Στο διαμέρισμα, με μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση ακούγονταν μπουμπουνητά, ουρλιαχτά, κλάματα με λυγμούς και ξάφνου η κόρη και η μητέρα φώναξαν μαζί τρομοκρατημένες.
Το φθινόπωρο επέστρεψα για λίγο στη Μόσχα και τηλεφώνησα σε μια καλή μου φίλη.
-Συγχώρεσέ με αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, μου απάντησε η φίλη μου, χτες κήδευσα τον πατέρα μου.
-Τότε θα έρθω στο σπίτι σου αύριο. – Σε ικετεύω, μην έλθεις. Δεν θα σου ανοίξω την πόρτα.
Αυτό συνεχίστηκε για δύο μήνες. Εγώ της τηλεφωνούσα κι εκείνη έκλεινε το τηλέφωνο, απαγορεύοντας μου να πάω στο σπίτι της. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σίγουρα ο πόνος είναι πόνος, αλλά δύο μήνες είναι ένα αρκετά μεγάλο διάστημα για να πενθήσεις, αν λάβεις υπ’ όψη σου πως ο θάνατος του πατέρα της δεν ήταν απρόσμενος. Πέθανε σε βαθιά γεράματα, μετά από μερικά χρόνια παραλυσίας. Δυστυχώς οι προσπάθειες της φίλης μου να τον φέρει κοντά στον Θεό δεν καρποφόρησαν. Τον καιρό εκείνο ήταν καθηγητής στην έδρα του επιστημονικού αθεϊσμού και ήταν ένας άθεος παλαιάς κοπής. Την πίστη στην άλλη ζωή την ονόμαζε «ιστορίες για φοβιτσιάρηδες» και απαγορεύοντας στην κόρη του να τον κηδέψει στην εκκλησία, όρισε με διαθήκη το σώμα του να καεί και τη στάχτη να την πετάξουν στα λουλούδια για λίπασμα.
Η φίλη μου δεν έκανε γόνιμη τη γη μ’ έναν τόσο ιερόσυλο τρόπο, αλλά έθαψε την τεφροδόχο στον τάφο των ορθόδοξων γονιών του, οι οποίοι είχαν βαπτίσει το γιο τους από μικρό και τον έπαιρναν από το χεράκι στην εκκλησία. Μετά την καύση άρχισαν τα παράξενα. Η φίλη μου σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά της και κλειδώθηκε στο σπίτι, μην επιτρέποντας σε κανέναν να περάσει το κατώφλι της. Όταν οι συνάδελφοί της ανήσυχοι πήγαν να την επισκεφθούν, αυτή αρνήθηκε να τους ανοίξει την πόρτα, ενώ την ίδια στιγμή στο διαμέρισμα κάποιος βογγούσε δυνατά και τρομακτικά.
Οι συνάδελφοί της μου τηλεφώνησαν για να με ψέξουν: «Εσύ δεν μπορείς να επισκεφθείς τη φίλη σου και να μάθεις τι συμβαίνει; Φαίνεται σαν να ζει έναν εφιάλτη!» Εγώ επιθυμούσα πολύ να επισκεφθώ την φίλη μου, αλλά πώς να το κάνω αφού μου ειδοποίησε πως δεν πρόκειται να μου ανοίξει την πόρτα; Το σκάφτηκα, το ξανασκέφτηκα και μου ήλθε μια ιδέα. Μια μέρα η φίλη μου είχε δανειστεί ένα βιβλίο από μένα, ενώ αργότερα μου είχε ζητήσει πολλές φορές συγνώμη που όλο ξεχνούσε να μου το επιστρέφει. Εγώ δεν είχα ανάγκη το βιβλίο. Αλλά της τηλεφώνησα και της είπα με ψυχρότητα:
-Να μου επιστρέφεις το βιβλίο αμέσως! Το χρειάζομαι για μία εργασία.
-Αλλά εγώ, εγώ… ψέλλισε η φίλη μου, εγώ προς το παρόν δεν μπορώ να βγω από το σπίτι μου.
-Μη βγεις! Θα έλθω εγώ σε σένα, θα καθίσω στο παγκάκι μπροστά στην πολυκατοικία και εσύ θα βγεις να μου το δώσεις.
Περίμενα στο παγκάκι σαρανταπέντε λεπτά και βλέποντας ότι η φίλη μου δεν έρχεται, χτύπησα την πόρτα της. Ως απάντηση στο κουδούνισμα της πόρτας ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και η κραυγή της φίλης μου: «Μην κλαις άλλο, πατερούλη!» Στο διαμέρισμα, με μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση ακούγονταν μπουμπουνητά, ουρλιαχτά, κλάματα με λυγμούς και ξάφνου η κόρη και η μητέρα φώναξαν μαζί τρομοκρατημένες. Εκεί κάτι συνέβαινε και από φόβο άρχισα να χτυπώ με μανία την πόρτα με χέρια και πόδια, αναφωνώντας άπρεπα πράγματα.
-Σταμάτα με τα υστερικά σου, Νίνα, μου απάντησε πίσω από την πόρτα. Κατέβα και βγαίνω κι εγώ αμέσως!
Πράγματι, σε λίγο κατέβηκε. Σε τι κατάσταση όμως; Σε πιο καλή κατάσταση έδειχνε ένα πτώμα στο φέρετρο.
–Πες μου, τι συνέβη; την ρώτησα.
-Ο πατέρας είναι ζωντανός και μετά την καύση του ζει μαζί μας, είπε σιγανά. Ο πατέρας βασανίζεται πολύ, αλλά άλλαξε τόσο πολύ μετά το θάνατό του που δεν αφήνει εμένα και την μητέρα να βγούμε από το σπίτι, ούτε για να πάρουμε φαγητό.
-Και τι τρώτε;
-Στην αρχή βράσαμε μερικά δημητριακά, έπειτα τα δημητριακά τελείωσαν. Είχα μαζί μου ένα ζεστό ψωμί που αγόρασα πηγαίνοντας για το σπίτι της. «Μυρίζει ψωμί!» ζωντάνεψε η φίλη μου. Με τον λαίμαργο τρόπο που άρπαξε το ψωμί κατάλαβα πως υπέφερε από την πείνα. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει πάνω από το ψωμί με πικρά δάκρυα:
-Εσύ ξέρεις τον πατέρα – ένας άνθρωπος ευγενής. Τώρα κάνει πράγματα που ντρέπομαι να τα πω, ενώ εγώ και η μητέρα φτάσαμε να μαλώνουμε.
-Έκανες μνημόσυνο στον πατέρα σου;
-Το ήθελα. Ήρθα στην εκκλησία και ρώτησα μια γρι- ούλα: «Μπορώ να κάνω μνημόσυνο στον πατέρα μου. αφού είχε βαπτιστεί όταν ήταν μικρός και πίστευε τότε στο Θεό, χάνοντας αργότερα την πίστη του;» Η γριά μου φώναξε: «Είναι αμαρτία να κηδέψεις στην εκκλησία έναν άθεο! 0 δρόμος τους οδηγεί σε μία μόνο κατεύθυνση. Στην κόλαση!»
-Βρήκες κι εσύ άνθρωπο να ρωτήσεις! φώναξα. Δεν μπορούσες να ρωτήσεις τον ιερέα;
-Στον ιερέα έπρεπε να πω την αλήθεια. Μπορείς άραγε να διηγηθείς πράγματα ντροπιαστικά για τον πατέρα σου;
Έτσι είναι η φίλη μου. Πραγματικά δεν μπορεί να μιλήσει άσχημα για κάποιον, πόσο μάλλον για τον αγαπημένο πατέρα της. Τότε κατάλαβα τον λόγο που την έκανε να κρύβεται απ’ όλο τον κόσμο: Της ήταν πιο εύκολο να υποφέρει την πείνα και να υπομένει φριχτά πράγματα παρά να κατακρίνει και να «κακολογεί» το φάντασμα του πατέρα της.
Μετά τη συζήτηση με την φίλη μου, μου επέτρεψε να πάω στο μοναστήρι Ντανιλόφσκι και να διηγηθώ την περίπτωση στον πνευματικό του μοναστηριού αρχιμανδρίτη Δανιήλ Βορονίν, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν ιερομόναχος ακόμη. Ο π. Δανιήλ προσευχήθηκε για πολλή ώρα σιωπηλά, έπειτα μου είπε με αποφασιστικό τόνο: «Πρέπει να τον κηδέψουμε αμέσως!» Την επόμενη ημέρα, στον ναό των Αγίων Πάντων έγινε η Νεκρώσιμη ακολουθία για τον μακαρίτη και το φάντασμα εξαφανίστηκε από το διαμέρισμα.
Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει τι συνέβη τότε, παρότι ρώτησα μερικούς πνευματικούς πατέρες. Στις ερωτήσεις μου οι απαντήσεις ήταν τέτοιου είδους: Τι γνωρίζουμε εμείς για το τέλος του ανθρώπου, όταν συμβαίνει στα λεπτά που προηγούνται του θανάτου ένας άθεος να πιστέψει στον Θεό και να χύσει δάκρυα μετάνοιας; Μπορούμε εμείς άραγε να καταλάβουμε εκείνη την κόλαση των βασάνων των τελωνίων όταν η ψυχή στενάζει και φωνάζει; Γι’ αυτό «χτυπάει» καμιά φορά η ψυχή που βασανίζεται στον κόσμο των ζωντανών, ικετεύοντας για βοήθεια, νεκρώσιμη ακολουθία και μνημόσυνο.
Λίγο καιρό αργότερα που βρισκόμουν στο Κοζέλσκ μου διηγήθηκαν μια παρόμοια ιστορία για μια γριά-κομμουνίστρια, η οποία στην εφηβεία της εκκλησιαζόταν τακτικά, για να απαρνηθεί αργότερα τον Θεό δημόσια. Αυτή λοιπόν εμφανιζόταν στους οικείους της κι έκανε τόση φασαρία στο σπίτι, που όλοι έκλαιγαν ασταμάτητα. Τότε τρεις ψυχές από αυτό το σπίτι έφυγαν για το μοναστήρι με σκοπό να προσεύχονται για την αγαπημένη τους γιαγιά.
Αντανακλάται όχι μόνο στους ζωντανούς αλλά και στους κεκοιμημένους. Είναι κι αυτοί άνθρωποι και είναι κι αυτοί ζωντανοί. Μόνο που εμείς ξέρουμε λίγα γι’ αυτούς. Συνεπώς τώρα άρχισα να βοηθώ με ευχαρίστηση τον ιερέα στις κηδείες. Μια μέρα που ήμουν στο χωριό, προσφέθηκα να διαβάσω κοντά στο φέρετρο ενός κεκοιμημένου το Ψαλτήρι δίχως να καταλάβω πως οι ντόπιοι θα με κατατάξουν στην λίστα των «αναγνωστριών», χωρίς να με ρωτήσουν.