Λίγα χιλιόμετρα από το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, το Πέραμα που κάποτε ήταν η πηγή ενέργειας της εργατικής κυρίως τάξης, σήμερα μοιάζει να είναι ένα απέραντο καμένο τοπίo. Με την ανεργία να κυμαίνεται στο τριπλάσιο του εθνικού μέσου όρου και με οικογένειες αναγκασμένες να ζουν με 200 ευρώ το μήνα, το Πέραμα βιώνει την χειρότερη μορφή της κρίσης.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μαρία Γιαχνάκη
Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι της περιοχής που εργάζονταν κατά κύριο λόγο στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη είναι τραγική. Η Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος υπήρξε για πολλές δεκαετίες κομμάτι από τη βιομηχανική "καρδιά" της Ελλάδας και χώρος στον οποίο αναπτύχθηκαν τεχνικές κι επισκευαστικές δραστηριότητες ονομαστές σε όλη τη Μεσόγειο.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν και σήμερα το Πέραμα μαραζώνει, υποβαθμίζεται τόσο τεχνικά όσο και περιβαλλοντικά. Οι κάτοικοι της πόλης, μακροχρόνια άνεργοι, βιώνουν την οικονομική κρίση περισσότερο ίσως από άλλες περιοχές.
Καθημερινά επισκέπτονται την εκκλησία του Άη Γιώργη δεκάδες οικογένειες που δεν έχουν να πάρουν ούτε λίγο ψωμί .
«Ο σύζυγός μου είχε κατάστημα με οικιακά είδη εδώ στο Πέραμα, το κλείσαμε . Δεν αντέχαμε την εφορία και τα πάγια. Το μαγαζί δεν μπορούσε να σταθεί. Έψαξε παντού για δουλειά αλλά τίποτα έχουμε εξαθλιωθεί. Τώρα φανταστείτε μαζεύουμε χρήματα για να βγάλει το εισιτήριό του για το εξωτερικό. Πάει στην Αυστραλία. Εμείς θα μείνουμε να περιμένουμε.»
Στην ίδια ενορία καθημερινά άστεγοι, χρεωμένοι στις τράπεζες άνεργοι και απολυμένοι κατηφορίζουν στο υπόγειο του ναού για να λάβουν το μερίδιο του μεσημεριανού φαγητού που τους αναλογεί.
Ο Ιερέας της ενορίας του Αγίου Γεωργίου πατέρας Ιωάννης , τα τελευταία 20 χρόνια προσφέρει γεύματα σε άπορους όμως τώρα με την κρίση οι ανάγκες αυξήθηκαν και ο κόσμος πλήθυνε.
Μια ομάδα εθελοντών που βοηθάει το έργο της ενορίας, φροντίζει για τους άπορους με καθημερινό φαγητό και ρουχισμό.
«Είμαστε όλοι πονεμένοι και ταλαιπωρημένοι από την κρίση αλλά ο λιγότερο ταλαιπωρημένος βοηθάει τον άλλο«, λέει ο κύριος Μιχάλης , που η κατοχή του είχε αφήσει το απωθημένο της πείνας να κυριαρχεί πάντα στη ζωή του.
«Εγώ τους νιώθω τους πεινασμένους , νιώθω τι σημαίνει να ζαλίζεσαι από την πείνα και να πέφτεις κάτω να κολλούν τα έντερά σου μεταξύ τους από την αφαγία. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από αυτό. Εδώ κάθε μέρα έρχονται οικογένειες , πατεράδες με κατεβασμένο το κεφάλι μανάδες με τα πλαστικά στις σακούλες για να πάρουν το φαγητό για την οικογένεια. Καμιά φορά δεν τους κοιτώ στα μάτια και άλλες πάλι προσπαθώ να γεμίζω μέχρι πάνω τα πλαστικά τους για να μην τους λείψει το φαγητό.»
Η κυρία Σοφία μια από τις γυναίκες εθελόντριες εξηγεί ότι όλα τα φαγητά και ο ρουχισμός είναι από προσφορές ιδιωτών και από χρήματα που αποταμιεύουν από τη ν εκκλησία τα μνημόσυνα και τις τελετές. «έδιναν και απλοί άνθρωποι προσφορές τώρα όμως δεν έχουν ούτε αυτοί πως να δώσουν σε μας.»
Στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη που πλέον έχει ερημώσει ξέμειναν τα όνειρα και τα χρωστούμενα μιας ολόκληρης ζωής . Ακόμη και στην ιδιωτική επισκευαστική ζώνη που ψυχομαχεί τα προβλήματα είναι μεγάλα.
«Ούτε το ρεύμα δεν μπορούμε να πληρώσουμε πια ούτε άλλους λογαριασμούς λέει ιδιοκτήτης ναυπηγείου .
Το ναυπηγείο το έχω 20 χρόνια. Με το που άρχισε η κρίση τελειώσαμε , πεθάναμε.
Έπεσε η δουλειά 90% και μετά τίποτα. Το μόνο που κάνουμε είναι να βγάλουμε κανένα καραβάκι έξω ίσα ίσα για ένα πιάτο φαί.
Εδώ δουλεύανε 500 άτομα , ταΐζαμε 500 οικογένειες, τώρα δουλεύουν τρία άτομα σε αυτό το ναυπηγείο που βλέπετε.
Φωνάζουν μόνο για τους δημόσιους υπαλλήλους που τους κάνουν περικοπές στους μισθούς. Εδώ εμείς βγάζαμε τα λεφτά , κινούσαμε την αγορά και τώρα μας περικόπτουν τις ζωές μας. Για μας δεν φωνάζει κανείς , δεν υπάρχει σωτηρία. Τα πλοία τα έδιωξαν τώρα στην Τούζλα της Τουρκίας και όπου αλλού μπορεί να φανταστεί κανείς.»
Σε μία από τις λαϊκές αγορές του Περάματος κοντά στον άγιο Νικόλαο κάποτε από τον κόσμο δεν μπορούσες να περάσεις, τώρα δεν τολμάς να πας να ψωνίσεις παρόλο που οι τιμές είναι χαμηλές.
«Όταν δεν έχουμε ,δεν πάμε να ψωνίσουμε. Πολλές φορές είναι η λαϊκή κάτω από το σπίτι μου και δεν έχω να πάρω μια ντομάτα τονίζει η κυρία Μαρία, που μένει σε όλη της τη ζωή στο Πέραμα. Η ίδια είναι συνταξιούχος με τα παιδιά της άνεργα να ψάχνουν ακόμη και το μικρότερο μεροκάματο.
Το Πέραμα μπορεί να θεωρείται μια περιοχή φτωχή αλλά παλιότερα ο κόσμος δούλευε . Είχαμε εργατιά αλλά ζούσαμε με αξιοπρέπεια γιατί δουλεύαμε. Οι άνδρες έφερναν ένα μεροκάματο στο σπίτι. Οι γυναίκες δούλευαν σε κομμωτήρια ; Σε μαγαζιά μικρά ή μεγάλα; Δεν έχει σημασία δουλεύαμε και τα παιδιά μας σπουδάζαμε ή τους δημιουργούσαμε τις συνθήκες να ανοίξουν έστω κι ένα συνεργείο . Τώρα για κάντε μία βόλτα και ρωτήστε πόσοι από αυτούς που περπατούν εργάζονται και θα δείτε τι θα σας πουν. Όλοι άνεργοι είναι. Ακόμη και η λαϊκή αγορά μίκρυνε . Αφού δεν ψωνίζει ο κόσμος τι να κάνουν να έρθουν οι πωλητές;»
Η νεαρή Χρύσα είναι μητέρα 2 παιδιών στην Τρίτη και Τετάρτη δημοτικού και η καρδιά της χτυπάει κάθε μέρα και πιο δυνατά ώσπου να γυρίσουν τα παιδιά από το σχολείο χωρίς να την ειδοποιήσουν ότι ένιωσαν αδιαθεσία από το άδειο στομάχι.
«Μέχρι πρόσφατα ντρεπόμουν να πω ότι ο άνδρας μου είναι άνεργος και δε μπορεί να βρει ούτε ένα μεροκάματο έστω να βάψει ένα σπίτι να κουβαλήσει κάτι στο λιμάνι. Ακόμη και στο λιμάνι και σε αυτά τα καθημερινά μεροκάματα παίρνουν αλλοδαπούς. Ο σύζυγός μου δούλευε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη . Τώρα τίποτα. Τα παιδιά μου μοιράζονται ακόμη και την τυρόπιτα που βρίσκω στα σκουπίδια. Αν δεν το κάνω στο σχολείο λιποθυμούν . Ως τώρα τρεις φορές με ειδοποίησαν και τώρα έχω βρει κάποιο φούρνο να παίρνω κάτι μπαγιάτικα για να περνάμε. Ήταν και τα συσσίτια μια ιδέα αλλά εκεί μας βλέπουν. Θα μου πεις αυτό σκέφτεσαι . Τι προτιμάς να πεθάνεις; Όχι αλλά και η αξιοπρέπειά μας που θα θαφτεί ; Μόνο αυτή μας έμεινε.»