Μετά την αιματηρή επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου του 2023 και τη μεγάλη αντεπίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, η Μέση Ανατολή ομοιάζει με καζάνι που βράζει. Αντανακλά το μέγεθος της αποτυχίας της Δύσης να ελέγξει την προβληματική περιοχή. Παρά τις προσπάθειες για να αποτραπεί περαιτέρω κλιμάκωση, εντούτοις τα πράγματα δείχνουν να κινούνται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ προχώρησαν στην βύθιση τριών σκαφών που ανήκαν στους Χούτις της Υεμένης ως απάντηση στις επιθέσεις της οργάνωσης εναντίον εμπορικών πλοίων, ενώ παράλληλα εκτελέστηκαν μέλη της Χαμάς, της Χεζμπολάχ και των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν σε Λίβανο, Ιράκ και Συρία. Το Ισραήλ διαμηνύει παράλληλα πως ο διαθέσιμος χρόνος για εξεύρεση διπλωματικών λύσεων σε ότι αφορά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ σε βάρος του Ισραήλ εκπνέει. Η Κυβέρνηση Μπάιντεν καταστρώνει σχέδια ώστε να είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να απαντήσει στρατιωτικά σε πολλαπλά μέτωπα της περιοχής. Εν μέσω των αναταραχών, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τις συνήθεις μεθόδους για να απαντήσει στις προκλήσεις. Ρίχνει χρήμα, όπλα και επενδύει σε στρατιωτικό κεφάλαιο στην περιοχή. Η Κυβέρνηση Μπάιντεν παραμένει απόλυτα δεσμευμένη πως η επιδίωξη μιας συμφωνίας εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας βασισμένη στις εγγυήσεις των ΗΠΑ είναι το κλειδί για να επιτευχθεί διαρκής ειρήνη και ευημερία στη Μέση Ανατολή. Τη Δευτέρα, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, επισκέφθηκε τη Σαουδική Αραβία, διαπιστώνοντας πως η Ριάντ εξακολουθεί να πιστεύει στο συμφέρον μιας συμφωνίας. Η προσέγγιση όμως αυτή, ενδεχομένως να μετατραπεί σε μπούμερανγκ σύμφωνα με τις αναλύσεις.
Η πραγματικότητα σύμφωνα με ανάλυση του Foreign Policy είναι πως η πολιτική των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή έχει αποτύχει.
«Οι δύο κρίσιμοι εταίροι των ΗΠΑ στην περιοχή, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, είναι στην ουσία υποχρεώσεις για τις ΗΠΑ και όχι περιουσιακά στοιχεία. Παρόλο που τα δύο κράτη έχουν σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαφορές εντούτοις και τα δύο συστηματικά υποσκάπτουν τα αμερικανικά συμφέροντα και τις αξίες που υποτίθεται οι ΗΠΑ πρεσβεύουν. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επανακαθορίσει την προσέγγιση της και με τις δύο χώρες και να μετακινηθεί από την άνευ όρων υποστήριξη σε μια νέα προσέγγιση με μεγαλύτερη απόσταση», αναφέρει η ανάλυση.
Προστίθεται πως ο πόλεμος στη Γάζα κάνει σοβαρή ζημιά στην εικόνα αλλά και τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή εξαιτίας των χιλιάδων αμάχων νεκρών και των ηθικών ζητημάτων που εγέρθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας. Επίσης παραπλεύρως το προσωπικό των ΗΠΑ στην περιοχή ήδη δέχεται επιθέσεις από ελεγχόμενες από το Ιράν οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ με αποτέλεσμα να υπάρχει αιωρείται ο κίνδυνος συρμού των Αμερικανών σε μια απευθείας σύγκρουση με το Ιράν.
Επιπλέον κριτική ασκείται και για το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον δυσκολεύεται να ασκήσει την επιρροή της στον Ισραηλινό Πρωθυπουργό ώστε να πάρουν τα πράγματα μια διαφορετική τροπή.
Κατά τον ίδιο τρόπο ασκείται κριτική για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν καταφέρνουν να ασκήσουν επιρροή πάνω στο αυταρχικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας παρά τον αυξανόμενο αριθμό επεισοδίων παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σήμερα η Σαουδική Αραβία θεωρείται από αρκετούς ως μια κύρια πηγή πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αναταραχής για τη Μέση Ανατολή. Εμπλέκεται σχεδόν σε όλες τις ζώνες διενέξεων της περιοχής, χωρίς ουσιαστικά να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων.
Η κρίση στην Υεμένη συντηρείται από το 2015 λόγω της ανικανότητας της Σαουδικής Αραβίας να τελειώσει με το θέμα των Χούτι οι οποίοι φαίνεται ότι σήμερα είναι πιο ισχυροί από ποτέ. Σε βαθμό που επιχειρούν να διαδραματίσουν ρόλο στη διένεξη της Γάζας και να βάλουν πίεση στο Ισραήλ με τα επεισόδια πειρατειών στην Ερυθρά Θάλασσα και το στενό Bab el Mandeb.
Για την ώρα η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν δείχνει να έχει υπόψη να διαφοροποιήσει τις πολιτικές της έναντι των δύο συμμάχων επιμένοντας στη λογική μιας συμφωνίας ανάμεσα σε Ισραήλ και Σαουδική Αραβία προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα.
Η ανάλυση του Foreign Policy καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ακλόνητη αφοσίωση της Ουάσιγκτον στη συγκεκριμένη πολιτική παράγει έναν φαύλο κύκλο αντί για περιφερειακή σταθερότητα.