Back to top

Από το Μadimak της Σεβάστειας το 19993 , στην εφημερίδα «ΑΦΡΙΚΑ» το 2018

08/07/2018 - 11:05

Τι γενναίο, τι θαρραλέο περπάτημα προς τον θάνατο. Ακούω τον Αζίζ Νεσίν. Μιλάει για το Σίβας. Το ξενοδοχείο Madimak. Το έτος 1993.

Ακούω τον Αζίζ Νεσίν. Δεν ξέρω πόσες φορές τον έχω ακούσει. Χωρίς να βαρεθώ όπως ακριβώς και τα τελευταία ντοκιμαντέρ του Ντενίζ Γκεζμίς. Ο Ντενίζ περπατούσε τόσο επιβλητικά προς τη δικαστική αίθουσα ξεφεύγοντας ανάμεσα από τους στρατιώτες, το οποίο δεν μπορώ να το ξεχάσω. Αλλά κάθε φορά γεμίζω με μια τρομερή θλίψη και λύπη. Δεν φεύγει καθόλου από το μυαλό μου το τελευταίο βράδυ που είχε στηθεί το ικρίωμα στην αυλή της φυλακής.

Τι γενναίο, τι θαρραλέο περπάτημα προς τον θάνατο. Ακούω τον Αζίζ Νεσίν. Μιλάει για το Σίβας. Το ξενοδοχείο Madimak. Το έτος 1993. Και ο μήνας ήταν πάλι Ιούλιος. Ένας μαύρος όχλος οργισμένος. Καίνε ανθρώπους ζωντανούς. Ο Αζίζ Νεσίν, ο οποίος είχε υποβληθεί δύο φορές σε εγχείρηση καρδιάς, παραλίγο να πάθαινε ασφυξία από τους καπνούς της βενζίνης. Απελπισμένος ανεβαίνει στους πάνω ορόφους αφότου οι φλόγες έζωσαν τους κάτω ορόφους. Κλείνεται σε ένα δωμάτιο με έναν φίλο του. Ο καπνός έζωσε και το δωμάτιο. Δεν έβλεπε. Βρήκε ψηλαφίζοντας ένα μαξιλάρι και το έβαλε στο πρόσωπό του.

Αν θα πέθαινε, να πέθαινε έτσι. «Είναι πολύ θλιβερό να πεθάνει κανείς από ασφυξία λόγω καπνού από βενζίνη», λέει. Ετοιμαζόταν για τον θάνατο. Βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα κρατικό έγκλημα. Κανείς δεν έτρεξε για βοήθεια. Σάμπως δεν υπήρχε Αστυνομία, στρατός, ασφάλεια στη χώρα! Η χώρα είναι στα χέρια των δημίων. Εκείνων που καίνε ανθρώπους ζωντανούς. Τι ομαδικό έγκλημα ήταν αυτό. Πόσο άνετα κινούνταν εκείνοι που πήγαν να τους κάψουν. Τους ενθουσίαζε πιο πολύ που έβλεπαν ότι δεν τους εμπόδιζε κανένας να διαπράξουν το έγκλημά τους. «Κάψτε τον διάβολο», φωνάζουν. Ακόμα εκπλήττομαι για το πώς σώθηκε από αυτήν την κόλαση ο Αζίζ Νεσίν. Πώς ανέβηκε σε εκείνο το κλιμακοστάσιο κινδύνου. Τον χτυπούσαν στα σκαλιά του κλιμακοστασίου και τον έσπρωχναν για να πέσει. Αχ, εκείνος ο έμπιστος, εκείνος ο καλόκαρδος αστυνομικός. Αν δεν υπήρχε εκείνος, μήπως θα σωζόταν ο μάστορας; Τον πήρε στην αγκαλιά του και τον κατέβασε από το κλιμακοστάσιο. Τον έβαλε στο αυτοκίνητο και τον πήρε μακριά από εκεί. Ακούω τον Αζίζ Νεσίν. Η καρδιά μου χτυπάει διαφορετικά. Μήπως είμαι γεμάτος με μίσος ή πόνο; Αυτά είναι πράγματα που δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω, όπως ακριβώς τον Ντενίζ Γκεζμίς. Έχασαν τη ζωή τους 33 διανοούμενοι σε εκείνη την κόλαση. Δύο υπάλληλοι του ξενοδοχείου. Και δύο από τους επιτιθέμενους. Ξεχνιέται ποτέ αυτό; Να ζει κανείς το σκοτάδι του Μεσαίωνα στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Και αυτά που είπαν μετά από αυτό το ομαδικό έγκλημα οι πολιτικοί με το αραχνιασμένο κεφάλι. Τα απεχθή και αβάστακτα λόγια.

Πόσο μοιάζουν με τα τεκταινόμενα στο Madimak του Σίβας αυτά που εμείς ζήσαμε εδώ στις 22 Ιανουαρίου. Σαν να πέρασαν μπροστά από εκείνο το ξενοδοχείο και ήρθαν εδώ. Ένας μαύρος όχλος. Και φωνές ο Αλλάχ είναι μεγάλος. Ύστερα οι πέτρες και τα σίδερα βροχή στην εφημερίδα μας. Πήγαν να σκοτώσουν τους ευρισκόμενους στο ξενοδοχείο Madimak. Και μετά ήρθαν και εδώ να σκοτώσουν και εμάς. Ο διευθυντής της ασφάλειας στο Σίβας είχε διατάξει «ό,τι και να κάνουν μην επέμβετε». Αυτή ήταν και η οδηγία του δικού μας διευθυντή της ασφάλειας στους αστυνομικούς. Η Αστυνομία μπροστά στο Madimak ήταν θεατής. Και εδώ σε εμάς ήταν θεατής. Εκεί ανέβηκαν στο παράθυρο του ξενοδοχείου και μπήκαν μέσα. Και εδώ μπήκαν μέσα στην εφημερίδα σκαρφαλώνοντας στα παράθυρα και στο μπαλκόνι μας. Εκεί κανείς δεν επενέβη στους επιτιθέμενους. Ούτε σε εμάς επενέβη. Εκτός από έναν αξιωματούχο της Αστυνομίας που παραβίασε την οδηγία. Όπως εκεί βρέθηκε ένας καλόκαρδος αστυνομικός και γλύτωσε τον Αζίζ Νεσίν παίρνοντάς τον στην αγκαλιά του, έτσι και σε εμάς εκείνος ο αξιωματούχος της Αστυνομίας από τη μια διασφάλισε να κρατηθεί κλειστή η είσοδος της εφημερίδας μας και από την άλλη επενέβη κατά αυτών που μπήκαν μέσα από το παράθυρο και το μπαλκόνι. Έτσι παραβίασε την οδηγία να μην υπάρξει καμία παρέμβαση. Και μετά τα γεγονότα τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του, μετατέθηκε στον αστυνομικό σταθμό του Πραστειού. Μου είχε πει το εξής όταν πήγα για να δώσω κατάθεση στην Αστυνομία: «Αν κατάφερναν να σπάσουν την πόρτα και να μπουν μέσα θα σας έπνιγαν».

Αυτή ήταν μια πρόβα του Madimak στο Σίβας στην Κύπρο. Εκεί επιτέθηκαν στον Αζίν Νεσίν ακόμα και οι πιο μεγάλοι αριστεροί. Τον κατηγόρησαν για προβοκάτσια. Εκείνος άναψε το φιτίλι, είπαν. Ας μην μιλούσε έτσι και ας μην πήγαινε στο Σίβας, είπαν. Τι νομίζετε. Μήπως άδικα είπε ο Αζίζ Νεσίν ότι «το εξήντα τοις εκατό στην Τουρκία είναι βλάκες»; Και εδώ είπαν για εμάς αυτά που ελέχθησαν στον Αζίζ Νεσίν. «Ας μην τα έγραφαν», είπαν. «Ας μην έλεγαν κατοχή, ας μην προκαλούσαν». «Προβοκάτορες!» Μας καταδίκασαν ακόμα και εκείνοι τους οποίους θεωρούσαμε πιο σώφρονες. Αντιτάχθηκαν στο λιντσάρισμα, αλλά δεν συμφώνησαν με την άποψή μας. Πέστε μου. Πώς μπορεί να ζήσει κανείς σε μια τέτοια χώρα;