Back to top

Οι παλαιότερες ελληνικές εταιρείες: Από το καμάρι της Λέσβου έως τα θρυλικά ψυγεία

18/08/2018 - 14:45

Ποιες είναι οι παλαιότερες ελληνικές εταιρείες, οι οποίες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην εγχώρια, και όχι μόνο, αγορά. Από την απόφαση του Καποδίστρια έως τα κρασιά του δημάρχου Θεσσαλονίκης.

Το ελληνικό επιχειρείν, αναμφίβολα, βιώνει μία από τις χειρότερες κρίσεις όλων των εποχών. Δεκάδες ιστορικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να βάλουν «λουκέτο». Άλλες επίσης, επέλεξαν τη λύση της εξαγοράς, ενώ κάποιες άλλες προτίμησαν είτε να αλλάξουν πεδίο δραστηριότητας είτε να περιορίσουν σημαντικά τον κύκλο εργασιών.

Ωστόσο, υπήρξαν ορισμένες που αντιστάθηκαν και κατάφεραν να δώσουν συνέχεια στην πολυετή τους παρουσία στην ελληνική αγορά, προσφέροντας υψηλής ποιότητας και ευρέως αναγνωρισμένα αγαθά και υπηρεσίες στον Έλληνα και όχι μόνο, καταναλωτή.

Ποιες είναι, επομένως, οι παλαιότερες ελληνικές εταιρείες; Αυτές, δηλαδή, που ιδρύθηκαν κατά την πρώτη περίοδο του ελληνικού κράτους και συνεχίζουν να δίνουν το «παρών» στην εγχώρια αγορά, έχοντας αδιάλειπτη παρουσία επί σχεδόν δύο αιώνες.

Η απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια 

Η αρχαιότερη εν ζωή εταιρεία ιδρύθηκε το μακρινό 1828 και μέχρι σήμερα, έχει συμβάλλει τα μέγιστα στον κλάδο των ταχυδρομείων. Πρόκειται για τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, γνωστά σε όλους ως ΕΛΤΑ, τα οποία συμπληρώνουν 200 χρόνια ζωής… παρά 10 χρόνια.

Τα ΕΛΤΑ συγκαταλέγονται στις πρώτες εταιρείες που ιδρύθηκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και αποτέλεσε πρωτοβουλία του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, Ιωάννη Καποδίστρια. Από το 1996 λειτουργούν ως Ανώνυμη Εταιρεία, με το ελληνικό δημόσιο να κατέχει το 90% του μετοχικού κεφαλαίου και την τράπεζα Eurobank Ergasias το εναπομείναν 10%.

Για πολλές δεκαετίες, τα ΕΛΤΑ αποτελούσαν το «αποκούμπι» του κάθε απομακρυσμένου πολίτη, καθώς κάθε απόπειρα επικοινωνίας στην προ-τηλεφώνου και ίντερνετ εποχή, περνούσε αναγκαστικά από τα κατά τόπους υποκαταστήματα.

Σήμερα, εκτός των ταχυδρομικών υπηρεσιών, τα ΕΛΤΑ επεκτείνονται και σε άλλους επιχειρηματικούς κλάδους, όπως οι χρηματοοικονομικές και τραπεζοασφαλιστικές υπηρεσίες,

Η τράπεζα της οδού Αιόλου

Το 1841, στην οδό Αιόλου της Αθήνας, ιδρύεται η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποτέλεσε το πρώτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Ιδρυτής ήταν ο Γεώργιος Σταύρου, επιτυχημένος τραπεζίτης από τα Ιωάννινα. Σύμφωνα με το φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 30ης Μαρτίου του 1841, η Εθνική Τράπεζα ξεκινάει με αρχικό κεφάλαιο 5 εκατ. δραχμών, διαμοιρασμένο σε 5.000 μετοχές των 1.000 δραχμών.

Μεταξύ των πρώτων μετόχων ήταν και το ελληνικό κράτος, με περίπου 1.000 μετοχές. Μέτοχοι ήταν επίσης, οι Νικόλαος Ζωσιμάς, Ιωάννης Εϋνάρδος, Λουδοβίκος Α' της Βαυαρίας, Θεόδωρος Ράλλης και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το 1928, η Εθνική Τράπεζα είχε το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης και διαχείρισης του χρήματος.

Το λικέρ της Μεσσηνίας

Το 1850, στην Καλαμάτα, ιδρύεται από τον Γεώργιο Καλλικούνη το ομώνυμο αποστακτήριο, το πρώτο στην Ελλάδα. Με σπουδές στην Ιταλία και εφόδιο τα αγνά προϊόντα της Μεσσηνίας, καταφέρνει πολύ γρήγορα να κυριαρχήσει στην ελληνική αγορά.

Ο πολυσχιδής Μεσσήνιος επιχειρηματίας στρέφεται ως εκ τούτου, στις αγορές του εξωτερικού και το 1859 ξεκινάει τις εξαγωγές. Το αποτέλεσμα: 46 διεθνείς διακρίσεις, παρουσία σε μεγάλες εκθέσεις και… λικέρ με δεκάδες χρυσά μετάλλια.

Εντυπωσιακό είναι επίσης, το γεγονός, ότι ενάμιση αιώνα αργότερα, η εταιρεία εξακολουθεί να βρίσκεται στα «χέρια» της οικογένειας Καλλικούνη, δίνοντας συνέχεια στο μακρόπνοο όρμα του ιδρυτή της.

Από τα κεραμικά στα… φωτοβολταϊκά

Το 1858, δύο αδέρφια από τη Θεσσαλονίκη αποφασίζουν να ιδρύσουν την «Κεραμεία Αλλατίνη». Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας, η μεγάλη προσοχή στρέφεται σε δύο κλάδους παραγωγής, τα κεραμικά και το αλεύρι.

Το 1864, η εταιρεία «σπάει» στα δύο και εισέρχεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο οικοδομικός «οργασμός» της μεταπολεμικής περιόδου συμβάλλει στην απογείωσή της, η οποία πλέον παράγει κατά κύριο λόγο, πλακίδια, σωλήνες, πλίνθους κ.α.

Σήμερα, ωστόσο, η στόχευση της εταιρείας έχει αλλάξει άρδην. Η «βύθιση» της οικοδομής είχε ως συνέπεια την πώληση του βραχίονα παραγωγής κεραμικών και τη στροφή στη διαχείριση ακινήτων. Ταυτόχρονα, ιδρύεται θυγατρική εταιρεία, με αντικείμενο τα φωτοβολταϊκά πάρκα.

Το ούζο της Λέσβου

Το 1860, ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης από το Πλωμάρι της Λέσβου, αποφασίζει να επαναπατριστεί, εγκαταλείποντας την Οδησσό της Ρωσίας. Έχοντας ως εχέγγυο τη γνώση της απόσταξης αλλά και το εμπορικό «δαιμόνιο» της ομογενειακής κοινότητας των Ελλήνων, ιδρύει τα ομώνυμα αποστακτήρια.

Εκατόν πενήντα οκτώ χρόνια αργότερα, το ούζο «Βαρβαγιάννης» θεωρείται ένα από τα καλύτερα της Λέσβου αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Η εταιρεία παραμένει στην οικογένεια Βαρβαγιάννη, η οποία συνιστά τους θυροφύλακες της παράδοσης και των μοναδικών προϊόντων του νησιού της Λέσβου.

Η «Μαυροδάφνη» της Πάτρας

Την ίδια εποχή, και συγκεκριμένα το 1861 — αυτή τη φορά στη δυτική Ελλάδα και τις ορεινές παρυφές της Πάτρας — ιδρύεται μία επιχείρηση ποτοποιίας, η οποία όπως θα αποδεχθεί αργότερα, θα αλλάξει την επιχειρηματική ιστορία της αχαϊκής πρωτεύουσας.

Ο Βαυαρός Γκουστάβ Κλάους ιδρύει την «Achaia Clauss», με το γλυκό κόκκινο κρασί να αποτελεί την προμετωπίδα των προϊόντων της. Μάλιστα, το 1873 αποφασίζει να του (σ.σ. στο κρασί) δώσει το όνομα «Μαυροδάφνη», προς τιμή της Ελληνίδας αγαπημένης του, η οποία απεβίωσε σε νεαρή ηλικία.

Εκτός του διάσημου κρασιού, το οποίο εξάγεται σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, ο Κλάους καταφέρνει να εισαγάγει στην Ελλάδα και τον θεσμό του οινοτουρισμού. Έτσι, το 1885 αποφασίζει να ανοίξει τις πόρτες του αχαϊκού οινοποιού στο ελληνικό και όχι μόνο, κοινό.

Το 1919, η εταιρεία περιέρχεται σε ελληνικά χέρια, χωρίς ωστόσο, να αλλάξει η πατροπαράδοτη φυσιογνωμία της οινοποίησης, η οποία αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά για τα προϊόντα της «Achaia Clauss».

Αρώματα… ηλικίας 154 ετών

Το 1864 ιδρύεται από τον Φίλιππο Γεωργαντά η ομώνυμη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο των καλλυντικών και των αρωμάτων. Πρόκειται μάλιστα, για μία από τις πρώτες εταιρείες του κλάδου σ' όλη την Ευρώπη.

Σήμερα, η «Γεωργαντάς ΑΕΒΕ» εξακολουθεί να βρίσκεται στα «χέρια» των απογόνων του Φίλιππου, εισάγοντας και διανέμοντας προϊόντα προσωπικής φροντίδας των μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου.

Τα θρυλικά «Πίτσος»

Το 1865 ιδρύεται στην Αθήνα η εταιρεία Πίτσος A.E., κατασκευάζοντας μικρές οικιακές συσκευές και θερμοσίφωνες λαδιού. Η ελληνική εταιρεία, αξιοποιώντας την τεχνολογική ανάπτυξη, κατάφερε μεταπολεμικά να αναρριχηθεί στην κορυφή του κλάδου των οικιακών συσκευών.

Το 1959 — έτος καμπής γι' αυτήν- ξεκινάει την παραγωγή των πρώτων ψυγείων στην Ελλάδα, ενώ σταδιακά επεκτείνεται σ' όλο το εύρος των συσκευών που μπορεί να συναντήσει κάποιος σ' ένα ελληνικό νοικοκυριών, όπως οι τηλεόρασης κ.α.

Το 1976 εξαγοράστηκε από τη γερμανική «Bosch-Siemens Hausgeräte GmbH» και το 1996 μετονομάστηκε σε «BSP ABE Οικιακών Συσκευών», προτού αλλάξει εκ νέου επωνυμία. Σήμερα, η «BSH Οικιακές Συσκευές ΑΒΕ» εδρεύει στην Αθήνα, με μερίδιο αγοράς κοντά στο εντυπωσιακό… 40%.

Τα φωτιστικά της Βουλής

Στην οδό Αιόλου, στο κέντρο της Αθήνας, ο Σπαρτιάτης Γεώργιος Σγούρδας αποφασίζει να ιδρύσει μία εταιρεία παραγωγής οικοδομικών υλικών. Το ημερολόγιο έγραφε 1870.

Η οικοδομική άνθιση βοηθάει τον νεαρό Σγούρδα να επεκτείνει τις δραστηριότητές του, και πολύ σύντομα «ανοίγει» ακόμη δύο καταστήματα, ενώ παρασκευάζει και εισάγει μία σειρά νέων προϊόντων, από μουσαμάδες και υαλικά έως μαχαιροπίρουνα και λάμπες.

Τα φωτιστικά του, άλλωστε, εξακολουθούν να διακοσμούν έως σήμερα τη Βουλή των Ελλήνων και το εμβληματικό κτήριο, όπου στεγάζεται το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», στην πλατεία Συντάγματος.

Από το 180 και έπειτα από τέσσερις γενιές, η επιχείρηση παραμένει στην οδό Αιόλου, υπό τη διοίκηση της Μαριλιάνας Καράμπελα-Σγούρδα και των αδερφών της, Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο. Σήμερα, η κύρια δραστηριότητα της εταιρεία έχει στραφεί στα προϊόντα κουζίνας, τα είδη δώρων και τα κρύσταλλα.

Τα κρασιά του «δημάρχου»

Το 1879, ο Ιωάννης Μπουτάρης αποφασίζει να ιδρύσει την ομώνυμη οινοποιία και να δραστηριοποιηθεί στον κλάδο του κρασιού. Γρήγορα, ο ερυθρός οίνος, με την επωνυμία «Νάουσσα Μπουτάρη», κατακτά την ελληνική αγορά.

Το 1930, η εταιρεία υπό τη διοίκηση του Στέλιου, γιου του ιδρυτή, «ανοίγει» πανιά για το εξωτερικό, εξάγοντας προϊόντα κατά κύριο λόγο σε Αυστρία, Ουγγαρία και Αίγυπτο.

Σήμερα αποτελεί μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες ετικέτες κρασιού, διαθέτοντας έξι οινοποιία σ' όλη τη βόρεια Ελλάδα, ενώ από το 2006, διαθέτει παραγωγική παρουσία και στη νότια Γαλλία, εξαγοράζοντας αμπελώνα 700 στρεμμάτων βιολογικής καλλιέργειας.

πηγη:sputniknews/ Γεράσιμος Χιόνης