Τα παιδιά στα σχολεία λιγοστεύουν διαρκώς, αλλά προς το παρόν αυτό περιορίζεται κυρίως στα νηπιαγωγεία και στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Την πραγματική επιδείνωση από τη μαζική μείωση γεννήσεων μετά το 2010 θα αρχίσει να την βιώνει για τα καλά το εκπαιδευτικό σύστημα από το 2022 και μετά. Τότε θα αρχίσει να αποτυπώνεται η δραματική πτώση των γεννήσεων στη λειτουργία του Γυμνασίου, ενώ το ίδιο θα συμβεί στα Λύκεια από το 2025 και μετά, και στα Πανεπιστήμια από το 2028 και μετά.
Σωρευτικά, ως το 2035 ο αριθμός μαθητών στα σχολεία υπολογίζεται ότι θα έχει μειωθεί κατά 423.000, σύμφωνα με χθεσινή έκθεση του ΙΟΒΕ, μεταβάλλοντας ριζικά το τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Τα πράγματα μάλιστα μπορεί να αποδειχθούν πολύ χειρότερα αν η μείωση γεννήσεων στα χρόνια της κρίσης δεν αποδειχθεί προσωρινού χαρακτήρα, παρά συνεχιστεί. Άλλωστε πολιτικές όπως αυτές που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα, από αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, στοχευμένες φορολογικές απαλλαγές υπέρ της οικογένειας και καθολική βρεφονηπιακή κάλυψη, έως ενεργητικές πολιτικές για την αντιμετώπιση τόσο της υπογεννητικότητας όσο και της δημογραφικής γήρανσης, σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν.
Δίχως αλλαγή προτεραιοτήτων ο δημογραφικός μαρασμός είναι δεδομένος, και μια πρώτη γεύση παίρνουν ήδη οι γονείς που τα παιδιά τους πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό. Στα νηπιαγωγεία εγγράφηκαν 155.200 παιδιά το 2015 (από 162.000 το 2014), και στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού 101.900 παιδιά το 2017 (από 107.200 το 2016), αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Αν στο μεταξύ δεν συμβεί κάποια δραματική αύξηση των γεννήσεων, τότε το 2035 ο συνολικός αριθμός μαθητών στα σχολεία θα έχει μειωθεί σε 1.050.000, έναντι 1.480.000 το 2008, όπως υπολογίζει το ΙΟΒΕ. Δηλαδή θα έχουν «εξαφανιστεί» 423.300 μαθητές (-29,2%)!
Σε μια στιγμή που η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα ηλικιωμένων ως κοινωνία δεν είμαστε σε θέση να προσφέρουμε τα απαραίτητα στοιχειώδη, ενώ ως πολιτεία συνεχίζουμε να σπαταλάμε πόρους αντί να δημιουργούμε τον αναπτυξιακό χώρο προκειμένου να περιορίσουμε τις επιπτώσεις, οι οποίες μάλιστα δεν σταματούν εδώ. Διότι λιγότεροι μαθητές μεταφράζονται σε λιγότερους εκπαιδευτικούς. Αλλά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου η αναλογία είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη –ένας καθηγητής για κάθε 9,4 μαθητές– η δημογραφική εξέλιξη μπορεί να έχει δραματικές για τον κλάδο επιπτώσεις.
Λιγότεροι από 70.000 έως 100.000 δάσκαλοι-καθηγητές!
Κατά το ΙΟΒΕ, το 2035 οι ανάγκες της Ελλάδας θα απαιτούν από… 70.000 έως 100.000 λιγότερους εκπαιδευτικούς σε σύγκριση με το 2009! Τότε οι δάσκαλοι και οι καθηγητές αριθμούσαν 180.000, για να μειωθούν σε 152.200 το 2015, επειδή όμως περιορίστηκαν ταυτόχρονα και οι μαθητές – η αναλογία δεν άλλαξε σημαντικά. Από ένας καθηγητής για 8,2 μαθητές (2009), αυτή διαμορφώθηκε σε 1:9,4 (2017), και απέχει πολύ από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όπου αντιστοιχούν πολύ περισσότεροι μαθητές ανά εκπαιδευτικό.
Αν επομένως η μείωση των εκπαιδευτικών ακολουθήσει απλώς τη μείωση του αριθμού των μαθητών, τότε το 2035 ο πληθυσμός τους θα περιοριστεί σε 110.500 έναντι 180.000 το 2009 (-70.000). Αν ωστόσο ταυτόχρονα με τη συρρίκνωση του μαθητικού πληθυσμού η χώρα επιλέξει να προσαρμοστεί με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, τότε το 2035 θα αρκούν μόλις… 80.700 δάσκαλοι και καθηγητές (-100.000) για να καλύψουν τις ανάγκες της μαθητικής κοινότητας.
Η μείωση των αναγκών σε δασκάλους και καθηγητές για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προβλέπεται τα προσεχή χρόνια, θα αλλάξει και την αγορά εργασίας, καθώς ο κλάδος της εκπαίδευσης (δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια κτλ.) απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Έπειτα, η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται με τα σημερινά δεδομένα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εισαγωγή μαθητών στα πανεπιστήμια.
Εκτιμάται ότι οι απόφοιτοι Λυκείου που διεκδικούν την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση από 71.800 (2008) θα μειωθούν σε 54.200 το 2035 (-24,5% ή 17.600 λιγότεροι).
Οι πρώτες επιπτώσεις αυτής της ραγδαίας μείωσης εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση και στο πρώτο έτος των ΑΕΙ αναμένεται, σύμφωνα με τις προβολές της έρευνας του ΙΟΒΕ, να εκδηλωθούν από το 2027 και έπειτα. Αλλά εννοείται ότι οι δημογραφικές αυτές μεταβολές θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ευρύτερη αγορά εργασίας και την οικονομία, λόγω μειωμένης προσφοράς νέων αποφοίτων, προσόντων και δεξιοτήτων.
Γιώργος Φιντικάκης