Η άρνηση της Ιταλίας να δεχθεί το πλοίο Aquarius στο οποίο επιβαίνουν περισσότεροι από 600 πρόσφυγες δεν προκάλεσε κύμα αγανάκτησης στην Ευρώπη, γεγονός που καταδεικνύει πόσο έχει επικρατήσει ο λόγος των πιο «σκληρών» σε θέματα μετανάστευσης.
Οι επικρίσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν εναντίον της «ανευθυνότητας» της Ρώμης δεν βρήκαν ανταπόκριση στην ΕΕ, όπου «η προστασία των εσωτερικών συνόρων» μοιάζει πλέον να είναι το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλες οι χώρες έπειτα από χρόνια διαφωνιών.
Αντίθετα, την απόφαση της Ιταλίας στήριξαν η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Στις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίστηκε να ζητήσει να επικρατήσει αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών και ανθρωπιά απέναντι στους πρόσφυγες που παραδέρνουν στη θάλασσα.
Ωστόσο η άρνηση να ελλιμενιστεί το Aquarius είναι μια «ριζοσπαστική» απόφαση, παρατηρεί ο Ιβ Πασκουάου ερευνητής του Πανεπιστημίου της Νάντης. Υπενθυμίζει ότι το 2013 αντιμέτωπη με την ίδια έλλειψη αλληλεγγύης από τους γείτονές της, η Ρώμη ανέλαβε «την αντίθετη» πρωτοβουλία ξεκινώντας την ανθρωπιστική επιχείρηση Mare Nostrum.
«Αυτή η αλλαγή πολιτικού τοπίου στην Ιταλία είναι ένδειξη της στροφής που παρατηρείται στις ευρωπαϊκές χώρες εν γένει», σχολιάζει ο Πασκουάου, για τον οποίο το επεισόδιο με το Aquarius «αποτελεί ένδειξη της βραδείας αλλαγής του πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη, της νίκης των πιο περιοριστικών απόψεων, των σκληρών» που τάσσονται υπέρ του κλεισίματος των συνόρων.
Τις θέσεις αυτές προωθούν εδώ και καιρό οι χώρες της ομάδας Βίζεγκραντ (Ουγγαρία, Τσεχία, Πολωνία και Σλοβακία), που είναι αντίθετες στη μετεγκατάσταση βάσει ποσοστώσεων στις χώρες της ΕΕ των προσφύγων που έφτασαν στην Ευρώπη στο απόγειο του μεταναστευτικού κύματος το 2015. Όμως πλέον οι θέσεις αυτές ξεπερνούν αυτόν τον κύκλο των χωρών.
Η ΕΕ «ήταν εξ αρχής διχασμένη μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει», σημειώνει η Έλενα Σάντσεθ Μοντιγιάνο, του ισπανικού think tank CIDOB, υπογραμμίζοντας τις εκλογικές νίκες των αντιμεταναστευτικών κομμάτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιταλία και η Αυστρία, όπου ακροδεξιά κόμματα συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Και στη Γερμανία η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, η οποία το 2015 είχε υιοθετήσει την πολιτική των ανοικτών θυρών, «είναι αντιμέτωπη σήμερα με σοβαρή εσωτερική κρίση» κυρίως με τον υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ, προσθέτει η αναλύτρια.
Ακριβώς με τον Ζέεχοφερ και τον Ιταλό ομόλογό του θέλει να σχηματίσει έναν «άξονα προθύμων» ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς κατά της παράτυπης μετανάστευσης.
Η Αυστρία, η οποία αναλαμβάνει την εναλλασσόμενη προεδρία της ΕΕ την 1η Ιουλίου, ανακοίνωσε ότι θα επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην υιοθέτηση μέτρων που θα επιτρέπουν «την προστασία των εξωτερικών συνόρων».
«Αν και ο αριθμός των αφίξεων έχει μειωθεί σημαντικά (περίπου 35.000 πρόσφυγες έχουν φτάσει στην Ευρώπη από την αρχή του 2018), η πολιτική σημασία του θέματος έχει αυξηθεί σε κάποιες χώρες», αποκαλύπτει ο Στέφαν Λένε του Carnegie Foundation Europe.
«Το να υποδαυλίζουν το μίσος εναντίον των μεταναστών βρίσκεται στην καρδιά “του επιχειρηματικού μοντέλου”» των λαϊκιστών, η δημοτικότητα των οποίων σημειώνει άνοδο σε πολλές χώρες και οι οποίοι «έχουν κάθε συμφέρον να διατηρήσουν μια ατμόσφαιρα ανασφάλειας», προσθέτει.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο «υπάρχει ένα ζήτημα στο οποίο υπάρχει ομοφωνία: “θα ενισχύσουμε τα εξωτερικά σύνορα, θα λάβουμε μέτρα απομάκρυνσης (των προσφύγων) και σταδιακά θα απωθήσουμε το ζήτημα”» εκτός των συνόρων της ΕΕ, παρατηρεί ο Πασκουάου.
«Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι πλέον στο τραπέζι», σημείωσε ο ίδιος αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση του Κανονισμού του Δουβλίνου που προβλέπει να αναλαμβάνουν το βάρος να εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου των προσφύγων οι χώρες στις οποίες εισέρχονται.
Οι τεταμένες αυτές συζητήσεις, που αναμενόταν να καταλήξουν στη διάρκεια της ευρωπαϊκής συνόδου στις 28 και 29 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, εξακολουθούν να προσκρούουν στα μέτρα επαναπατρισμού των αιτούντων άσυλο στην ΕΕ, τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να τίθενται σε ισχύ σε καταστάσεις κρίσης.
«Αυτή η πρόταση της Κομισιόν είναι ουσιαστικά νεκρή», προβλέπει ο Λένε, γεγονός που ενισχύει την πεποίθηση των χωρών ότι «η καλύτερη επιλογή είναι να εμποδίζονται οι μετανάστες να φτάνουν στα λιμάνια».
Λίγες ημέρες πριν από την κρίση με το Aquarius ο Βέλγος υπουργός Ασύλου και Μετανάστευσης Τεό Φράνκεν είχε δηλώσει «πεπεισμένος ότι αν κλείσουν όλα τα λιμάνια, όλες οι χώρες θα συμφωνούσαν να επιδείξουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη» η μία στην άλλη.
«Αυτό έκανε η Ιταλία», καταλήγει ο Πασκουάου.