«Εφυγε» από τη ζωή, σε ηλικία 85 ετών, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Μιχαλάκης, που για δεκαετίες ήταν πολύτιμος συνεργάτης του «Εθνικού Κήρυκα».
Βιογραφικό
Ο Γιάννης Μιχαλάκης γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Κουρούνια της Βορειοδυτικής Χίου. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Αρρένων Χίου πήγε στην Αθήνα, αναζητώντας την τύχη του. Δούλεψε ως εργάτης σε ξυλουργικό εργοστάσιο, τυπογράφος και δημοσιογράφος. Το πρώτο κείμενό του δημοσιεύθηκε στο μαθητικό περιοδικό «Σφιγξ» του Γυμνασίου Αρρένων Χίου. Για πολλά χρόνια υπήρξε συνεργάτης στην τοπική εφημερίδα «Χιακόν Βήμα» το οποίο εξέδιδε στην Αθήνα ο Νίκος Χαλλούς και για μικρό χρονικό διάστημα στη «Ναυτιλιακή – Ναυτεργατική». Το Νοέμβριο του 1969 εξέδωσε την τοπική εφημερίδα «Χιακοί Αντίλαλοι», η οποία κατάφερε να τυπώσει 65 τεύχη, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1973. Το 1974 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου εργάστηκε στον «Εθνικό Κήρυκα».
Τον Ιούλιο του 1985 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε να εργάζεται στα γραφεία του «Εθνικού Κήρυκα» στην Αθήνα μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 2009 που συνταξιοδοτήθηκε.
Εκτός από τη δημοσιογραφική του δουλειά, έγραψε και τα παρακάτω βιβλία: «Κουρούνια ταξίδι στην ιστορία τους», «Νοταριακά (και όχι μόνο) έγγραφα Κουρουνίων και Εγρηγόρου Χίου», «Οι Χιώτες αντάρτες στην Αμανή και η μάχη της Παρπαριάς», «Το σόι μας», «Τα Μπρουκλιώτικα», «Αποδήμων Οδύσσεια», «Η δική μου Αμερική», «Η πρώτη έξοδος», «Ελληνοαμερικάνικος Τύπος», «Πνευματικοί Πρεσβευτές της Ελλάδας στις ΗΠΑ», «Γράμματα από την ξενιτιά», «Πέλοπος 31 Περιστέρι», «Και νόον έγνω». Τα επτά τελευταία βιβλία, είναι σε ηλεκτρονική μορφή.
Λάτρης της Χίου και της Ομογένειας
Βαθύς λάτρης της Χίου και του Απόδημου Ελληνισμού δεν ησύχαζε και πάντα έγραφε. Ετσι η τελευταία του δουλειά ήταν ακόμη τρία βιβλία, τα «Εφ’ ω ετάχθη», «Γράμματα από την ξενιτιά» και «Νέα Νοταριακά Εγγραφα Κουρουνίων και Εγρηγόρου Χίου», που περιέχουν το Αρχείο του Δημήτρη Ι. Μιχαλάκη, Νοτάρου Κουρουνίων. Εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας του Συλλόγου Κουρουνιωτών – Εγρηγοριανών Χίου «Ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» για την καταγραφή και ανάδειξη της ιστορίας των όμορφων αυτών χωριών της Αμανής, και με τη συνδρομή της Συντακτικής Επιτροπής της εφημερίδας του Συλλόγου «Αυλόγυρος».
Τότε τον Δεκέμβριο του 2020 Ο Γιάννης Μιχαλάκης είχε μιλήσει στον «Εθνικό Κήρυκα» και όντως η εξιστόρησή του ήταν τόσο περιγραφική που μοιάζει με κινηματογραφική εικόνα:
«Δίπλα στο σπίτι που μεγάλωσα, στο χωριό μου που λέγεται Κουρούνια, υπήρχε το σπίτι του παππού μου Δημήτρη, ο οποίος είχε πεθάνει και ο πατέρας μου το χρησιμοποιούσε ως αποθήκη. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν, υπήρχε ένα πατάρι, όχι όπως αυτά που έχουν τα σύγχρονα σπίτια πάνω από την τουαλέτα, αλλά ολόκληρο δωμάτιο, γεμάτο με ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα.
Εφημερίδες από τη Σμύρνη, τη Χίο, και την Αθήνα. Πολλά τεύχη της ‘Διάπλασης των Παίδων’ και του ‘Ρωμιού’ του Σουρή, ακόμη και Εικονογραφημένες Ατλαντίδες από τη Νέα Υόρκη. Υπήρχαν ακόμη πολλά κιβώτια γεμάτα με γράμματα και νοταριακές πράξεις.
Μικρό παιδί περνούσα ώρες πολλές στο πατάρι εκείνο, διαβάζοντας τις παλιές εφημερίδες και κυρίως τη ‘Διάπλαση’ και τον ‘Ρωμιό’. Από αυτές τις αναγνώσεις κόλλησα το μικρόβιο της λογοτεχνίας, καθώς τις συνέχισα ως μαθητής του Γυμνασίου στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης ‘Κοραής’ της Χίου. Ελειψα πολλά χρόνια από τη Χίο, το πατάρι εκείνο όμως δεν το ξεχνούσα. Μερικά ενδιαφέροντα έγγραφα τα είχα πάρει μαζί μου, ο μεγάλος όγκος όμως έμενε στο χωριό.
Το σπίτι του παππού το κληρονόμησε ο αδελφός μου Δημήτρης και μέσω εκείνου ο ανιψιός μου Γιώργος, ο οποίος μετέφερε όλο εκείνο το υλικό στην Αθήνα. Εγώ, μετά τη συνταξιοδότησή μου έγραψα δεκαπέντε βιβλία, τα μισά για το χωριό μου και τα άλλα μισά για τον Ελληνισμό της Αμερικής. Οταν τελείωσα, ο ανιψιός μου έφερε στο σπίτι και μου επέτρεψε να μελετήσω το υλικό του παταριού.
Το δούλεψα γύρω στα δύο χρόνια. Το υλικό είναι μεγάλο, ο παππούς πολυπράγμων. Εκτός από αγρότης που ήταν η βασική εργασία του, ήταν ακόμη νοτάρος (συμβολαιογράφος), κοινοτάρχης, έφορος εκπαίδευσης, έμπορος, πρακτικός γιατρός και κομματάρχης του Βενιζέλου. Το χώρισα λοιπόν σε τρεις ενότητες. Στα έγγραφα που αφορούσαν τα κοινά, στα γράμματα (επιστολές) και στα νοταριακά.
Κάποιος φίλος συγχωριανός μου που ήξερε τι έκανα, πήρε την πρωτοβουλία και συγκέντρωσε το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την εκτύπωση των βιβλίων με προεγγραφές από συγχωριανούς μας. Εγώ ως αμοιβή ζήτησα και έλαβα δέκα αντίτυπα από το κάθε βιβλίο. Συμπαραστάτης ήταν και ο Πέτρος Μοσχούρης, υπεύθυνος έκδοσης της εφημερίδας του συλλόγου μας ‘Αυλόγυρος’ στην οποία εξέφρασα την επιθυμία να πάνε τα χρήματα που θα εισπραχθούν από την πώληση των βιβλίων».
Αυτός ήταν ο Γιάννης. Ενας δημοσιογράφος παλιάς κοπής, όπως λέμε, για όσους λατρεύουν το επάγγελμα αυτό, ασκώντας το ως λειτούργημα. Σε συνδυασμό με τη βαθιά λογοτεχνική του παιδεία και την επιμέλεια του κειμένου που ασκούσε πάντα γράφοντας με το χέρι, αναδείχθηκε σε κατ’ εξοχήν χρονογράφο της Χίου και της Ομογένειας, μέσα από τα βιβλία του και τον «Εθνικό Κήρυκα».