Η εκκλησία της Σερβίας
Η εκκλησία της Σερβίας αποτελεί μια μαρτυρική στην κυριολεξία εκκλησία, καθώς μετά την πτώση του κομμουνισμού δέχθηκε σκληρή επίθεση από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Σε όλη τη Σερβία και ειδικά στην περιοχή του Κοσόβου και των Μετοχίων, καταγγέλθηκαν εμπρησμοί, απαγωγές, διώξεις Ιερών Μονών, σφαγές αμάχων κληρικών, λαϊκών και μοναχών.Για τους Σέρβους το Κοσσυφοπέδιο είναι ότι ιερότερο υπάρχει. Είναι όπως σωστά έχει ειπωθεί, οι Άγιοι Τόποι της Σερβίας
της Ελένης Γεννητσεφτσή
Σήμερα με δυσκολία η εκκλησία της Σερβίας, διατηρεί στην περιοχή, τα μεγάλα και ιερά προσκυνήματα της και τον ελάχιστο ορθόδοξο πληθυσμό.
Πριντο 1999 αριθμούσε πάνω από 1000 ναούς, μοναστήρια και παρεκκλήσια, στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Οι Αλβανοί κατέστρεψαν τα μισά σχεδόν από αυτά. Την ίδια τύχη είχαν και πολλά κοιμητήρια, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο ορθόδοξης παρουσίας.
Τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, παρατηρήθηκε μια στροφή της πολιτείας, προς την εκκλησία. Η Σερβική εκκλησία άρχισε να εκπροσωπείται στα ΜΜΕ, να έχει γνώμη για τα προβλήματα του σερβικού λαού και γενικά να παίζει σημαντικό ρόλο, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα για την εκκλησία της Σερβίας είναι η πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη της εκκλησίας των Σκοπίων (1958).
Η εκκλησία των Σκοπίων
Για να ενισχυθεί ο εθνικιστικός χαρακτήρας του ομοσπονδιακού κράτους των Σκοπίων και να υλοποιηθεί το σύνθημα, «ένα κράτος μια εκκλησία ένα έθνος», ιδρύθηκε το 1958, η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία», με έδρα τα Σκόπια.
Στην Οχρίδα βρίσκεται σήμερα η έδρα της επίσημης εκκλησίας της ΠΓΔΜ, σε αυτή ανήκει το 80% των ορθοδόξων χριστιανών (52% του πληθυσμού), αλλά δεν αναγνωρίζεται επισήμως, από καμία ορθόδοξη εκκλησία.
Η «εκκλησία» αυτή, που ιδρύθηκε για να στηρίξει τις πολιτικές και φυλετικές απαιτήσεις, μιας κρατικής μονάδας και όχι εκκλησιαστικές ανάγκες, αγνοεί συστηματικά βασικές αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας.
Με τη δημιουργία όμως του κράτους των Σκοπίων και την αναγνώριση του από τη διεθνή κοινότητα, κρίθηκε αναγκαίο να δοθεί μια λύση στο εκκλησιαστικό πρόβλημα.
Έτσι ξεκίνησε μεταξύ του Πατριαρχείου της Σερβίας και της αποσχισθείσας εκκλησίας των Σκοπίων, ένας διάλογος με σκοπό την εξεύρεση ενός ονόματος, που δεν θα περιείχε τον όρο Μακεδονία.
Το 2003 προστέθηκε στο διάλογο η πρόταση του Μητροπολίτης Βελεσών και Παραβαρδαρίου κ. Ιωάννη, για επαναχρησιμοποίηση του ονόματος «Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας». Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την εκκλησία της ΠΓΔΜ, η οποία στη συνέχεια τον απέπεμψε, από τους κόλπους της.
Το 2005 ο Μητροπολίτης Ιωάννης, φυλακίστηκε παρανόμως για οκτώ μήνες, από τις αρχές της ΠΓΔΜ σε άθλιες συνθήκες, με την κατηγορία υποδαύλισης θρησκευτικού και εθνικού μίσους.
Τελικά ο διάλογος δεν κατέληξε σε συμφωνία, με αποτέλεσμα, το 2005 το Πατριαρχείο της Σερβίας, να προχωρήσει στην επανίδρυση της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αχρίδας στην ΠΓΔΜ με επίσκοπο τον κ. Ιωάννη.
Η εκκλησία της Ρουμανίας
Αν και έζησε κάτω από κομμουνιστικό καθεστώς για πάνω από σαράντα χρόνια (1948-1989), κατάφερε να έχει τα λιγότερα προβλήματα, σε σχέση με τις υπόλοιπες εκκλησίες των Βαλκανίων.
Σήμερα η εκκλησία της Ρουμανίας, παρουσιάζει μεγάλη δραστηριότητα σε όλους του τομείς της εκκλησιαστικής και γενικότερα της πνευματικής ζωής. Το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της, λειτουργεί με τρόπο υποδειγματικό.
Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο μορφωμένος κλήρος. Όλοι οι ιερείς είναι θεολόγοι και πολλοί από αυτούς, είναι κάτοχοι δύο και τριών πτυχίων. Μεγάλη άνθηση παρουσιάζει και ο μοναχισμός, Τα μοναστήρια παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο για την πνευματικότητα τους, όσο και για την αρχιτεκτονική και το ζωγραφικό τους διάκοσμο.
Βασικό στοιχείο της σύγχρονης Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας, είναι η πλούσια λειτουργική της ζωή. Κέντρο της λατρευτικής ζωής είναι η θεία λειτουργία, η οποία συχνά διαρκεί έξι ώρες, αφού εκτός από το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, περιλαμβάνει και το κηρυκτικό και κατηχητικό έργο της εκκλησίας. Στη λατρεία επικρατεί η πολυφωνική ευρωπαϊκή μουσική. Δυστυχώς, η βυζαντινή μουσική, η οποία δέσποζε πριν το 1948, περιορίζεται σήμερα μόνο στα μοναστήρια.
Η εκκλησία της Βουλγαρίας
Ανήκει και αυτή στις πλέον ταλαιπωρημένες εκκλησίες των Βαλκανίων. Οι κληρικοί της υπέστησαν τα πάνδεινα, η εκκλησιαστική περιουσία κατασχέθηκε, το μάθημα των θρησκευτικών καταργήθηκε, τα μοναστήρια έγιναν μουσεία ενώ απαγορεύθηκε και η ανέγερση νέων εκκλησιών.
Η εκκλησία είχε χάσει τον απολυτρωτικό της ρόλο και είχε μετατραπεί σε προπαγανδιστικό όργανο, του κομμουνισμού.
Το 1972 οι αυθαίρετες πολιτικές παρεμβάσεις την οδήγησαν σε σχίσμα, διασπώντας την ενότητα της Ιεραρχίας και του λαού του θεού.
Δυστυχώς, το σχίσμα δεν ξεπεράστηκε, παρά την απόφαση της Μείζονος Συνόδου που συνήλθε στη Σόφια το 1998, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Η κυβέρνηση της χώρας για πολιτικούς λόγους, είχε νομιμοποιήσει τη σχισματική εκκλησία, την οποία και υποστήριζε σε βάρος της κανονικής.
Το εκκλησιαστικό ζήτημα της Βουλγαρίας είναι πολύ σοβαρό, για το σύνολο της Ορθοδοξίας, καθώς δημιουργείται ένα προηγούμενο νομιμοποιήσεως, κρατικών παρεμβάσεων, στα εσωτερικά των Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι η έλλειψη ιερέων. Ο μοναχισμός επίσης είναι αρκετά υποβαθμισμένος. Ακόμα και ιστορικά μοναστήρια, όπως της Ρίλα του Μπατσκόβου και του Τρογιάν έχουν ελάχιστους μοναχούς.
Γενικά ο βουλγαρικός λαός, μετά τη δύσκολη περίοδο την οποία πέρασε, πλησιάζει όλο και περισσότερο την εκκλησία, για να βρει το νόημα της ζωής και τα στοιχεία της πολιτιστικής του ταυτότητα.
Η εκκλησία της Αλβανίας
Ανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη το 1937. Δέχθηκε τα περισσότερα πλήγματα από όλες τις άλλες εκκλησίες των Βαλκανίων, οι οποίες τελούσαν κάτω από έναν πρωτοφανή απάνθρωπο ολοκληρωτισμό.Λόγω του σαρανταεξάχρονου διωγμού από το αθεϊστικό καθεστώς, του Εμβέρ Χότζα και των διαδόχων του, καταστράφηκε τελείως.
Το 1991 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όρισε-λόγω έλλειψης Ιεραρχίας- τον Μητροπολίτη Ανδρούσης Αναστάσιο, να φροντίσει για την ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση της μαρτυρικής αυτής εκκλησίας.
Η Αλβανική Κυβέρνηση, ενώ δέχθηκε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, αρνήθηκε την εγκατάσταση στη χώρα, άλλων τριών ελλήνων μητροπολιτών.
Η στάση αυτή, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να βρει άλλη λύση στο πρόβλημα, αποδεκτή από την κυβέρνηση. Έτσι συγκροτήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία εξέλεξε μητροπολίτη Κοριτσάς τον Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Πελούσι και Επίσκοπο Απολλωνίας τον Οικονόμο π. Κοσμά Κίριο. Τοποτηρητής ανέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος.
Μετά από τεράστιες προσπάθειες και με τη συμβολή πολλών ελλήνων πολιτών, η εκκλησία της Αλβανίας, ζει τα τελευταία χρόνια, τη χαρά της ανασυγκροτήσεως της.
Από το 1992, λειτουργεί η Εκκλησιαστική Σχολή του Δυρραχίου. Ανοικοδομήθηκαν πάνω από 70 νέοι ναοί, ανακαινίστηκαν πάνω από 63 και επισκευάσθηκαν πάνω από 100, από το 1998 λειτουργεί στο Αργυρόκαστρο εκκλησιαστικό Λύκειο, και ιδρύθηκαν ελληνικά εκπαιδευτήρια σε πολλές πόλεις .
Εξίσου σημαντικό είναι και το κοινωνικό έργο, που περιλαμβάνει τη δημιουργία πολυιατρείων και διαγνωστικών κέντρων, σε Τίρανα Κορυτσά και Αργυρόκαστρο, καθώς και ορφανοτροφείο και οικοτροφείο στις ίδιες περιοχές.
Το πιο σημαντικό όμως επίτευγμα για την εκκλησία της Αλβανίας, είναι ότι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της αλβανικής κοινωνίας, γεγονός που της δίνει τη δυνατότητα, να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, στη συνεργασία και στη συναδέλφωση των λαών της Βαλκανικής.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια, θα λέγαμε ότι οι συνεχιζόμενες ανακατατάξεις στο χώρο των Βαλκανίων, δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Οι καιροί δεν μας περιμένουν και τα γεγονότα τρέχουν πολύ γρήγορα, καθιστώντας την ενότητα των λαών της Χερσονήσου του Αίμου, περισσότερο αναγκαία από ποτέ.