Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σχεδιάζει προσέγγιση «win-win» στην Αθήνα μετά από τις προηγούμενες διαμάχες Ελλάδας-Τουρκίας, γράφει ο Guardian. Οι καλές σχέσεις με την Ελλάδα είναι κλειδί για τη βελτίωση των σχέσεων με το σύνολο της ΕΕ
Οι αναλυτές πιστεύουν ότι οι καλύτεροι δεσμοί με την Ελλάδα είναι το κλειδί για την αποκατάσταση των τεταμένων σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη. Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έφτασε στην Αθήνα την Πέμπτη για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια, αποφασισμένος να προχωρήσει με μια «win-win προσέγγιση» μετά τις διαμάχες και τις εντάσεις που προκάλεσε το προηγούμενο ταξίδι του στην πόλη.
Την τελευταία φορά που ο Τούρκος ηγέτης επισκέφτηκε την ελληνική πρωτεύουσα – ακριβώς πριν από έξι χρόνια, αυτό που είχε χαρακτηριστεί ως ιστορική περιοδεία κατέληξε σε ένα φραστικό πόλεμο, καθώς ο Ερντογάν, αφήνοντας στην άκρη τις διπλωματικές ευγένειες, προχώρησε στην επίθεση.
Μία ώρα μετά την αποβίβασή του είχε: αμφισβητήσει τη συνθήκη που οριοθετούσε τα σύνορα μεταξύ των δύο γειτόνων, θέσει το ακανθώδες ζήτημα της διχασμένης από τον πόλεμο Κύπρο, εξοργιστεί για τη μεταχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και τιμωρησει τους Έλληνες για τον χειρισμό των οθωμανικών τοποθεσιών, μια κληρονομιά 400 χρόνων οθωμανικής κυριαρχίας. «Ακόμα δεν το έχουμε ξεχάσει», είπε ένας διπλωμάτης. «Ήταν σαν να ήταν πυγμάχος στο ρινγκ, ρίχνοντας μπουνιές από την αρχή μέχρι το τέλος».
Έκτοτε, οι διμερείς δεσμοί μόνο χειροτέρεψαν, με τους δύο αντιπάλους του ΝΑΤΟ να οδηγούνται σχεδόν σε πόλεμο για τους διαφιλονικούμενους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους. Η Αθήνα κατηγορεί τη γείτονά της ότι «εργαλειοποιεί» το μεταναστευτικό και η Άγκυρα αμφισβητεί την ιδιοκτησία των απομακρυσμένων ελληνικών νησιών.
Στην επίσκεψη της Πέμπτης -που αναμένεται να διαρκέσει μόλις έξι ώρες- ο εν πολλοίς απρόβλεπτος ηγέτης θα αφήσει στην άκρη την αναταραχή. Ο Ερντογάν θα αναπληρώσει τον λιγοστό χρόνο με επίθεση φιλίας, με μια επίθεση γοητείας που στοχεύει όχι μόνο στο χτίσιμο γεφυρών, αλλά θα στείλει ένα συντονισμένο μήνυμα ειρήνης σε μια εποχή που ο πόλεμος στη Γάζα προκαλεί προβλήματα στην ανατολική Μεσόγειο.
«Θα πάμε στην Αθήνα με μια προσέγγιση win-win», είπε στους δημοσιογράφους στο προεδρικό αεροπλάνο καθώς επέστρεφε από τη σύνοδο κορυφής Cop28 για το κλίμα. «Εκεί θα συζητήσουμε τόσο τις διμερείς μας σχέσεις όσο και τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ προκειμένου να πάρουμε αποφάσεις αντάξιες του πνεύματος της νέας εποχής».
Χθες (6.12) ο 69χρονος πρόεδρος προχώρησε παραπέρα, λέγοντας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που οι δύο χώρες δεν μπορούν να ξεπεράσουν. Ο Ερντογάν είπε: «Είτε πρόκειται για τα ζητήματα στο Αιγαίο, τις κοινές προσπάθειες κατά της παράτυπης μετανάστευσης, τα συνεχιζόμενα προβλήματα της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορούμε να λύσουμε μέσω του διαλόγου που βασίζεται στην αμοιβαία καλή θέληση».
Τουλάχιστον οκτώ συμφωνίες συνεργασίας, που κυμαίνονται από την αύξηση του διμερούς εμπορίου έως τη μεταναστευτική συμφωνία που θα έδινε τους αξιωματούχους της ακτοφυλακής και των δύο εθνών γραμμές άμεσης επικοινωνίας, πρόκειται να υπογραφούν. Η δραματική πτώση του μεταναστευτικού ρεύματος από την Τουρκία τους τελευταίους μήνες ήταν ενδεικτική της βελτίωσης των σχέσεων. Ο Ερντογάν είπε ότι, μέχρι να φύγει από την Αθήνα, ελπίζει ότι οι δύο πλευρές θα έχουν υπογράψει μια «δήλωση φιλικών σχέσεων και συνεργασίας καλής γειτονίας… για να επισημοποιηθεί αυτή η αμοιβαία πρόθεση».
Οι αναλυτές πιστεύουν ότι οι καλύτεροι δεσμοί με την Ελλάδα θα είναι επίσης το κλειδί για την αποκατάσταση των τεταμένων σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους δυτικούς συμμάχους. Όμως, ενώ ο καταστροφικός σεισμός της Τουρκίας τον Φεβρουάριο και ένα θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στη Ελλάδα είχαν βελτιώσει τις σχέσεις των δύο γειτόνων, αξιωματούχοι πιστεύουν ότι οι μακροχρόνιες διαφωνίες θα παρακαμφθούν σήμερα. Αντίθετα, οι αντιπροσωπείες είναι πιθανό να επικεντρωθούν σε «χαμηλή πολιτική» που μπορεί εύκολα να αποφέρει καρπούς.
Η Ελλάδα και η Τουρκία εξακολουθούν να διαφωνούν για μια σειρά ζητημάτων, όπως τα θαλάσσια σύνορα, η έκταση της υφαλοκρηπίδας και ο εναέριος χώρος τους πάνω από το Αιγαίο, αν και η εχθρότητα μπορεί να αναχθεί στην υποταγή των Ελλήνων υπό Οθωμανική κυριαρχία πριν από έναν αιματηρό πόλεμο ανεξαρτησίας.
Η συνεχιζόμενη διαίρεση της Κύπρου – στην οποία εισέβαλε η Τουρκία το 1974 παραμένει ένα διαχρονικό αγκάθι στις σχέσεις. Ωστόσο, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι στην Άγκυρα και την Αθήνα, οι αξιωματούχοι επιθυμούν να επικεντρωθούν στις διμερείς σχέσεις πέρα από τους περιορισμούς που επιβάλλονται και στις δύο πρωτεύουσες από το άλυτο «Κυπριακό».
Με τον Ερντογάν και τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να επανεκλέγονται φέτος και να απολαμβάνουν άνετες πλειοψηφίες, οι διπλωμάτες συμφωνούν ότι οι ηγέτες έχουν το περιθώριο να επικεντρωθούν στα εσωτερικά ζητήματα.
Οι βελτιωμένες διμερείς σχέσεις θεωρούνται επωφελείς για την αντίστοιχη οικονομική εστίαση που μοιράζονται οι δύο άνδρες, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε ανάπτυξη μετά από μια δεκαετία χρηματοπιστωτικής αναταραχής και την Τουρκία να μάχεται με τον πληθωρισμό και τις ασταθείς διεθνείς επενδύσεις.
Ο αντιπρόεδρος του Γερμανικού Ταμείου Μάρσαλ των Ηνωμένων Πολιτειών, Ίαν Λέσερ, δήλωσε στον Guardian: «Και οι δύο χώρες έχουν πολύ πρακτικά συμφέροντα να έχουν μια πιο σταθερή σχέση», σημειώνοντας ότι το να είσαι σε σχεδόν συνεχή πολεμική βάση στο Αιγαίο είναι μία δαπανηρή επιχείρηση. «Οι απαιτήσεις για αμυντικές δαπάνες λόγω των τεταμένων σχέσεων είναι πολύ υψηλές», πρόσθεσε.
«Η Τουρκία έχει άλλες προκλήσεις στη Μαύρη Θάλασσα και με το ΝΑΤΟ. Υπάρχει η επιθυμία να σταθεροποιηθούν οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες μέσω της Ελλάδας και να υπάρξει ύφεση στο Αιγαίο». Από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας πριν από 100 χρόνια, υπήρξαν και άλλες περίοδοι εκτόνωσης, πιο αισθητή τη δεκαετία του 1930 και του 1990, όταν οι γείτονες συμφιλιώθηκαν μετά από καταστροφικούς σεισμούς.
Ο Λέσερ είπε ότι το μεγάλο ερώτημα τώρα δεν είναι εάν η μία από τις δύο πλευρές επιθυμεί προσέγγιση, αλλά πόσο καιρό θα διαρκέσει. Πριν από δεκαοκτώ μήνες, οι γραμμές επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας σταμάτησαν εντελώς όταν ο Ερντογάν, εκνευρισμένος από τις αυξανόμενες ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ανακοίνωσε ότι δεν θα ξαναμιλούσε ποτέ με τον Μητσοτάκη.
«Υπάρχει μια αστάθεια στην εξωτερική πολιτική που διαμορφώνεται από μεμονωμένους ισχυρούς ηγέτες», παρατήρησε ο Λέσερ αναφερόμενος στη φήμη του Ερντογάν να είναι απρόβλεπτος. «Μπορεί να είναι απειλητικό και αποσταθεροποιητικό, αλλά, μερικές φορές, να παράγει και θετικά ανοίγματα. Το ερώτημα τώρα είναι αν, μπορεί να διαρκέσει».