Την πλήρη στηριξη στην συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, τη δικαιολόγηση της δήθεν «ειρηνευτικής επιχείρησης του 1974» και την επιχειρηματολογία νομιμοποίησης της τουρκοποίησης της κατεχόμενης Βορείας Κυπρου, περιλαμβάνει το έγγραφο που κατέθεσε το ψευδοκράτος μέσω του μονίμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, εις απάντηση της επίσημης καταγγελίας της Κυπριακής Δημοκρατίας για τις κινήσεις πού μετατρέπουν τα Κατεχόμενα σε τουρκικό προτεκτοράτο.
Είναι ενδεικτικό ότι σε αυτή την επιστολή που δημοσιεύθηκε την 19η Οκτωβρίου ως επίσημο έγγραφο του ΟΗΕ, εκδηλώνεται σφοδρή επίθεση την Εκκλησία της Κυπρου, κατηγορείται η Ελληνοκυπριακή πλευρά για ρατσισμό και εγκλήματα μίσους εναντίον των Τουρκοκυπρίων και δηλώνεται ότι οι «δυο λαοί» στην Κύπρο έχουν μόνο έναν δεσμό, τον γεωγραφικό.
Ακολουθεί το έγγραφο:
«Μετά από οδηγίες από την κυβέρνησή μου, έχω την τιμή να επικοινωνήσω μαζί σας σχετικά με την επιστολή που σας απέστειλε ο εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής διοίκησης Νότιας Κύπρου, στις 3 Οκτωβρίου 2017 και κυκλοφόρησε ως έγγραφο του ΟΗΕ (A / 72/507-S/2017/831). Το έγγραφο αυτό περιέχει κατηγορηματικά ψευδείς πληροφορίες και προβαίνει σε αβάσιμους ισχυρισμούς όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου και της Τουρκίας, σε μια προσπάθεια να ασκήσει και να επιβάλει τη δική του πολιτική ατζέντα όσον αφορά το νησί στο πλαίσιο της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνουμε αναγκαίο να υπάρξει καταγραφή της δικής μας ιδιότητας ως αρμόδιας αρχής σχετικά με το θεμα , παρά να εγκαταλειφθεί η κοινή γνώμη στο έλεος των Ελληνοκυπρίων. Από τότε που η βίαιη εκδίωξη του Τουρκοκυπριακού λαού από τον συνεταιρισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 και τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ακολούθησαν, οι Τουρκοκύπριοι έχουν υποφέρει σε έναν συνεχή αγώνα για επιβίωση. Ο πιο σημαντικός ρόλος της Τουρκίας σε αυτόν τον αγώνα ηταν να δώσει τέρμα το 1974 στην εκστρατεία εθνοκάθαρσης από τους Ελληνοκυπρίους και την Ελλαδα.
Η παρέμβαση της Τουρκίας μπορεί να αξιολογηθεί μόνο ως μια ειρηνευτική επιχείρηση , και όχι ως κατοχή, η οποία όχι μόνο εμπόδισε την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα, αλλά επίσης έθεσε τα θεμέλια για την ειρήνη, τη σταθερότητα και τη Δημοκρατία σε ολόκληρο το νησί, καθώς και σε ολη την περιοχή. Από τότε, η μόνη πηγή στήριξης για τους Τουρκοκύπριους στον αγώνα τους για τη διασφάλιση της ύπαρξή τους προέρχεται από την Τουρκία, χωρίς την οποία ο Τουρκοκυπριακός λαός δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να αφομοιωθεί από έναν λαό με τον οποίο δεν μοιράζεται οποιονδήποτε οργανικό δεσμό, εκτός από τις προφανείς γεωγραφικούς δεσμούς. Έτσι, η φυσική κλίση για να συνεργαστεί με την Τουρκία είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα, και όχι η αιτία , της μονομερούς ελληνοκυπριακής αξίωσης για Κυριαρχία επι του νησιου ,κυριαρχία η οποία αρχικά ηταν περιορισμένη και εξαρτωμένη στην κοινή διοίκηση του νησιού.
Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, η οποία ιδρύθηκε με βάση το αναφαίρετο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υπό το πρίσμα της πραγματικότητας που επικρατεί, είναι τίποτα λιγότερο από μια ολοκληρωμένη Δημοκρατία όπου επικρατεί το κράτος δικαίου, όλα τα θεσμικά όργανα του κράτους είναι άθικτα και το Κοινοβούλιο αντιπροσωπεύει τη βούληση του λαού. Ωστόσο, οι Τουρκοκύπριοι συνεχίζουν να υφίστανται απάνθρωπη απομόνωση και περιορισμούς. Η μόνη πύλη επικοινωνίας με τη διεθνή κοινότητα είναι μέσω της Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές που έχουν διαμορφωθεί για να τερματισθεί η άδικη απομόνωση και να επιτρέψει τις φωνές των Τουρκοκυπρίων να ακουστούν στη διεθνή αρένα πραγματοποιούνται από τις δύο χώρες σε στενή συνεργασία και σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα των επιβολή από την Τουρκία.
Μέχρι οι περιορισμοί αυτοί είτε να χαλαρώσουν ή να αφαιρεθούν , ο στόχος είναι να παρασχεθεί στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου η ευκαιρία να επικοινωνεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό με τον υπόλοιπο κόσμο. Για να δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά μονομερώς έχει σταματήσει το έργο της Δικοινοτικής Ad Hoc Επιτροπής προετοιμασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία προορίζεται για την προετοιμασία των Τουρκοκυπρίων να εφαρμόσουν το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι, συνεπώς, υποκρισίες για τον Ελληνοκύπριο εκπρόσωπο να κατηγορεί την Τουρκία επιχειρεί να «τουρκοποιήσει» του Βορρά ενώ παρεμποδίζει την μοναδική ευκαιρία που έχουν οι Τουρκοκύπριοι για να αναπτύξουν δεσμούς με οποιαδήποτε χώρα ή οργανισμούς εκτός Τουρκίας. Από την άποψη των οικονομικών δεσμών με την Τουρκία, προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης εγκρίθηκαν το 2000 προκειμένου να ξεπεραστούν τα αυξανόμενα διαρθρωτικά και οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν από την τραπεζική κρίση στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κυπρου που παρουσιάστηκε στις αρχές του 2000. Υπογράφτηκαν πρωτόκολλα οικονομικής και χρηματοδοτικής συνεργασίας για να είναι σε θέση η Τουρκία να παρέχει χρηματοδοτική και τεχνική υποστήριξη σε αυτά τα προγράμματα.
Ο στόχος των οικονομικών πρωτοκόλλων που υπεγράφησαν μεταξύ των δύο χωρών είναι να επιτρέψει στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου να επιτύχει οικονομική αυτάρκεια, όχι την εξάρτηση. Οι ισχυρισμοί του Ελληνοκύπριου εκπροσώπου περί δημογραφικής αλλαγής και ατζέντας εποικισμού είναι το λιγότερο αβάσιμοι. Όπως εχει συχνά αναφερθεί από διεθνή μέσα ενημέρωσης, η Ελληνοκυπριακή πλευρά ακολουθεί ένα πρόγραμμα ιθαγένειας-(byinvestment) με το οποίο πωλείται σε πλούσιους ιθαγένεια με αντάλλαγμα καθαρά χρηματικό. Η τουρκοκυπριακή πλευρά, από την πλευρά της , εξετάζει σχολαστικά τις υποθέσεις της ιθαγένειας σύμφωνα με αυστηρούς κανονισμούς και δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε περίπτωση. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί θρησκευτικής εκπαίδευσης, η Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι η λιγότερο αξιόπιστη αρχή να μιλήσει για το θέμα αυτό. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μόνο βαριά ενσωματωμένη στην θρησκευτική διδασκαλία στα Σχολεία στον Νότο, αλλά είναι επίσης ενσωματωμένη στην ελληνοκυπριακή πολιτική δομή, στερώντας κάθε βαθμό κοσμικότητας.
Η εκκλησία έχει υποκινήσει την εχθρότητα και τον ρατσισμό εναντίον του Τουρκοκυπριακού λαού και των θεσμών του αλλα και εναντίον της μουσουλμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού. Ιστορικά, η Εκκλησία έχει δημοσίως αποκηρύξει όλα τα σχέδια διευθέτησης του Κυπριακού απευθυνόμενη στην απορριπτική «πελατεία» της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Η αλληλένδετη φύση της θρησκείας και της πολιτικής έχει εξασφαλίσει ότι οι νέες γενιές μεγαλώνουν με τα ίδια αρνητικά συναισθήματα , ως η γενιά που στην οποία διαιωνίζεται η απόλυτη βία και το μίσος κατά των Τουρκοκυπρίων . Αντίθετα, η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου υπερηφανεύεται για την εκοσμίκευση και την ικανότητα διάκρισης μεταξύ της πολιτικής ατζέντας και της ελευθερίας θρησκευτικής έκφρασης Δράττομαι της ευκαιρίας να υπενθυμίσω ότι για 50 χρόνια οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό έχουν αποτύχει να παράξουν θετικά αποτελέσματα λόγω της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας, και ισχυρισμών περί υπέρτερης ελληνικής «φύσης» του νησιου.
Αυτή η αδιαλλαξία ,έναντι της αξιόπιστης επιδίωξης συνεταιρισμού από την τουρκοκυπριακή πλευρά ,βάσει της οποίας ιδρύθηκε η Κυρπαικη Δημοκρατία το 1960, εντάθηκε περισσότερο κατά τα τελευταία χρόνια και εκδηλώνεται σε αναρίθμητα εγκλήματα μίσους εγκλήματα, την αποτροπή της διεθνούς αλληλεπίδρασης των Τουρκοκυπρίους σε όλους τους τομείς της ζωής και την πιο πρόσφατη αποτυχία των διαπραγματεύσεων που είχαν φθάνει πιο κοντά στην επίτευξη βιώσιμης λύσης στο νησι. Μαζί με αυτήν την πρόσφατη αποτυχία, είναι ασφαλές να πούμε ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κλείσει επίσης την πόρτα σε οποιονδήποτε διακανονισμό σύμφωνα με τις υπάρχουσες παραμέτρους με αποκλειστικό σκοπό να επεκτείνει τις ηγεμονικές αξιώσεις στο σύνολο του νησιου εις βάρος του τουρκοκυπριακού λαού.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι αδιανόητο ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά εχει το θράσος να πιστεύει ότι μπορεί να κατανοήσει την πραγματικότητα της κατάστασής μας καλύτερα από ό, τι μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι.. Έτσι, είναι η ελπίδα και την προσδοκία της τούρκο-κυπριακής πλευράς ότι η διεθνής κοινότητα θα κρίνει πέρα από την προπαγάνδα και την δυσφήμηση, και θα αναγνωρίσει ότι η αποκλειστική πρόθεση των Τουρκοκυπρίων είναι να βελτιώσει τις συνθήκες της, με δεδομένες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν , και ότι θα προσπαθήσουμε να το πράξουμε με δική μας ελεύθερη βούληση. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν θα κυκλοφορούσατε την παρουσα επιστολή ως επίσημο έγγραφο από τη Γενική Συνέλευση.
Μεχμετ Ντάνα