Κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Δυτικών Χαν (206 πΧ - 9 μΧ) το ζήτημα της νομισματικής ελευθερίας συζητήθηκε έντονα. Δεν υπήρχαν ακόμη τράπεζες ή χαρτονομίσματα στην Κίνα - το χρήμα αφορούσε αποκλειστικά νομίσματα. Τα ιδιωτικά νομισματοκοπεία ανταγωνίζονταν τα αντίστοιχα κρατικά, είτε στη μαύρη αγορά ή νομίμως.
Το 81 πΧ, το ερώτημα για το ποιος διασφαλίζει καλύτερα τη νομισματική υγεία, το κράτος ή η αγορά, έφτασε στο αποκορύφωμά του με τους περίφημους “Διαλόγους για το Αλάτι και το Σίδερο” (鹽鐵論) που συλλέχθηκαν από τον Χουάν Κουάν. Το κεφάλαιο που αφορά το θέμα μας είναι το 4ο που έχει τον τίτλο Κουομπί (Δυσαρμονικά νομίσματα).
Σ’ αυτό το άρθρο, δίνω κάποιες πληροφορίες ως προς το πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ των Κονφουκιανών στοχαστών που προτιμούσαν τα ιδιωτικά (ανταγωνιστικά μεταξύ τους) νομίσματα, και τους κρατικούς αξιωματούχους, ιδίως τον Σανγκ Χονγκγιάνγκ (桑弘羊) ο οποίος υπερασπιζόταν το κρατικό νομισματικό μονοπώλιο. Στη συνέχεια εξετάζω τα επιχειρήματα όσων ενεπλάκησαν στη διαμάχη του 81 πΧ ως προς τον ρόλο του κράτους στην έκδοση νομίσματος και τα διδάγματα που προέκυψαν απ’ αυτή.
Το υπόβαθρο
Ο πρώτος αυτοκράτορας της Δυναστείας των Δυτικών Χαν, Γκαοζού (漢高祖, 202-195 πΧ) απαγόρευσε την κρατική έκδοση νομισμάτων, νομιμοποίησε τα ιδιωτικά νομισματοκοπεία - πιθανότατα λόγω της έντονης έλλειψης νομισμάτων που δυσχέραινε το εμπόριο - και υιοθέτησε το τυποποιημένο μπρούτζινο νόμισμα της Δυναστείας των Τσιν, το μπανλιάνγκ (ή “μισή ουγγιά” = 12 ζου) [1]. Το σχετικά μεγάλο βάρος του (περίπου 8 γραμμάρια) το έκανε ακατάλληλο για ευρεία χρήση. Η ζήτηση για ελαφρύτερα νομίσματα που για τη διευκόλυνση του εμπορίου οδήγησε τα ιδιωτικά νομισματοκοπεία να παράγουν μεγάλη ποσότητα ελαφρύτερων νομισμάτων τύπου “σπόρου φτελιάς”, που ζύγιζαν από 0,2 έως 1,5 γραμμάρια. Αυτά τα νομίσματα διατηρούσαν την συνήθη επιγραφή μπανλιάνγκ, κάνοντας έτσι την ονομαστική τους αξία πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μεταλλική τους [2]. Φυσικά οι έμποροι δεν τα δέχονταν στην ονομαστική τους αξία.
Νόμισμα μπανλιάνγκ τεσσάρων ζου
Το 186 π.Χ η αυτοκράτειρα Λυ (吕后) επανασύστησε το Αυτοκρατορικό Νομισματοκοπείο με την ελπίδα ότι θα αποκτούσε τον έλεγχο του νομισματικού συστήματος. Το πρώτο νόμισμα που κυκλοφόρησε από το κράτος ήταν ένα μπανλιάνγκ που ζύγιζε 8 ζου. Στη συνέχεια, το 182 πΧ, κυκλοφόρησε ένα νέο νόμισμα μπανλιανγκ που ονομάστηκε γουφέν και ζύγιζε μόλις 2,4 ζου. Η απόσυρση των νομισμάτων των 8 ζου που επέτρεπε να κοπούν μπρούντζινα νομίσματα πολύ μεγαλύτερης συνολικής ονομαστικής αξίας, οδήγησε σε πληθωρισμό. Έτσι, το 175 πΧ ο αυτοκράτορας Γουέν των Χάν (漢文) αύξησε το μεταλλικό περιεχόμενο του μπανλιάνγκ στα 4 ζου και επέτρεψε εκ νέου στα ιδιωτικά νομισματοκοπεία να έχουν την ελευθερία να κόβουν νομίσματα υπό τον όρο να συμμορφώνονται με το τυποποιημένο βάρος των 4 ζου και να παράγουν αποκλειστικά μπρούντζινα νομίσματα. Η διελκυστίνδα μεταξύ του κράτους και των ιδιωτικών νομισματοκοπείων συνεχίστηκε όταν το 144 πΧ ο αυτοκράτορας Τζινγκ των Χαν (景) τερμάτισε τα ανταγωνιστικά νομίσματα και επανεγκατέστησε το κρατικό μονοπώλιο. Η κοπή ιδιωτικών νομισμάτων ποινικοποιήθηκε και όσοι καταδικάζονταν γι’ αυτό αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου. [3]
Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της ονομαστικής και της μεταλλικής αξίας των νομισμάτων μπανλιάνγκ κατά την πρώιμη περίοδο Χαν παρείχε εύφορο έδαφος στους παραχαράκτες. Αναπτύχθηκαν όμως ανταλλακτήρια νομισμάτων που ανακάλυπταν την πραγματική αξία των νομισμάτων μπανλιάνγκ, προσαρμόζοντας την ονομαστική τους αξία ώστε να αντανακλά το βάρος (τη μεταλλική τους αξία), αντί του να δέχονται την πλασματική αξία των 12 ζου. Το 120 πΧ ένα νέο μπρούντζινο νόμισμα το νόμισμα των 3 ζου αντικατέστησε το παλιότερο μπανλιάνγκ των 4 ζου με την ονομαστική του αξία να είναι ίση με την αντίστοιχη μεταλλική. Τέλος, το 119 πΧ, ο αυτοκράτορας Γου των Χαν (漢) εισήγαγε το μπρούντζινο νόμισμα γουζού (ή νόμισμα των 5 ζου) που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα μέχρι και τον 7ο αιώνα.
Αρχικά, το γουζού παραγόταν τόσο από την κεντρική κυβέρνηση όσο και από τις διοικητικές υποδιαιρέσεις, αλλά το 113 πΧ η κοπή νομίσματος έγινε αποκλειστική ευθύνη του Αυτοκρατορικού Νομισματοκοπείου. [4]
Η διαμάχη του 81 πΧ για την νομισματική ελευθερία
Όταν ο αυτοκράτορας Γουέν των Χαν (漢) νομιμοποίησε τα ιδιωτικά νομισματοκοπεία το 175 πΧ, ο Τζιά Γι, πρώην αξιωματούχος, υποστήριξε ότι τα ανταγωνιστικά νομίσματα θα οδηγήσουν σε υποτίμηση, υπερπληθώρα νομισμάτων που θα προκαλούσαν σύγχυση στο κοινό, και εντέλει σε χειραγώγηση των χρηματικών συναλλαγών. Πρότεινε γι’ αυτό την επαναφορά του κρατικού μονοπωλίου στην κοπή νομισμάτων και τον έλεγχο της προσφοράς χαλκού. [5] Η συμβουλή του απορρίφθηκε, αλλά η διαμάχη ως προς την ιδιωτική κοπή νομισμάτων επανεμφανίστηκε το 81 πΧ.
Τα βασικά επιχειρήματα
Ο Σανγκ Χονγκγιάνγκ, πολιτικός που διετέλεσε στενός σύμβουλος του αυτοκράτορα Γου, τέθηκε επικεφαλής της επιχειρηματολογίας ενάντια στην κοπή ιδιωτικών νομισμάτων και υπέρ του κρατικού μονοπωλίου. Στο μεταξύ, περισσότεροι από 60 Κονφουκιανοί λόγιοι από κάθε μέρος της Κίνας υποστήριξαν την νομισματική ελευθερία ως τον καλύτερο τρόπο παροχής υγιούς νομίσματος.
Στο επιχείρημά του ενάντια στην νομισματική ελευθερία, ο Σανγκ Χονγκγιάνγκ υποστήριξε: “Αν το νομισματικό σύστημα ενοποιηθεί υπό τον έλεγχο του αυτοκράτορα, τότε οι άνθρωποι δεν θα υπηρετούν δύο κυρίους [το κράτος και την αγορά]. Αν το νόμισμα εκδίδεται από τον ηγεμόνα, οι άνθρωποι δεν θα έχουν αμφιβολία ως προς τη γνησιότητά του”. [6]
Οι λόγιοι, που υποστήριζαν την οικονομική ελευθερία ενάντια στις παρεμβατικές πολιτικές που εφάρμοζε ο αυτοκράτορας Γου, αμφισβήτησαν το επιχείρημα αυτό:
Στην απώτερη αρχαιότητα υπήρχαν και κυκλοφορούσαν πολλές μορφές νομισμάτων, και οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι. Αργότερα, όταν οι παλιοί τύποι νομίσματος αντικαταστάθηκαν από αργυρά νομίσματα που είχαν στην όψη τους χελώνες και δράκους, οι άνθρωποι είδαν με έντονη δυσπιστία αυτά τα νέα νομίσματα. Όσο συχνότερα αλλάζει το νομισματικό σύστημα, τόσο πιο καχύποπτοι γίνονται οι άνθρωποι.
Στη συνέχεια, όλα τα παλιά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην επικράτεια αποσύρθηκαν, και η εξουσία κοπής νομίσματος αποδόθηκε αποκλειστικά στους Τρεις Αξιωματούχους της Διεύθυνσης Φυσικών Πόρων. Τόσοι οι αξιωματούχοι, όσο και οι τεχνίτες κλέβουν από τα κέρδη του νομισματοκοπείου. Ακόμη, δεν διασφαλίζουν ότι τα νομίσματα κατασκευάζονται σύμφωνα με ακριβή πρότυπα - κάποια είναι πολύ λεπτά ή πολύ χοντρά, πολύ βαριά ή πολύ ελαφριά. Οι αγρότες δεν έχουν την ειδική γνώση να αντιληφθούν τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ των διαφορετικών νομισμάτων. Όταν συγκρίνουν το ένα νόμισμα με το άλλο, εμπιστεύονται τα παλιά νομίσματα, αλλά δυσπιστούν ως προς τα νέα, χωρίς να ξέρουν στ’ αλήθεια ποια είναι τα γνήσια και ποια τα κάλπικα. Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες δίνουν κάλπικα νομίσματα για γνήσια, δέχονται νομίσματα που αξίζουν το διπλάσιο από την ονομαστική τους αξία ενώ αποφεύγουν τα υποτιμημένα… Αν οι άνθρωποι χρειάζεται να διακρίνουν ανάμεσα σε διαφορετικούς τύπους νομισμάτων, τότε το εμπόριο θα υποστεί βλάβη και οι καταναλωτές ιδιαίτερα θα ζημιωθούν.
Έτσι, ο ηγεμόνας φροντίζει για την ευημερία των ανθρώπων όταν δεν περιορίζει τη χρήση φυσικών πόρων… [και] διευκολύνει τη χρήση του χρήματος όταν δεν εμποδίζει τους ανθρώπους από το να κόβουν νομίσματα ελεύθερα. [7]
Είναι σαφές από τα αποσπάσματα αυτά ότι οι λόγοι στήριξαν την επιχειρηματολογία τους υπέρ της νομισματικής ελευθερίας στα εύρωστα οικονομικά και τις θετικές συνέπειες που αναμένεται να έχει η ανταγωνιστική κοπή νομισμάτων στην ευημερία των ανθρώπων. Όπως σημειώνει ο Richard con Glahn, διαπρεπής μελετητής της κινεζικής νομισματικής ιστορίας
“Οι Κονφουκιανοί λόγοι που αντετίθεντο στις πολιτικές του αυτοκράτορα Γου για την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία απέρριπταν τη θέση ότι το κρατικό μονοπώλιο στην κοπή νομίσματος συνιστά την καλύτερη υπεράσπιση του υγιούς χρήματος. Υποστήριζαν ότι η αγορά θα υποχρεώσει τους ιδιώτες νομισματοποιούς να τηρούν τις προδιαγραφές για το μέγεθος, το βάρος και την καθαρότητα του νομίσματος. Αντιθέτως το κρατικό μονοπώλιο στην κοπή νομίσματος επέτρεπε στο κράτος να υποτιμά το νόμισμά του ατιμωρητί. [8]
Ακόμη, πίστευαν ότι από ηθικής σκοπιάς, το κρατικό μονοπώλιο είναι άδικο καθώς εμποδίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και επιτρέπει στους αξιωματούχους να χρησιμοποιούν την ισχύ τους και να υποτιμούν το νόμισμα για προσωπικό όφελος.
Μολονότι οι λόγιοι είχαν την ηθική, την ιστορία και τη λογική στο πλευρό τους, δεν μπόρεσαν να τερματίσουν το κρατικό μονοπώλιο στην κοπή νομίσματος. Η τάση των κρατικών αξιωματούχων να καταχρώνται την εξουσία τους χειραγωγώντας το νομισματικό σύστημα για δημοσιολογικούς λόγους και για το προσωπικό τους όφελος ήταν απλά πολύ ισχυρή. Έτσι “η διαμάχη της αυτοκρατορικής αυλής το 81 πΧ σηματοδότησε την τελευταία σοβαρή αμφισβήτηση της αρχής του κρατικού μονοπωλίου στο νόμισμα”. [9]
Μια καταλλακτική θεώρηση του χρήματος
Οι υποστηρικτές του ανταγωνιστικού νομίσματος είχαν μια καταλλακτική (δηλαδή, συναλλακτική) θεώρηση του χρήματος. Υποστήριζαν ότι το χρήμα, ως μέσο συναλλαγής αναδύθηκε εξελικτικά μέσα από αγαθά που είχαν ανταλλακτική αξία στις αντιπραγματιστικές οικονομίες. Οι λόγιοι υποστήριξαν ότι “οι αρχαίοι είχαν αγορές, αλλά δεν είχαν νόμισμα. Όλοι αντάλλαζαν αυτά που είχαν γι’ αυτά που τους έλειπαν… Σε μεταγενέστερες εποχές, τα κελύφη χελωνών και τα κοχύλια, τα χρυσά και τα μπρούντζινα νομίσματα αναδύθηκαν ως μέσα συναλλαγής”. [10] Αυτό συνέβη γιατί τα αγαθά αυτά είχαν μια μη χρηματική αξία, ήταν αρκετά σπάνια και ανθεκτικά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χρήμα, και κέρδισαν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων - κι αυτό όχι γιατί ο ηγεμόνας διέταξε την χρήση τους ως χρήμα. Με τα λόγια του Carl Menger είχαν ευρεία δυνατότητα χρήσης τους στην αγορά, και όχι απλώς αξία προσωπικής χρήσης. [11]
Νόμισμα με μορφή μαχαιριού
Νόμισμα με μορφή φτυαριού
Οι Κονφουκιανοί λόγοι που συμμετείχαν στη διαμάχη του 81 πΧ για το νόμισμα αναμφίβολα γνώριζαν τα γραπτά του Σίμα Τσιάν (司馬遷, π. 145-86 πΧ), του “Μεγάλου Ιστορικού” που έγραψε ότι “Όταν οι γεωργοί, οι τεχνίτες και οι έμποροι άρχισαν να ανταλλάσσουν αγαθά μεταξύ τους, εμφανίστηκαν πολυάριθμες μορφές χρήματος - κοχύλια και κελύφη χελωνών, χρυσά και μπρούντζινα νομίσματα και χρήμα με τη μορφή μαχαιριών και φτυαριών”. [12]
Ο Μεγάλος Ιστορικός Σίμα Τσιάν
Σύμφωνα με τον von Glahn, ο Σίμα Τσιάν και οι Κονφουκιανοί λόγιοι “επικαλέστηκαν μια εικόνα αυθόρμητης ανάδυσης της αγοράς που διορθώνει τους ενοχλητικά παρεμβατικούς ηγεμόνες που χειραγωγούν το νομισματικό σύστημα προς ίδιον όφελος”. [13] Ενώ όμως ο Σίμα Τσιάν επέκρινε την κρατική παρέμβαση, δεν υποστήριζε τα ιδιωτικά νομίσματα, θεωρώντας ότι θα προκαλέσουν αναταραχή. [14]
Η καταλλακτική (βασισμένη στην αγορά) διδασκαλία για την προέλευση του χρήματος δεν είχε ευρεία υποστήριξη. Οι περισσότερες αρχές την απέρριπταν υπέρ της παλιάς παραστατικής θεώρησης που υποστήριζε ότι το χρήμα προήλθε από ηγεμόνες που επεδίωκαν τη βελτίωση της ευημερίας του λαού τους. Όπως διατυπώθηκε αυτό στο Γκουανζί (ένα βιβλίο του Γκουάν Ζόνγκ, ενός πολιτικού του 7ου πΧ αιώνα): “Ο Τανγκ [ο μυθικός ιδρυτής της Δυναστείας Σάνγκ] χρησιμοποίησε το μέταλλο του όρους Ζουάνγκ, και ο Γιου [ο ιδρυτής της δυναστείας Χσιά] πήρε το μέταλλο από το όρος Λι για να φτιάξει νομίσματα, με τα οποία εξαγόρασε τα παιδιά από τη δουλεία” [15]
Διδάγματα
Η μελέτη της νομισματικής ιστορίας της Δυναστείας των Δυτικών Χαν αποκαλύπτει την ένταση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και την ιδιωτική πρωτοβουλία σε ό,τι αφορά την κάλυψη της ζήτησης για χρήμα καθώς αυξάνεται η οικονομία και ο πληθυσμός. Η τάση των κρατικών αξιωματούχων να καταχρώνται την εξουσία τους όταν έχουν μονοπώλιο στην έκδοση χρήματος είναι προφανής κατά την πρώιμη Δυναστεία Χαν, όπως και το νομισματική χάος που μπορεί να ανακύψει όταν απουσιάζει η γνήσια νομοκρατία.
Η διαμάχη της αυτοκρατορικής αυλής το 81 πΧ καταδεικνύει ότι υπήρχαν υποστηρικτές των ανταγωνιστικών νομισμάτων και ότι οι λόγιοι από ολόκληρη την Κίνα πίστευαν ότι, υπό καθεστώς δίκαιων και εφαρμοζόμενων νόμων, τα ιδιωτικά νομισματοκοπεία θα μπορούσαν να επιφέρουν χρηματική αρμονία. Η διαμάχη αποκάλυψε επίσης τη σημασία των δυνάμεων της αγοράς για την κατανόηση της προέλευσης (και της πρώιμης ιστορίας) του χρήματος. Μας δίνουν έτσι ακόμη ένα τεκμήριο της μακράς διαμάχης μεταξύ της κρατικής (παραστατικής) θεωρίας του χρήματος, και της αντίστοιχης συναλλακτικής (καταλλακτικής) θεωρίας, γνωστής και ως “μεταλλισμός”. [16]
--
[1] Nishijima Sadao, “The Economic and Social History of Former Han,” σ. 586, στο The Cambridge History of China: Volume 1, The Ch’in [Qin] and Han Empires, 221 B.C.–A.D. 220, επιμέλεια των Denis Twichett και Michael Loewe, New York: Cambridge University Press, 1986.
Το μπανλιάνγκ των Χαν ήταν ουσιαστικά μια νομισματική μονάδα της οποίας το εκάστοτε μεταλλικό ισοδύναμο άλλαζε μέσα στο χρόνο, ενώ το ζου ήταν μια σταθερή μονάδα βάρους. Έτσι, τα χρήματα που έφεραν ένδειξη της αξίας τους σε μπανλιάνγκ είχαν την ονομαστική αξία των 12 ζου/μπανλιάνγκ. Η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής και της πραγματικής αξίας ήταν η διαφορά μεταξύ του επιγραφόμενου και του πραγματικού βάρους των νομισμάτων σε ζου. Για μια εξαιρετική νομισματική ιστορία κατά τις Δυναστείες Τσιν και Χαν, βλ. http://www.calgarycoin.com/reference/china/china2.htm.
[2] Nishijima, σ. 586.
[3] οπ. Βλ. επίσης Richard von Glahn, Fountain of Fortune: Money and Monetary Policy in China, 1000–1700, σ. 35, Los Angeles: University of California Press, 1996.
[4] Nishijima, σ. 587; Walter Scheidel, “The Monetary Systems of the Han and Roman Empires,” Princeton/Stanford Working Papers in Classics, Paper No. 110505 (February 2008), σ. 8.
[5] Το σχόλιο του Jia Yi’s διασώθηκε στο Χανσού (Την ιστορία των προγενέστερων Χαν) που συντάχθηκε από τους Μπαν Μπιάο, Μπαν Γκου και Μπαν Ζάο. Εμφανίστηκε το 111 μΧ. Βλ. Scheidel, σ. 8.
[6] Huan Kuan, Yantie lun, 4, “Cuobi,” σ. 16. Η αγγλική μετάφρασή του στο von Glahn, σ. 36.
[7] Yantie lun, σ. 16–17, στο von Glahn, σ. 36–37. Το “νομίσματα” αφορά μεταλλικά νομίσματα και όχι χαρτονομίσματα.
[8] Von Glahn, Fountain of Fortune, σ. 36.
[9] Ο.π., σ. 37.
[10] Yantie lun, σ. 16. Στο von Glahn, σ. 27.
[11] Βλ. Carl Menger, Principles of Economics (1871), κεφ. 8, “The Theory of Money.” μετάφραση των J. Dingwall και B. F. Hoselitz, με εισαγωγή του Friedrich A. Hayek. New York: New York University Press, 1981.
[12] Sima Qian, Shiji (Records of the Grand Historian), 30.1442. Beijing ed.; von Glahn, σ. 26.
[13] Von Glahn, σ. 27.
[14] Ibid., σ. 35.
[15] Guanzi, 75, “Shanquanshu,” III: 73 (Guoxue jiben congshu edition), στο von Glahn, σ. 26. Ομοίως ο von Glahn (σ. 28) επισημαίνει “Μέχρι την ύστερη αυτοκρατορική εποχή η εκδοχή του Γκουανζί ως προς την προέλευση του χρήματος κυριάρχησε έναντι των καταλλακτικών θεωριών”.
[16] Για τα επιχειρήματα εναντίον της παραστατικής θεωρίας του χρήματος, βλ. Lawrence H. White, “Why the ‘State Theory of Money’ Doesn’t Explain the Coinage of Precious Metals,” Alt-M (August 24, 2017), και George Selgin, “‘Lord Keynes’ Contra White on the Beginnings of Coinage,” Alt-M (August 30, 2017).
του James A. Dorn
αντιπρόεδρος νομισματικών μελετών, υπεύθυνος έκδοσης του Cato Journal, και διευθυντής του ετήσιου νομισματικού συνεδρίου του Cato.