Φαντάσου να είσαι ο μοναδικός επιζών μιας από της μεγαλύτερες μάχες στην ιστορία. Ενός γεγονότος που διαμόρφωσε όσο ελάχιστα άλλα τη μοίρα του αρχαίου κόσμου.
Κι αντί να σε αντιμετωπίσουν με δέος και σεβασμό, να σε θεωρούν ό,τι πιο δειλό περπάτησε σ’ αυτή τη γη. Στη γη που υπερασπίστηκε ο Λεωνίδας με τους 300 του, σ’ εκείνη τη μεγαλειώδη έκφραση θυσίας και αφοσίωσης, από την οποία έλειψε (στην τελευταία στάση της) ο Αριστόδημος ο Λακεδαιμόνιος. Με αποτέλεσμα να γνωρίσει τη χλεύη των σύγχρονών του, οι οποίοι τον έκριναν στη βάση των ηθικών «πρέπει» της εποχής του.
Λογικά θα είναι ελάχιστοι εκείνοι που δεν γνωρίζουν πάνω-κάτω τι συνέβη στις Θερμοπύλες. Σε μια διαφορετική (και πολυάριθμη) εκδοχή της μάχης του Δαυίδ με τον Γολιάθ ήρθαν αντιμέτωπες οι δύο μεγάλες δυνάμεις του αρχαίου κόσμου. Όσο κι αν σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν πολλά από τα στοιχεία που παραθέτει ο Ηρόδοτος, η ουσία είναι μία και δεν αλλάζει.
Μια χούφτα πολεμιστές (300, 1.000 αν προσθέσουμε τους Θεσπιείς ή 5-6 χιλιάδες κατά άλλες εκτιμήσεις) στάθηκαν απέναντι σε πολλαπλάσιους αντιπάλους.
Η τελική έκβαση, δηλαδή το γεγονός ότι οι Πέρσες πέρασαν από το στενό, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε θαυμασμό. Αντίθετα, αντικείμενο αιώνιας μελέτης θα παραμένει το πώς τόσοι λίγοι όχι μόνο δεν δείλιασαν απέναντι σε τρομακτικά περισσότερο εχθρούς, αλλά μπόρεσαν στην ουσία να τους σταματήσουν, νικώντας τους πρώτα στο μυαλό και στη συνέχεια στο ίδιο το πεδίο της μάχης.
Οι τρεις με διαφορετική ιστορία στις Θερμοπύλες
Από την επικών διαστάσεων σύγκρουση στις Θερμοπύλες, συνήθως δύο είναι τα ονόματα των Ελλήνων που έχουν μείνει στην ιστορία. Ασφαλώς εκείνο του Λεωνίδα, του βασιλιά της Σπάρτης, αλλά και αυτό του Εφιάλτη. Ο χώρος μεταξύ του πρότυπου ανδρείας (όπως είναι ο πρώτος) και του συνώνυμου της προδοσίας (ο δεύτερος) καλύφθηκε από τα κορμιά των πεσόντων στις πύλες της φωτιάς.
Μεταξύ αυτών δεν υπήρχαν τρεις θα μπορούσαν να αποφύγουν το ραντεβού τους με τη μοίρα και τον επόμενο θάνατο από τους στρατιώτες του Ξέρξη. Ο Αριστόδημος, ο Εύρυτος και ο Παντίτης. Μόνο ένας όμως, ο πρώτος, έκανε το… λάθος να μην πεθάνει.
Πριν την τελική σύγκρουση
Όταν πλέον ο Ξέρξης πείστηκε πως οι Έλληνες δεν του έκαναν πλάκα όταν επέμεναν πως θα τον αντιμετωπίσουν, ήταν δεδομένο πως το τέλος των υπερασπιστών των στενών ήταν θέμα χρόνου. Ο Λεωνίδας ακολουθώντας το χρησμό που έλεγε πως θα έπρεπε να χαθεί η Σπάρτη ή ένας βασιλιάς της, μένει με τους πολεμιστές εκείνους που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν μαζί του. Ίσως γι’ αυτό να μην είναι τυχαίο ότι οι 300 του είχαν όλοι παιδιά κι επομένως ήταν δεδομένη η αναπλήρωσή τους.
Πριν ξεκινήσουν οι συρράξεις που κράτησαν τρεις μέρες, δίνει εντολή στον Παντίτη να μεταβεί στη Θεσσαλία. Πιστεύεται πως μετέφερε κάποιο μήνυμα ως πρέσβης προκειμένου να ζητήσει βοήθεια, αν και αυτό το κομμάτι της ιστορίας αμφισβητείται.
Όπως και να ‘χει, ο Παντίτης επέστρεψε μόνος για να διαπιστώσει πως όλα είχαν τελειώσει. Ο βασιλιάς του και οι σύντροφοί του ήταν όλοι νεκροί, ενώ τα βέλη, τα σπασμένα δόρατα, οι ασπίδες και οι φρέσκοι ομαδικοί τάφοι των Περσών έμεναν μοναδικοί μάρτυρες του τι είχε προηγηθεί.
Έχοντας χαράξει σαν… τατουάζ στο dna του το περίφημο «ή ταν ή επί τας», ο Παντίτης κάνει αυτό που επιτάσσει το δικό του αξιακό σύστημα. Όταν επιστρέφει στην ελεύθερη (λόγω της θυσίας στις Θερμοπύλες) Σπάρτη κατηγορείται για δειλία. Με ένα κομμάτι σκοινί απαγχονίζεται, βάζοντας τέλος στη ζωή του.
Το πρόβλημα στα μάτια
Εκτός του αυτόχειρα, ο Λεωνίδας είχε δώσει άδεια σε ακόμη δύο άντρες του να αποχωρήσουν. Επρόκειτο για τον Αριστόδημο τον Λακεδαιμόνιο και τον Εύρυτο που είχαν πρόβλημα στα μάτια τους, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς τους να τους διατάξει να γυρίσουν πίσω πριν την τελική μάχη.
Αν και μισότυφλος, ο Εύρυτος αποφασίζει να παρακούσει της εντολές του. Φεύγει από την πατρίδα του κι επιστρέφει στις Θερμοπύλες, όπου και βρίσκει ένα θάνατο ταιριαστό στον τρόπο σκέψης του. Στο πλευρό των συναγωνιστών του.
Αυτή η απόφασή του είναι ουσιαστικά και η (μεταφορικά) θανατική καταδίκη του Αριστόδημου. Όπως εκτιμά ο Ηρόδοτος, εάν ο Εύρυτος δεν έφευγε ή εάν ο Αριστόδημος ήταν ο μόνος που γύριζε στην Σπάρτη, οι συμπολίτες του ενδεχομένως να τον συγχωρούσαν. Στο κάτω-κάτω της γραφής ήδη είχε χάσει το ένα μάτι του από τη μόλυνση. Στον κόσμο των αρχαίων Λακεδαιμονίων όμως δεν υπήρχε χώρος για τέτοιου τύπου κατανόηση.
Το τέλος
Μετά τη μάχη και την είδηση ότι οι 300 κείτονται νεκροί, αποκαλούνταν Αριστόδημος ο τρέσας. Δηλαδή δειλός. Αυτός που τρέπεται σε φυγή μπροστά στον εχθρό. Μια λέξη που για τη Σπάρτη αποτελούσε τη χειρότερη προσβολή για οποιονδήποτε.
Εκείνος που χαρακτηριζόταν έτσι δεν τιμωρούνταν. Σταματούσε να υπάρχει. Γινόταν αόρατος κι ανέγγιχτος. Ανύπαρκτος… Δεν μπορούσε να πάρει μέρος στα γυμνάσια ή να παντρευτεί. Δεν είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει κάποιο αξίωμα και ήταν υποχρεωμένος να κάνει στην άκρη όταν περνούσε κάποιος Σπαρτιάτης από δίπλα του. Για κοινωνίες όπως εκείνη στις παρυφές του Ταΰγετου ίσως ο θάνατος να ήταν προτιμότερος.
Αυτόν τον δοξασμένο θάνατο επεδίωξε ο Αριστόδημος στην επόμενη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Ήταν η μάχη των Πλαταιών, ένα χρόνο μετά τις Θερμοπύλες. Εκεί θα πολεμήσει λυσσαλέα θέλοντας να βγάλει από πάνω του την ντροπή και να καθαρίσει το όνομά του.
Πράγματι, η τόλμη και η ανδρεία του δεν έμειναν απαρατήρητες. Δυστυχώς για αυτόν, όμως, οι στρατιωτικοί ηγέτες διέκριναν και μια απερισκεψία εντελώς ασυμβίβαστη και ξένη με την έννοια της πειθαρχίας που αποτελούσε το βασικό συστατικό των επιτυχιών της σπαρτιάτικης φάλαγγας.
Κάθε κίνηση που ξέφευγε από το σχέδιο έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των υπολοίπων, γεγονός που έφερε για άλλη μια φορά τον Αριστόδημο στη δύσκολη θέση του να πρέπει να απολογηθεί για τη στάση του.
Αυτή τη φορά, αν και πολύ σοβαρά τραυματισμένος, κατηγορήθηκε ότι είναι τρελός. Ένας τρελός που πάντως επέζησε για να λάβει μέρος στους Ελληνοπερσικούς πολέμους μέχρι τη λήξη τους, πληρώνοντας το τίμημα του να φύγει περπατώντας και όχι πάνω στην ασπίδα του από τις Θερμοπύλες.