«Το κακό έχει όνομα, το κακό έχει ταυτότητα, το κακό έχει ιστορία και λέγεται φασισμός και ναζισμός» υπογράμμισε ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, εκφωνώντας την κεντρική ομιλία στην εκδήλωση μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, την οποία διοργάνωσε το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος.
«Πρόκειται για τις ιδεολογίες εκείνες που αιματοκύλισαν την Ευρώπη και τον κόσμο και που ουδεμία σχέση μπορούν να έχουν με τη χριστιανική θεολογία, όσο κι αν ορισμένοι επιχειρούν να ενδύσουν με χριστιανικό μανδύα τις ακραίες ιδεολογικές τους φαντασιώσεις» πρόσθεσε ο κ. Ελπιδοφόρος και συνέχισε: «Θέτουν εαυτούς εκτός του ιερού περιβόλου της Εκκλησίας, όσοι διανοούνται να συσχετίσουν τον χριστιανισμό και δη την Ορθοδοξία με τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό, “το δόγμα της μνησικακίας”…».
Η shoah λίγο έλειψε να εξαφανίσει το εβραϊκό γένος, αλλά η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948 κατέστησε τους Εβραίους και πάλι ενεργό και σφριγηλό σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας, συνέχισε ο κ. Ελπιδοφόρος και υπογράμμισε: «Η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν αποτελεί απλώς μία επιστημονική διαφωνία, αλλά συνιστά μία στρατευμένη άρνηση της ιστορίας και μία στοχευμένη διαστροφή της πραγματικότητας».
Ο Σεβασμιώτατος υπογράμμισε ότι «η οικουμενικότητα του μηνύματος του χριστιανισμού, ως συνέπεια της παγκοσμιότητας του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και της διακηρυγμένης ενότητας του ανθρώπινου γένους» βρίσκεται «στον αντίποδα του θεμελιώδους δόγματος του εθνικοσοσιαλισμού, σχετικά με την αξιολογική διάκριση των φυλών σε ανώτερες και κατώτερες». Τόνισε ότι «η αξία του κάθε ανθρώπου οφείλεται στην παραπεμπτικότητα και την αναφορικότητά του, δηλαδή στο γεγονός ότι αποτελεί μία μοναδική, ζωντανή και ανεπανάληπτη εικόνα του Θεού» και παρέπεμψε στην ιστορική απόφαση της τοπικής συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 1872, η οποία χαρακτηρίζει τον φυλετισμό, ως “καινή δόξα”, ως “κάτι καινούργιο και απαράδεκτο” και τον καταδικάζει ρητά, ως «ετεροδιδασκαλία, αντικείμενη προς τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων της Εκκλησίας» και «ξένη προς το χριστιανικό ορθόδοξο ήθος».
«Για όλους αυτούς τους λόγους, αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση, ευρισκόμενος απόψε εδώ στον φιλόξενο και γνώριμο για μένα χώρο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στη Θεολογική Σχολή του οποίου διδάχθηκα και δίδαξα την Ορθόδοξη θεολογία των ανοιχτών οριζόντων, της εξωστρέφειας, του διαλόγου και του σεβασμού της κάθε είδους ετερότητας».
Κατά τη διάρκεια της τελετής ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ανακηρύχθηκε, από τον πρόεδρο της ΙΚΘ Δαβίδ Σαλτιελ και τη διοίκηση της, επίτιμα μέλη της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε και στις στενές ιστορικές σχέσεις της ελληνικής ομογένειας με το εβραϊκό στοιχείο στις ΗΠΑ.
«Οι σχέσεις της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής με το εβραϊκό στοιχείο της Νέας Υόρκης και των Ηνωμένων Πολιτειών εν γένει, είναι ιστορικές, αδελφικές και βαθύτατα ριζωμένες στην κοινή πνευματική μας παράδοση» είπε και πρόσθεσε: «Επιτρέψτε μου, επίσης, να εκφράσω τις εγκάρδιες και ειλικρινείς ευχαριστίες μου και προς την ιστορική Ισραηλιτική Κοινότητα της Θεσσαλονίκης για την τιμητική απόφασή της να με ανακηρύξει επίτιμο μέλος της».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος έκανε μια ανάλυση του σύγχρονου κόσμου και στον τρόπο με τον οποίο πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, διεθνώς, εκμεταλλευόμενες την παγκόσμια ύφεση, τη λαϊκή δυσανεξία προς τις πολιτικές ελίτ, τις ανισότητες και τα προβλήματα της καθημερινότητας και «την αδυναμία των χωρών να συγκροτήσουν σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο συνεκτικές πολιτικές για τη μετανάστευση», αναπτύσσουν «μία ακραία ρητορική, φλερτάροντας ανοιχτά με ιδεολογίες, οι οποίες σχετίζονται με τις πιο μαύρες σελίδες της πρόσφατης ιστορικής μας εμπειρίας».
«Στην κοινή μας πίστη, ο κόσμος δεν είναι καθ’ εαυτόν κακός. Είναι το “καλόν λίαν” δημιούργημα της αγάπης του Θεού. Ο κόσμος, όμως, μαστίζεται από τις δυνάμεις του κακού που φωλιάζουν μέσα στην ανθρώπινη ιστορία…. Ταυτόχρονα, γινόμαστε όλοι μάρτυρες μιας ανησυχητικής έξαρσης του αντισημιτισμού, διεθνώς» είπε ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος και συνέχισε:
«Το πιο κρίσιμο, όμως, αλλά και πιο αποκαρδιωτικό ζήτημα είναι η εργαλειακή χρήση του αντισημιτισμού και μάλιστα, να τα λέμε, από θρησκευτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Δεν έχω την πρόθεση να εξαιρέσω κανέναν. Το λάδι της θρησκείας στην περίπτωση αυτή, αντί να επουλώνει τις πληγές, αναζωπυρώνει τη φωτιά. Είναι ανάγκη να το πούμε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. Ο αντισημιτισμός δεν αποτελεί απλώς “προσβολή στην κοινή λογική”, όπως έγραψε πολύ σωστά η Χάννα ‘Αρεντ , αλλά ο αντισημιτισμός συνιστά στίγμα για τον πολιτισμό μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής υπογράμμισε ότι για το λόγο αυτό «οι χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες της ευρωπαϊκής ηπείρου, εκπροσωπούμενες από το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και το Συμβούλιο των Ρωμαιοκαθολικών Επισκοπικών Διασκέψεων, στην Οικουμενική Χάρτα, που, από κοινού, υπέγραψαν το 2001, καταδικάζουν ρητά και απερίφραστα τον αντισημιτισμό» και «ζητούν τη συγχώρεση του Θεού για τα χριστιανικά κρούσματα αντισημιτισμού και επαναβεβαιώνουν την αταλάντευτη προσήλωσή τους στην καταλλαγή δεκαι τη συμφιλίωση με τον Ιουδαϊσμό».