Δουλεύουμε αρκετές ημέρες για να ανακατασκευάσουμε τα σκαλοπάτια από την Σκήτη του Πρόδρομου προς το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται περίπου 50 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χρησιμοποιούσαμε κομμάτια βράχου αρκετά σκληρά, πελεκημένα με τη σμίλη. Συνεργαζόμουν με τον Πορφύριο και τον Δομέτιο από το κελί του Αγίου Υπατίου [Βατοπαιδινό κελί], αλλά ήμασταν στην υπακοή του Πατρός Αρσενίου Μάντρεα, Ηγούμενου της Σκήτης Προδρόμου.
Η συμμετοχή σ’ αυτό το έργο ήταν για μένα ένα είδος πληρωμής, όχι σε χρήμα, αλλά για την αντιγραφή των Πατέρων της Φιλοκαλίας, από τη πλούσια σε χειρόγραφα βιβλιοθήκη. Το έργο μου ανατέθηκε από τον Μητροπολίτη Νικόλαο Μπαλάν και από τον καθηγητή π. Δημήτριο Στανιλόαε. Έπρεπε να σπάσουμε και να πελεκήσουμε τις πέτρινες πλάκες. Μετά θα τις μεταφέραμε ψηλά στο λόφο με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Χρησιμοποιούσαμε μπαστούνια από καστανιά και κομμάτια σχοινιά από παλιά πλοία, που μύριζαν θάλασσα, φύκια και ψάρια.
Πεινούσα και διψούσα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και πικρό. Ήταν αρχές Απριλίου, μόλις ξεχειμώνιαζε. Ο ήλιος μας χτυπούσε, αλλά δεν ήταν καυτός. Σκεφτόμουν τους Αγίους του Σινά, που ανέβαιναν βήμα βήμα προς την κορυφή όπου ο Μωυσής δέχτηκε το Νόμο. Προσπαθούσα να θυμηθώ πόσα σκαλοπάτια είχε ο δρόμος προς την κορυφή. Το μάθαμε στο Λύκειο. Εδώ είχαμε να κάνουμε περίπου τριακόσια… […]
– Η μητέρα μου, Χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα, διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι; Εσείς τι λέτε;
– Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιό μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται, διότι είναι μητέρα.
– Στείλε της ένα γράμμα. Θα χαρεί όταν το πάρει και θα καυχιέται στην γειτονιά για το παιδί της που βρίσκεται στο Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας.
– Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
– Ο μοναχός Ιωακείμ, με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος.
Όταν πήγαινα με τα πρόβατα, ερχόταν και αυτός στο λόφο με το ντορβά. Εκεί με δίδασκε. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σ’ αυτόν ήρθε ένας μοναχός από το Άγιον Όρος που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονής Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, ήμουν μόλις 13 χρονών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες. Πρώτα ήταν στο κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένιος ήταν πολύ καλός γλύπτης σε ξύλο και μάρμαρο και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα: σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά: τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια.
- Άκουσα και εγώ για τον Αρσένιο, αλλά δεν τον είδα, είπε και ο Πορφύριος. Λέγεται ότι τον Αρσένιο τον πήρε η Παναγία πάνω στην κορυφή του Άθωνα, για να συμπληρώσει τον αριθμό των 7 αναχωρητών που προσεύχονται για την ειρήνη του κόσμου και ζουν χωρίς φαγητό και νερό, μόνο με το λόγο του Θεού.
– Ναι, απάντησε ο Δομέτιος. Άκουσα και εγώ αυτή την παράδοση, στην εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, όταν ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα. Κάτω από την κορυφή σε μια σπηλιά μιλούσαν μερικοί αναχωρητές, που τους φώτιζε ένα φαναράκι, όπου ξεκουραζόντουσαν. Ήταν περίπου στις 4 το πρωί. Ήμουν μαζί με τον Πελάγιο, μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Πελάγιος διάβασε από ένα βιβλίο του Ηλία Μηνιάτη. Ο π. Ευγένιος ήταν περίπου 80 χρονών και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Όρους. Αυτός πήγε στους αναχωρητές που μιλούσαν μέσα στο σπήλαιο, και ακούσαμε ότι κοιμήθηκε ο Πάτερ Χρυσογόνος από τους «7 Αόρατους Ασκητές» του Άθωνα και ότι θα τον αντικαταστήσει ο π. Αρσένιος, ο γλύπτης. Λένε ότι μεταξύ των 7 ήταν και ο νηπτικός π. Βαρνάβας, καθηγητής της νοεράς προσευχής και οι Ρουμάνοι Μαρτινιανός, Ιωνάς και Θεοφύλακτος, οι οποίοι μετείχαν ένας μετά τον άλλο στην ομάδα των 7. Όλοι αυτοί ήταν γλύπτες, έκαναν κουτάλες, κανάτες, δοχεία για λάδι και κρασί. […]
– Νηστέψαμε όλη την ημέρα, είπε ο Δομέτιος. Διψάω και νομίζω βλέπω οράματα… Βλέπω συνέχεια ένα πλάσμα εκεί πάνω στον τοίχο σ’ εκείνο το κελί, που νόμιζα ότι είναι εγκαταλειμμένο. Είναι κάτι περίεργο ή θαύμα. Άλλοτε έχει μορφή λιονταριού, άλλοτε ανθρώπου, εσείς δεν βλέπετε;
– Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιάν διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός.
– Ναι, είπα και εγώ, οι 4 Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβολο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου, που έγραψε ο καθένας. Ο Ματθαίος, που ήταν τελώνης πριν να γνωρίζει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό.
Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μία συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Ζιάν Μπόκα, από την Ρουμανία, να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν άγγιξες γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης». Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δύο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε, κάποιος ουράνιος μηχανισμός.
Και ο Δομέτιος παρατήρησε ότι κάτι γίνεται και έλεγε: «Παναγία μου, ήρθε ο Άγιος!». Αληθινά, δίπλα μας ήταν ένα πλάσμα όμοιος άνθρωπος και θηρίο, με τα γένια μέχρι το έδαφος και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Έσπρωχνε μαζί μας το λίθο και αυτός τον έκανε να ανέβει. Έλεγε: «Άξιόν εστι ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…». Είχε μια αγγελική φωνή, ούτε έντονη ούτε βραχνή αλλά ευχάριστη. Όλοι ψάλαμε «Άξιόν εστι». Η φωνή μου που δεν ήταν εξασκημένη να ψάλει πήρε ένα μελωδικό χρώμα και έβγαζε ευχάριστους φθόγγους τους οποίους ούτε εγώ δεν γνώριζα μέχρι τότε. Έψαλε και ο Πορφύριος με την βαρύτονη φωνή του. Ο Δομέτιος μας ξεπερνούσε όλους. Ήμασταν στον παράδεισο. Τέσσερα πλάσματα στην άκρη του γκρεμού δοξολογούσαν την Παναγία. Ο νους μου όμως ήταν στο χωριό μου, και έβλεπα την μητέρα μου γονατισμένη μπροστά την εικόνα της Παναγίας πως προσευχόταν και έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία μου στο χέρι. Το πλάσμα δίπλα μου, με μακριά γένια, μου είπε: «Η μητέρα σου ονομάζεται Χριστιανή και είναι χήρα. Όταν σε γέννησε σε αφιέρωσε στον Κύριο και στην Εκκλησία».
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα μου ένα άγιο, ένα προφήτη που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομα.
– Πάτερ, ποιό είναι το όνομά σας και ποιός είστε; ρώτησε ο Πορφύριος.
Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε:
– Μη φοβάστε τον Ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό. Ξέρατε ότι οι «9 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα έρχονται φέτος στο Πάσχα για την Θεία Λειτουργία στη Σκήτη του Προδρόμου; Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου, ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκεται αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος το Πάσχα θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιάν, μην ξεχάσεις να γράψεις στη μητέρα σου.
Ήμουν όλος έκθαμβος από τα γεγονότα. Ο μοναχός που μιλούσε έγινε ξαφνικά αόρατος. Με τραβούσε σαν μαγνήτης να κοιτάξω πίσω του. Είχε ήδη νυχτώσει και δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ο Πορφύριος μάζευε τα εργαλεία, να τα βρούμε τακτοποιημένα την επόμενη μέρα. Ο Δομέτιος ήταν συγκλονισμένος και όπως πάντοτε έψαλε. Ακούστηκε η φωνή του πλάσματος που μόλις έφυγε, του πάγκαλου [=πανέμορφου] πατρός. Δεν ήξερα πως τον λένε αλλά ελκύστηκα προς τα άνω και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα. Το μονοπάτι φωτιζόταν από ένα γαλάζιο φώς, σαν ηλεκτρικού τόξου, το φως που ερχόταν από το θαυμάσιο πλάσμα σαν από αναμμένο θάμνο που καιγόταν στο βουνό επάνω μας. Πίσω από εμένα ανέβαινε ο Πορφύριος λαχανιασμένος και μετά ο Δομέτιος ψάλλοντας. Ο άγιος μας φώτιζε το δρόμο προς την κορυφή. Ήταν ένα απροσδόκητο θεϊκό δώρο, διότι νύχτωσε για καλά και χωρίς φως θα πέφταμε στο γκρεμό. Ο Πορφύριος είπε:
«Έχω δέκα χρόνια στο Όρος και δεν έζησα κανένα θαύμα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα μου φανερώθηκε το έλεος του Θεού δια του Αγίου αυτού. Μείνε, πανάγιε, μην τρέξεις, διότι βλέπουμε το φως σου σαν φάρο που μας οδηγεί και μπορούμε να ανεβούμε το βουνό χωρίς να πέσουμε στο γκρεμό»!
– Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού, μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. Αδελφέ Ζιάν, σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία, διότι σου μίλησε ο ουρανός.
Εγώ δεν έλεγα τίποτε. Ένοιωθα μια ιερή συγκίνηση και ανεπανάληπτη ζεστασιά. Ήταν πολύ καλά, σε σχέση με το κρύο στην παραλία που ήμουν παγωμένος. Φτάσαμε στην άκρη του βουνού, στο σταυρό. Ο άγιός μας απομακρυνόταν αλλά ακόμα μας φώτιζε με τη θεία μορφή του. Βλέπαμε το μονοπάτι προς την Σκήτη του Προδρόμου. Ο άγιος ήταν μπροστά μας, αλλά σαν να πηδούσε ένας πύρινος τροχός, ένα καιόμενο πουλί. Πίσω μου ο πάτερ Πορφύριος έκανε σταυρούς και έλεγε ρυθμικά: «Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Ο Δομέτιος έψαλε: «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη καί ηττάσθε». Το φως μπήκε μπροστά μας στην πύλη της μονής, και εμείς πίσω του. Φτάσαμε στην πόρτα που τότε έκλεινε, μας ξύπνησε η ανδρική φωνή του Ηγουμένου Αρσενίου Μάνδρεα, που ήρθε ο ίδιος να κλείσει την πύλη:
– Πόσα βήματα κάνατε, πατέρες;
– Έντεκα, απάντησε ο Πορφύριος.
– Καλά, μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Ο Κύριος μαζί σας. Θα ξυπνήσετε όταν αρχίσει ο Όρθρος.
Τρέξαμε στο νιπτήρα και πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα αν και δεν ήπια ούτε σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι διότι με πονούσαν τα κόκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας.
Αλλά η ψυχή μου ήταν τοσο φωτισμένη και ευτυχισμένη. Σήμερα στο Άγιον Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν άγιο. Μια φλόγα πυρός.
Είπα νοερά το “Πάτερ ημών”, έκανα με το δεξί μου χέρι το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο κρεβάτι μου και έπεσα σε βαθύ ύπνο.