Τον Αγιασμό του θεμελίου λίθου στον χώρο όπου θα ανεγερθεί ο νέος ιερός ναός του Αγίου Προκοπίου στα Τίρανα τέλεσε σήμερα το πρωί ο Μητροπολίτης Αμαντίας κ. Ναθαναήλ.
Πρόκειται για την ενορία η οποία όταν πρωτοέφτασε στην Αλβανία ο Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Αναστάσιος είχε μετατραπεί σε εστιατόριο. Χρειάστηκαν 30 χρόνια για να επιστρέψει και πάλι στην Εκκλησία της Αλβανίας. Αυτό μαρτυρεί πως ακόμη υπάρχει πολύς δρόμος για να ανακτήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτά που της ανήκουν. Η επιστροφή της περιουσίας της από το κράτος βρίσκεται ακόμα σε νηπιακή φάση. Όπως είχε τονίσει πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος ο αγώνας συνεχίζεται για να καταστεί άξιον και δίκαιον η οριστική επιστροφή της εκκλησιαστικής περιουσίας καθώς “διότι δυστυχώς η κυβέρνηση μας έχει ακόμη κρατήσει την περιουσία σε πολλά μέρη της Αλβανίας”.
Ο Δήμος Τιράνων παραχώρησε στην Εκκλησία της Αλβανίας την έκταση, που ανήκε στην ενορία προκειμένου να ανοικοδομηθεί ο νέος ναός. Κατόπιν δωρεάς του Μιχάλη Δεληγιώργη, ενός επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στην Αλβανία βρέθηκαν οι πόροι έτσι ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες για την ανέγερση αυτής της Εκκλησίας η οποία θα αποτελέσει ένα πνευματικό κύτταρο σε ένα κεντρικό σημείο της αλβανικής πρωτεύουσας.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και σε αυτή του Αγίου Προκοπίου η επιμονή και ο αγώνας του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ.κ. Αναστασίου έφεραν αποτελέσματα.
Παρά τα 94 χρόνια του και τις ενίοτε ύβρεις που δέχεται το τελευταίο διάστημα μέσα από το διαδίκτυο, όπως η πρόσφατη από Αρχιμανδρίτη της Εκκλησίας της Κρήτης, την ενέργεια του οποίου αποδοκίμασε ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Πρόδρομος, αποδεικνύουν στην προσήλωση του στην συνέχιση της ανοικοδόμησης μιας Εκκλησίας η οποία είχε υποστεί ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή.
Ο ναός του Αγίου Προκοπίου
Ο ναός του αγίου Προκοπίου στα Τίρανα χτίστηκε αρχικά πιθανώς το 1795. Στο εσωτερικό της εκκλησίας αυτής οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ασβέστη, η οροφή ήταν κατασκευασμένη από σανίδες και το δάπεδο ήταν πλακόστρωτο. Γύρω από την εκκλησία υπήρχε χριστιανικό νεκροταφείο. Το 1938 κατεδαφίστηκε και άρχισε να ανεγείρεται πάλι το 1940 για να ολοκληρωθεί το 1945 οπότε και εγκαινιάστηκε στις 20 Μαΐου από τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόφορο Κίσι.
Η εκκλησία ήταν βυζαντινού ρυθμού, σκαλισμένη με πέτρες λαξευμένες σε ύψος δύο μέτρων και συνεχιζόταν ο τοίχος με τούβλα. Είχε μήκος 23,5 μέτρα και πλάτος 18 μέτρα.
Το δάπεδο της εκκλησίας ήταν πλακόστρωτο με λευκά μαρμάρινα πλακάκια. Το τέμπλο ήταν επίσης κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο και το πλαίσιο από μαύρο μάρμαρο. Και πάλι κατεδαφίστηκε το 1960 για να κατασκευαστεί στη θέση της πάρκο.