Ο Βασίλης που δολοφονήθηκε δεν ήταν ένας απλός φαρμακοποιός ήταν ένας αληθινός φίλος τρυφερός σύζυγος και στοργικός πατέρας.
Την Τρίτη στις 11 Σεπτέμβρη στις 5:30 το απόγευμα αποχαιρετούμε ένα φίλο καρδιακό που δεν ήθελε πολλά για να σου ανοίξει την καρδιά του και να σου δωρίσει απλόχερα την φιλία του.
Αποχαιρετούμε έναν άνθρωπο που η ζωή δεν τον αλλοίωσε δεν τον σκλήρυνε και δεν τον άλλαξε. Τον άφησε όπως ήταν, ένα αγνό παιδί, με ευαισθησίες για τους γύρω του και ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης στον υπέρτατο βαθμό.
Αποχαιρετούμε έναν αδελφό, έναν γείτονα, μα κυρίως έναν τρυφερό σύζυγο κι έναν στοργικό πατέρα.
Ο Βασίλης Φλώρος ο φαρμακοποιός, που όλοι ξέρουμε ότι δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του το πρωί του Σαββάτου (8 Σεπτεμβρίου) ήταν ένας άνθρωπος που σε όλων μας τη ζωή είχε μια ξεχωριστή θέση και η απώλειά του αφήνει τεράστιο κενό και πολύ θυμό γι αυτούς που αποφάσισαν να του στερήσουν την ζωή.
Η σύζυγός του Ξένια και τα παιδιά του Γιώτα Μαρία και Χρήστος δεν θα είναι ποτέ όπως πριν ,γιατί η απώλεια αυτή θα τους στιγματίσει για πάντα.
Ο τρόπος που έφυγε ο πατέρας τους, το στήριγμά τους, ήταν σκληρός και ο καημός τους από εδώ και πέρα θα είναι ανείπωτος.
Κανείς δε θα μπορέσει να ξεχάσει το χαμόγελό του και κανείς δε θα μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι ο Βασίλης δεν θα ξαναχαμογελάσει ποτέ πια, ούτε προσπαθήσει κάνει τη θλίψη γέλιο, όπως συνήθιζε.
Ο Βασίλης δούλευε σκληρά κάθε μέρα. Δεν ήθελε να λείψει τίποτα στα παιδιά του ,για να μπορούν να προχωρήσουν στην ζωή τους χωρίς να ταλαιπωρηθούν όπως ίσως ταλαιπωρήθηκε εκείνος, στο διάβα της ζωής του.
Μέσα από ένα μικρό φαρμακείο στην Κατεχάκη, ο Ηπειρώτης φαρμακοποιός, σχεδίασε πολλά για την καθημερινότητά τους , πάσχισε για να καταφέρει κάποια στιγμή να κάνει βήματα παραπάνω για την οικογένειά του για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Δεν ήξερε Σαββατοκύριακα , αργίες και μακροχρόνιες διακοπές.
“Κάποια στιγμή θα μεγαλώσουν τα παιδιά, θα τελειώσουν τις σπουδές τους και θα τα αναλάβουν όλα και εγώ θα πάρω την Ξενιώ μου και θα πάμε για ξεκούραση. Αρκετά πασχίζουμε” μου έλεγε συχνά όταν συζητούσαμε για τα οικογενειακά.
Η Ξενιώ ήταν ο έρωτας της ζωής του , μετά έγινε η γυναίκα του και η μητέρα των παιδιών του. Η Ξένια Ευαγγελάκου, γνωστή παθολόγος των Αθηνών ήταν το καμάρι του Βασίλη , έτσι την έλεγε.
“Η Ξενιώ είναι το καμάρι μου” και την πείραζε πάντα χαμογελώντας χαϊδεύοντάς την στο κεφάλι.
Όμως το οξυγόνο του ήταν η Γιώτα Μαρία και ο Χρήστος , τα παιδιά του, αυτά που από το Σάββατο έμειναν ορφανά με εκατομμύρια ερωτηματικά να τα βασανίζουν και να τα πονούν χωρίς να μπορούν να διαχειριστούν αυτόν τον θρήνο.
Ο Βασίλης έφευγε από το σπίτι του το πρωί του Σαββάτου για να στείλει ένα δέμα μέσω πρακτορείου στον γιο του, που ήταν φοιτητής στην Πάτρα. Μόλις άνοιξε η γκαραζόπορτα του σπιτιού του, ο δολοφόνος τον περίμενε και τον σκότωσε με όπλο. Τι λεπτομέρειες όλοι τις γνωρίζουμε.
Η κόρη του Γιώτα Μαρία ακούγοντας τους πυροβολισμούς βγήκε στο μπαλκόνι και είδε τον πατέρα της νεκρό.
Αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ ο Βασίλης. Δεν θα επέτρεπε ποτέ να πληγωθεί έτσι η κόρη του, με αυτόν τον τρόπο. Μα ήταν ανήμπορος να αντιδράσει, διότι είχε αφήσει την τελευταία του πνοή έξω από το σπίτι ,που είχε χτίσει με ιδρώτα τα τελευταία χρόνια για την οικογένειά του.
Στο άκουσμα του βίαιου θανάτου του, ράγισαν οι καρδιές όλων όσων τον ήξεραν.
Ήταν δημοφιλής. Είχε συγγενείς μα πιο πολύ φίλους.
Το καινούριο του φαρμακείο στην Κατεχάκη ήταν σημείο συνάντησης για πολλούς.
Συνταξιούχοι, φίλοι , γνωστοί , όλοι έκαναν μια στάση στο φαρμακείο του Βασίλη.
Και οι παππούδες ή οι γιαγιάδες ή ακόμη και οι φοιτητές που δεν είχαν χρήματα να πάρουν κάτι που χρειαζόταν, έβρισκαν συμπαράσταση στο πρόσωπό του, “δεν βαριέσαι έλεγε ο Βασίλης, πάρτα και θα τα βρούμε.”
Είχε μεγάλη καρδιά, ήταν γλεντζές , λάτρευε την παράδοση και αγαπούσε την Ελλάδα όπως αγαπούσε τη μάνα του.
Η κατάσταση στην χώρα τον λυπούσε και στεναχωριόταν για τους νέους που εγκατέλειπαν την πατρίδα για τα ξένα λόγω της κρίσης. Όμως εκείνος δεν το έβαζε κάτω, δεν ήθελε η κρίση να καταβάλει και την ψυχολογία του και συνέχισε να ονειρεύεται και να σχεδιάζει και να επενδύει για τα παιδιά του, “Να μη φύγουν από τη χώρα, να μείνουν να παλέψουν όπως παλέψαμε εμείς. Μην χάσει η χώρα τους νέους μας”.
Ο Βασίλης δεν είχε εχθρούς , αν κάποιος θα λογιζόταν εχθρός του Βασίλη τότε σίγουρα θα είχε προσπαθήσει πολύ να γίνει ,διότι ο ίδιος ήταν γεμάτος αγάπη και κατανόηση για τον καθένα.
Από δω και πέρα και όσο η αστυνομία κάνει την δουλειά της για να βρει τον δολοφόνο, οι άνθρωποί του θα τον κλάψουν αλλά θα περιμένουν να μάθουν τι είναι αυτό που όπλισε το χέρι του δολοφόνου και αφαίρεσε την ζωή του Βασίλη και γονάτισε για πάντα την Ξένια, την Γιώτα Μαρία, τον Χρήστο και όλους εμάς που τον γνωρίζαμε.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς αυτό που έγινε, ότι έγινε λίγα μέτρα μακριά από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, σε μια περιοχή πυκνοκατοικημένη, με κάμερες παντού , με στρατιώτες στα φυλάκια με δορυφόρο που καταγράφει τα πάντα πάνω από τα κεφάλια μας και με κόσμο στους δρόμους.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι βρέθηκε άνθρωπος που ήθελε να σκοτώσει τον Βασίλη.
Οι γειτονιές του ψυχικού δεν θα είναι ίδιες πια , η Κατεχάκη και το φαρμακείο του, δεν θα είναι πια το στέκι τόσων ανθρώπων, το σπίτι του και όλοι οι άνθρωποι που τον έζησαν, τον αγάπησαν και τον έκαναν φίλο πάντα θα έχουν μέσα τους ένα πελώριο κενό.
Η Ξένια , η Γιώτα Μαρία και ο Χρήστος έχουν μεγάλο Γολγοθά μπροστά τους και μόνο ο Θεός θα τους δώσει κουράγιο και παρηγοριά
Κάποιοι είμαστε πολύ μακριά για το τελευταίο αντίο
Καλό παράδεισο φίλε Βασίλη
Μαρία Γιαχνάκη