Ο Βλαντιμίρ Πούτιν συνιστά «σοβαρή απειλή» για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κωφεύει: στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μια έκθεση που έδωσαν σήμερα στη δημοσιότητα οι Δημοκρατικοί που μετέχουν στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας.
Το έγγραφο αυτό, έκτασης 206 σελίδων, βασίζεται κυρίως σε πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο και αποτελεί την κατάθεση, στα αρχεία του αμερικανικού Κογκρέσου, της θέσης του Δημοκρατικού Κόμματος, σύμφωνα με την οποία ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ αντιμετωπίζει παθητικά τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, την προπαγάνδα ή άλλες ενέργειες του «διεφθαρμένου καθεστώτος του κ. Πούτιν», όπως το χαρακτηρίζουν.
«Ουδέποτε στην αμερικανική ιστορία ένας πρόεδρος των ΗΠΑ δεν ήταν τόσο αδιάφορος απέναντι σε μια τόσο προφανή απειλή κατά της εθνικής ασφάλειάς μας» γράφει στο προοίμιο ο Μπεν Κάρντιν, ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων.
Η έκθεση τιτλοφορείται «Οι ασύμμετρες επιθέσεις του Πούτιν κατά της δημοκρατίας στη Ρωσία και την Ευρώπη: συνέπειες για την αμερικανική εθνική ασφάλεια». Αναφέρεται επί μακρόν στις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο Ρώσος πρόεδρος και το «καθεστώς» του που κατηγορούνται για διαφθορά, για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, για προπαγάνδα, για διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και για πολιτικές δολοφονίες. Άλλα κεφάλαια περιγράφουν τις απόπειρες παρέμβασης της Ρωσίας σε διάφορες εκλογικές διαδικασίες στην Ευρώπη και προτείνονται μέτρα.
Σε όλη την έκθεση επαναλαμβάνεται συνεχώς ότι, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι άλλες χώρες που δέχτηκαν επιθέσεις (προπαγάνδας ή κυβερνοπειρατείας) από τη Ρωσία, από τη Φινλανδία μέχρι την Ισπανία, αντέδρασαν σθεναρά.
«Η Γαλλία και ο νέος πρόεδρός της, ο Εμανουέλ Μακρόν (...) εκφράστηκαν σθεναρά κατά των παρεμβάσεων της ρωσικής κυβέρνησης και διαδραμάτισαν πρώτο ρόλο στην Ευρώπη για να αντισταθούν στην ανάμιξη του Κρεμλίνου» στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας.
Αντιθέτως, η αμερικανική κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει μια «συνολική και συντονισμένη» απάντηση και αυτό οφείλεται στην «έλλειψη ηγεσίας» και στον «αμελή πρόεδρο Τραμπ». Για παράδειγμα, το κέντρο αντι-προπαγάνδας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που δημιουργήθηκε με έναν νόμο το 2016, παραμένει ακόμη ανενεργό.
Στη σύνταξη αυτής της έκθεσης δεν μετείχαν οι Ρεπουμπλικανοί που είναι μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων.