Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν συναντήθηκαν στο Πεκίνο, σε ένα δυνητικά κρίσιμο βήμα προς τη διόρθωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, μετά τη διαμάχη για ένα κινεζικό αερόστατο παρακολούθησης στις αρχές του έτους.
Οι δυο τους συναντήθηκαν στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού του Πεκίνου, σύμφωνα με το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV της Κίνας. Ο Μπλίνκεν είναι ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ που επισκέπτεται το Πεκίνο εδώ και πέντε χρόνια και οι συνομιλίες του με ανώτερους Κινέζους αξιωματούχους θεωρούνται κομβικές για τη συνέχιση των διμερών σχέσεων σε μια περίοδο αμοιβαίας δυσπιστίας.
Η αβεβαιότητα σχετικά με το εάν ο Σι και ο Μπλίνκεν θα συναντηθούν κατά τη διάρκεια της διήμερης επίσκεψης υπογράμμισε περαιτέρω τις τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Το ραντεβού ανακοινώθηκε δημόσια μόνο από τις ΗΠΑ περίπου μία ώρα πριν από τη διεξαγωγή της.
Οι δύο παγκόσμιες δυνάμεις ανταγωνίζονται για μια σειρά ζητημάτων που κυμαίνονται από τους στενούς δεσμούς του Πεκίνου με τη Μόσχα έως τις αμερικανικές προσπάθειες να περιορίσουν την πώληση προηγμένων τεχνολογιών στην Κίνα.
Βασική μεταξύ αυτών των ανησυχιών ήταν η αποκατάσταση των γραμμών επικοινωνίας, οι οποίες κατέρρευσαν τον περασμένο χρόνο, ειδικά όταν πρόκειται για στρατιωτικές ανταλλαγές υψηλού επιπέδου – εγείροντας ανησυχίες στην Ουάσιγκτον ότι ένα λάθος ή ατύχημα θα μπορούσε γρήγορα να οδηγήσει σε σύγκρουση.
Νωρίτερα φέτος, ένα κινεζικό αερόστατο επιτήρησης –που εντοπίστηκε να αιωρείται πάνω από ευαίσθητες στρατιωτικές τοποθεσίες πριν καταρριφθεί τελικά από ένα αμερικανικό μαχητικό αεροπλάνο– οδήγησε τις σχέσεις σε νέο χαμηλό και είχε ως αποτέλεσμα να ακυρώσει ο Μπλίνκεν μια προηγούμενη επίσκεψη στο Πεκίνο. Αυτή τη φορά, η διπλωματική αποστολή προχώρησε.
Ωστόσο, μια περίπου τρίωρη συνάντηση μεταξύ του Μπλίνκεν και του κορυφαίου συμβούλου της Κίνας για θέματα εξωτερικών υποθέσεων Wang Yi το πρωί της Δευτέρας υπογράμμισε τις βαθιές προκλήσεις για την υπέρβαση της δυσπιστίας και της τριβής που χαρακτηρίζει τη σχέση. «Πρέπει να γίνει μια επιλογή»
Επαναλαμβάνοντας τη χαρακτηριστική ρητορική του Πεκίνου, ο Wang κατηγόρησε τη «λανθασμένη αντίληψη» της Ουάσιγκτον για την Κίνα ως τη «πρωταρχική αιτία» της παρακμής των σχέσεων των δύο πλευρών και ζήτησε από τις ΗΠΑ να σταματήσουν να «καταστέλλουν» την τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας και να διαφημίζουν την «κινεζική απειλή», σύμφωνα με μια ανάγνωση από τον κινεζικό κρατικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό CCTV.
«Πρέπει να αντιστρέψουμε την καθοδική πορεία των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ, να προωθήσουμε την επιστροφή σε μια υγιή και σταθερή τροχιά και να βρούμε από κοινού τον σωστό τρόπο για να συνυπάρξουν Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες στη νέα εποχή», είπε προσθέτοντας ότι η επίσκεψη του Μπλίνκεν ήρθε σε «μια κρίσιμη συγκυρία στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, όπου πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ διαλόγου ή αντιπαράθεσης, συνεργασίας ή σύγκρουσης».
Επανέλαβε επίσης ότι «δεν έχει κανένα περιθώριο συμβιβασμού ή υποχώρησης» στο ζήτημα της Ταϊβάν, ένα από τα «βασικά συμφέροντα» της Κίνας. Το αυτοδιοικούμενο νησί, το οποίο διεκδικεί το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, αποτελεί βασικό σημείο ανάφλεξης στη σχέση ΗΠΑ-Κίνας.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Μπλίνκεν υπογράμμισε την ανάγκη οι χώρες να διαχειρίζονται «υπεύθυνα» τον ανταγωνισμό τους μέσω «ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας» για να διασφαλίσουν ότι «δεν θα εκτραπεί σε σύγκρουση», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάθιου Μίλερ.
Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τη διπλωματία τους για να «υπερασπιστούν τα συμφέροντα και τις αξίες του αμερικανικού λαού», είπε ο Μπλίνκεν σύμφωνα με τη δήλωση, η οποία περιέγραψε τις συνομιλίες ως «ειλικρινείς και παραγωγικές» και είπε ότι περιλαμβάνουν συζήτηση για πιθανές συνεργασία σε κοινές διακρατικές προκλήσεις.
Η αρχική προγραμματισμένη επίσκεψη του Μπλίνκεν στις αρχές Φεβρουαρίου είχε συμφωνηθεί ως συνέχεια μιας φιλικής συνάντησης πρόσωπο με πρόσωπο μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και του Κινέζου Σι στο περιθώριο της G20 στο Μπαλί τον Νοέμβριο. Πριν από τη συνάντηση, η Ουάσιγκτον ήταν προσεκτική στη διαχείριση των προσδοκιών, με έναν ανώτερο αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ την περασμένη εβδομάδα να λέει στους δημοσιογράφους ότι δεν αναμένει «μια μακρά λίστα προόδου»