικανών ή των Αγγλων» θυμάται ο φωτορεπόρτερ.
Το κόλπο «έπιασε» και η Τζάγκουαρ συνεχίζει τη διαδρομή της ως το Μινιόν. Εκεί, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και «ακροβολίζεται» στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων. Παρατηρεί το τανκ που έχει στηθεί ακριβώς έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου με τους αναμμένους προβολείς του στραμμένους προς την πύλη. Γύρω του υπάρχουν μόνο αστυνομικοί, είτε ένστολοι, είτε με πολιτικά, αλλά και πρόσωπα που ο ίδιος πλέον μπορεί να αναγνωρίσει ως προβοκάτορες. «Η δουλειά τους - αναφέρει - ήταν να σπάνε τα τζάμια από τις κλούβες ή να τρυπάνε τα λάστιχα για να αποδίδεται μετά η ευθύνη στους φοιτητές». Τον πλησιάζει ένας αστυνομικός διευθυντής, με τον οποίο γνωρίζονται εξ όψεως. «Κάτσε εδώ να σε βλέπω» του λέει αυστηρά.
Είναι το εισιτήριο του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα για την τραγωδία που θα ακολουθήσει. Ο φωτορεπόρτερ τραβά πέντε έξι καρέ σε κάθε φιλμ και το δίνει στον διευθυντή του, γιατί θεωρεί βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα τον πιάσουν. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα του προτείνει να φύγει για να σωθούν οι φωτογραφίες που έχει τραβήξει. «Κάθε στιγμή που περνούσε τη μετρούσα σαν να ήταν χρόνος. “Δεν μπορεί” σκεφτόμουν. “Κάποια στιγμή θα με βουτήξουν, δεν μπορεί να με αφήσουν να φωτογραφίζω"». Ο ίδιος συνεχίζει να φωτογραφίζει, κρύβοντας τα φιλμ στις κάλτσες του και τα εσώρουχά του. Βλέπει και ακούει τους φοιτητές να ανοίγουν τα πουκάμισά τους για να απευθυνθούν στους στρατιώτες: «Είμαστε αδέλφια, ελάτε μαζί μας». Ακούει και τον εισαγγελέα να προτείνει με μια ντουντούκα στους φοιτητές να αποχωρήσουν, δίνοντας την υπόσχεση ότι δεν θα υποστούν συνέπειες.
«Οι περίπου τριάντα φοιτητές που τον πίστεψαν και βγήκαν απ' τα παράθυρα της οδού Στουρνάρη, ξυλοκοπήθηκαν άγρια λίγα μέτρα πιο κάτω από τους αστυνομικούς. Δεν είχαν κλομπ τότε, αλλά μακριά κοντάρια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν φοιτητή που είχε πέσει αιμόφυρτος κάτω και μια κοπέλα που είχε πέσει επάνω του για να τον καλύψει. Την χτύπησαν κι εκείνη. Ήθελα πολύ να φωτογραφίσω εκείνη τη σκηνή, αλλά δεν το έκανα γιατί ήξερα ότι εάν τραβούσα έστω και μια φωτογραφία θα ήταν το τέλος για μένα. Έπρεπε να μείνω». Έμεινε για να δει το τανκ να εφορμά, όχι μία αλλά, δυο φορές στην πύλη και την πύλη να καταρρέει. «Δεν περίμενα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Για να έχω καλύτερη οπτική γωνία πήγα στο κέντρο της Πατησίων. Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ. Κι αυτά λίγο κουνημένα γιατί έρχονταν κατά πάνω μου τρεις αστυνομικοί. Προσπάθησαν να με χτυπήσουν με τα δοκάρια που κρατούσαν, αλλά τους απέφυγα. Είδα ότι ένας πήγε να βγάλει όπλο. Δεν είχα άλλη επιλογή, άρχισα να τρέχω ζικ ζακ. Βγήκα στην Ακαδημίας και πήγα αμέσως στο γραφείο».
Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είχε διατρέξει όλα τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια - από τον Ανένδοτο του Γεωργίου Παπανδρέου και τη φυγή Καραμανλή στο Παρίσι έως τη σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι και τα Ιουλιανά. Είχε καλύψει πολέμους και συγκρούσεις - από το Ιράν και το Ιράκ έως το Πακιστάν και τον Λίβανο. Έχει δει νεκρούς, έχει δει τη ζωή του να απειλείται από έναν ιρανό μουτζαχεντίν που κρατούσε αυτόματο όπλο στο τρεμάμενο χέρι του σημαδεύοντάς τον στον κρόταφο. «Τίποτε, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα» λέει. «Ήμουν στην πατρίδα μου. Και είχα μία συναισθηματική φόρτιση που δεν είχα νιώσει πουθενά αλλού». Ξαναπήγε στο Πολυτεχνείο το επόμενο πρωί. Για να φωτογραφίσει αυτή τη φορά σκισμένα ρούχα, πεταμένα παπούτσια που αστυνομικούς τα ξέπλεναν το προαύλιο του Πολυτεχνείου με αντλίες νερού. Κι από τι τα ξέπλεναν; «Προφανώς από το αίμα» απαντά.