Back to top

Αντισυνταγματική η ουδετεροθρησκεία

12/12/2018 - 09:08

Οι γόνιμες θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι δυνατόν να γίνονται με πραξικοπήματα σε μια δημοκρατική χώρα. Είναι απαράδεκτο αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση και δεν πρόκειται για αναθεώρηση αλλά για ανατροπή

Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Οι εκπρόσωποι της ηγεσίας της σημερινής κυβέρνησης, εισηγούμενοι την πρότασή τους για αναθεώρηση του Συντάγματος, απέδειξαν πως η κύρια αλλαγή που θέλουν να επιβάλουν στο Σύνταγμα είναι να προσδιοριστεί «ότι δεν είναι κρατική η θρησκεία», ότι δηλαδή στην Ελλάδα «υπάρχει η ουδετερότητα της θρησκείας», και εκεί να θεμελιώσουν τον χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας.

Πώς όμως είναι δυνατό να γίνει αποδεκτό από έναν λαό που στη συντριπτική του πλειονότητα είναι ορθόδοξος ότι υπάρχει αντικειμενική αναγκαιότητα αλλαγής του τρόπου λειτουργίας του κράτους, που πρέπει να αντιμετωπιστεί με αναθεώρηση του Συντάγματος; Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ο λαός δεν έχει πρόβλημα με το ισχύον Σύνταγμα, αλλά ότι η κυβερνώσα παράταξη έχει πρόβλημα με το Σύνταγμα, το οποίο, μάλιστα, είναι υπαρξιακό – ιδεολογικό. Μάλιστα, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ ομολόγησε τα εξής: Εάν αλλάξει το άρθρο 3, τότε «παύει να υπάρχει οποιοσδήποτε συσχετισμός ανάμεσα στο άρθρο 13 και στο άρθρο 16 που να δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στο μάθημα των Θρησκευτικών. Παύει να υπάρχει η σύγχυση που δίνει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και σε πολλούς άλλους να ερμηνεύουν τη θρησκευτική συνείδηση στο άρθρο 16 με όρους ομολογιακούς».

Το μέλημα και το όραμά τους, επομένως, είναι ο αποχρωματισμός της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, με άλλα λόγια, η συνταγματική κατάργηση της ορθόδοξης διδασκαλίας και η συνταγματική κατοχύρωση ενός ουδετερόθρησκου στην ουσία του πολυθρησκειακού κοκτέιλ ως θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία. Μέσα από αυτή την αλλαγή, όπως αναφέρουν κάποιοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, ελπίζουν οι ριζοσπάστες των ελληνικών αξιών να αλλοιωθεί σταδιακά η συνταγματική ιστορία της χώρας με την εισαγωγή θεσμών ξένων και αντίθετων «προς την ιδιοσυστασία των Ελλήνων και την εμπεδωθείσα συνταγματική μας παράδοση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην περαιτέρω πορεία μας, στην εθνική μας ταυτότητα, στην παιδεία μας και στον πολιτισμό μας».
Η έτερη εισηγήτρια της ίδιας παράταξης ισχυρίστηκε: «Το κράτος πρέπει να είναι ουδετερόθρησκο», το ίδιο αφήγημα δηλαδή που χρησιμοποιούσε και ο κ. Φίλης ως υπουργός Παιδείας, όταν επέβαλε το πολυθρησκειακό και ουδετερόθρησκο στη δομή του συνονθύλευμα στους ορθόδοξους μαθητές. Στην ουσία, οι κυβερνώντες παρέλαβαν μια Ελλάδα ένθεη, δεμένη ιστορικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία της, και βάλθηκαν να παραδώσουν με τις νομοθετικές ρυθμίσεις τους, εν μέσω μάλιστα τόσων αντίξοων εθνικών δυσχερειών, μια Ελλάδα πνευματικά πτωχευμένη, ακρωτηριασμένη, τραυματισμένη, αποκομμένη από τα πιστεύματα που μέσω μαρτυρίων διατήρησε ως κόρη οφθαλμού ο λαός μας στο πέρασμα των αιώνων.

Μια Ελλάδα αγνώριστη σε σχέση με τη θρησκευτική, την ηθικοκοινωνική και την πολιτισμική κληρονομιά της, με μια διαστρεβλωμένη, αποκομμένη από τις πνευματικές της ρίζες και αξίες, θρησκευτικότητα. Ουσιαστικά, αυτά που παρατηρεί ο εχέφρων ελληνικός λαός να επιτελούνται τον τελευταίο καιρό μέσα από τη διαρκή περιφρόνηση του λόγου του Ευαγγελίου και με το ακατάπαυστο νομοθετικό γκρέμισμα των δομών που στήριζε πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή των δομών της οικογένειας, της ορθόδοξης διδασκαλίας των μαθητών, της προσφοράς των ιερέων μας στον δημόσιο βίο, που υπηρετούν ως δημόσιοι λειτουργοί, αποδεικνύουν τον σκοπό που θέλουν να πετύχουν με τη συνταγματική αναθεώρηση των συγκεκριμένων σχετικών άρθρων, η οποία θα οδηγήσει στον χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας.

Ο ιδεολογικός στόχος τους ως ριζοσπάστες, όπως αυτοονομάζονται, είναι να σπάνε τις ρίζες και τις ιερές αρχές και αξίες του τόπου. Ο χωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας είναι ένα ιδεολογικό όραμα του κινήματός τους, που σημαίνει συνταγματικά κατοχυρωμένη απομάκρυνση όλων των χριστιανικών αρχών της χώρας κυρίως στο σχολείο, στην κοινωνία, στην οικογένεια και στον πολιτισμό.

Η συνταγματική αλλαγή τούς ενδιαφέρει, διότι το Σύνταγμα βρήκαν έως τώρα εμπόδιο στην πραγμάτωση των ιδεοληπτικών σχεδίων τους. Εάν το κράτος ουδετεροποιηθεί χριστιανικά, δεν μπορεί να στηρίζει πλέον την ανάπτυξη της χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, αλλά μόνο την ανάπτυξη μιας ουδέτερης ή «άθεης» θρησκευτικότητας. Ομως τέτοιας μορφής αναθεώρηση, που επιδιώκει να περάσει η σημερινή πολιτική ηγεσία άνευ αποχρώντος λόγου, αποτελεί ένα παραταξιακό της ιδεολόγημα. Η μέσω ενός μη λαϊκού αιτήματος συνταγματική επιβολή της ουδετεροθρησκίας στο κράτος σημαίνει, στην ουσία, ότι οι χριστιανοί πολίτες, που στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, αναγκάζονται να ζουν σε ένα άθεο κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην καθημερινότητά τους.

Αυτό, όσο και αν προσπαθεί με «έξυπνα» αφηγήματα η παράταξη των κυβερνώντων να το χρυσώσει, δεν σημαίνει απλώς κατάργηση της χριστιανικής ταυτότητας και της συνειδήσεως των Ελλήνων, αλλά πρωτίστως αποτελεί περιφρόνηση και απαξίωση της πνευματικής και της ψυχικής ζωής τους. Συνεπώς, είναι σαφές ότι για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών οι γόνιμες θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι δυνατό να γίνονται με πραξικοπήματα σε μια δημοκρατική χώρα και, φυσικά, θεωρεί ότι αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι απαράδεκτο. Ετσι, το σχέδιο στο σύνολό του είναι αντιλαϊκό και, επομένως, δεν πρόκειται για συνταγματική αναθεώρηση, αλλά για συνταγματική ανατροπή που μόνο συντακτική και όχι αναθεωρητική Βουλή μπορεί να πράξει. Πολύ ενδιαφέρον έχουν όλα όσα είπε στην Πάτρα, κατά τον εορτασμό του Αποστόλου Ανδρέα (30/11/2018), ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για το θέμα του χωρισμού Πολιτείας – Εκκλησίας που επιχειρείται διά της συνταγματικής αναθεώρησης: «Ολοι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το τι θετικά έχει συνεισφέρει για τον λαό μας και το έθνος μας η αγαστή συμπόρευση Εκκλησίας – Πολιτείας και λαού όλα αυτά τα χρόνια.

Μπορείς να αλλάζεις κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος τις διατάξεις εκείνες οι οποίες έχουν κανονιστικό περιεχόμενο. Ομως δεν μπορείς να αλλάζεις διατάξεις οι οποίες αποτυπώνουν μία ιστορική αλήθεια, η οποία παραμένει πάντοτε, χωρίς να έχει τίποτε αλλάξει. Και κατά τούτο -και ακριβώς επειδή αυτή η αλήθεια ισχύει και σήμερα- δεν δικαιολογείται η αναθεώρησή τους. Και το λέω αυτό γιατί η αναγνώριση αυτού του ρόλου της Εκκλησίας στην πορεία του λαού μας και του έθνους μας δεν αφορά μόνο εκείνους που πιστεύουν, αλλά, επειδή συνιστά ιστορική αλήθεια, αφορά τους πάντες, γι’ αυτό -το τονίζω- σε όλες τις αναθεωρήσεις των Συνταγμάτων, αλλά ακόμη και σε συντακτικές συνελεύσεις, το ζήτημα αυτό έχει ομολογηθεί από όλους εκείνους που θέσπισαν αναθεωρήσεις, ανεξάρτητα από το αν πίστευαν ή όχι.

Εχω χρέος να αναδείξω τι είναι εκείνο το οποίο δεν μπορεί, με βάση τις διατάξεις των Συνταγμάτων και του ισχύοντος Συντάγματος, να αμφισβητήσει κανείς σήμερα. Το πρώτο είναι γνωστό, ποιος υπήρξε ο ρόλος της Εκκλησίας σε ό,τι αφορά και την έκρηξη της εθνεγερσίας και την περαιτέρω πορεία, γιατί ο ρόλος αυτός υπήρξε ενεργός, καθοριστικός και πριν από την έκρηξη της εθνεγερσίας, και κατά τη διάρκεια της εθνεγερσίας, και κατά τη δημιουργία και την πορεία του νεότερου ελληνικού κράτους. Η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε παρούσα σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, υπό την ευρεία έννοια του ρόλου, που δεν περιλαμβάνουν μόνο την υπεράσπιση της πατρίδας αλλά και την υπεράσπιση της κοινωνίας μας». Με όλα τα παραπάνω είναι σαφές ότι ο βίαιος χωρισμός – διαζύγιο της Πολιτείας από την Εκκλησία αποτελεί ένα ιδεολογικό αφήγημα που είναι αντίθετο στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά προπαντός δεν εκφράζει κανέναν εθνικό ή θρησκευτικό σκοπό.
Μάλιστα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, «κανείς συνταγματικός νομοθέτης, όχι μόνο ο “αναθεωρητικός”, αλλά και αυτός ακόμη ο “συντακτικός”, δεν διανοήθηκε ποτέ να καταργήσει τη θρησκευτική ταυτότητα της Ελληνικής Πολιτείας». Επομένως, η ουδετεροθρησκία που προτείνεται αποτελεί κατ’ ουσίαν χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, είναι εκ του πονηρού και σαφώς αντίθετη με την ιστορική και τη θρησκευτική συνείδηση και την κληρονομιά του ελληνικού λαού.

Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”