Η Καμπέρα και το Παρίσι υπέγραψαν επίσημα σήμερα το έγγραφο που εγκαθιδρύει τη διμερή «στρατηγική εταιρική σχέση» τους και συμπεριλαμβάνει μια κολοσσιαία σύμβαση, αξίας 50 δισεκατομμυρίων αυστραλιανών δολαρίων (31 δισ. ευρώ), για την κατασκευή δώδεκα προηγμένων υποβρυχίων που προορίζονται για το Πολεμικό Ναυτικό της Αυστραλίας, την οποία πολλοί εκλαμβάνουν ως ένδειξη των μεγάλων φιλοδοξιών της χώρας στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Ο Αυστραλός πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον χαιρέτισε με ικανοποίηση το «πολύ φιλόδοξο σχέδιο» στη διάρκεια της τελετής υπογραφής στην Καμπέρα, όπου τη γαλλική κυβέρνηση εκπροσώπησε η υπουργός Άμυνας Φλοράνς Παρλί.
Ο Μόρισον υπογράμμισε ότι πρόκειται για «τη μεγαλύτερη επένδυση στο πεδίο της άμυνας που έχει εγκριθεί ποτέ σε καιρό ειρήνης στην Αυστραλία».
Η Naval Group (πρώην DCNS, το μεγαλύτερο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της οποίας διακρατεί το γαλλικό Δημόσιο) επελέγη το 2016 για την προμήθεια δώδεκα υποβρυχίων επόμενης γενιάς, εξέλιξη που σήμανε την ολοκλήρωση των πολυετών διαπραγματεύσεων για αυτή την «αγορά του αιώνα», ακρογωνιαίο λίθο της γαλλοαυστραλιανής συμφωνίας. Ανταγωνιστικές προσφορές είχαν υποβάλει η γερμανική ThyssenKrupp AG και οι ιαπωνικές Mitsubishi Heavy Industries και Kawasaki Heavy Industries.
Ο ναυπηγικός όμιλος ανέλαβε το σχεδιασμό και την κατασκευή δώδεκα υποβρυχίων και ενός ναυπηγείου. Το πρώτο από αυτά τα σκάφη αναμένεται να τεθεί σε υπηρεσία το 2030. Η σύμβαση προβλέπεται να δημιουργήσει τουλάχιστον 2.800 θέσεις εργασίας στην Αυστραλία, ενώ στη Γαλλία αναμένεται για το έργο να απασχοληθούν 500 άνθρωποι.
Ορισμένοι επέκριναν το γεγονός πως η ανάθεση καθυστέρησε τόσο, καθώς τα ύδατα βόρεια και ανατολικά της Αυστραλίας αποτελούν ήδη θέατρο μιας σκληρής μάχης για επιρροή ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Κίνα και άλλες περιφερειακές δυνάμεις. Άλλοι στηλιτεύουν τις συνεχείς υπερβάσες κόστους και την επαπειλούμενη καθυστέρηση στην παραγωγή.